Σάπες: ο τόπος μας

Μέρος Β'

Βρίσκομαι στην ευχάριστη θέση να παρουσιάσω ένα ακόμη πρόσωπο που εγώ θεωρώ και ονομάζω "Σαψιωτάκι". Μ' αρέσει αυτός ο χαρακτηρισμός και νομίζω ότι ταιριάζει σε κάθε άτομο που γεννιέται σ' έναν τόπο, μεγαλώνει και ζει ίσως τα πιο χαρούμενα και αγνά χρόνια της ζωής του!

Μιλάω για τη Λιάνα Τσιρίδου. Γεννήθηκε στις Σάπες το 1958. Τη Λιάνα, οι παλιοί Σαπαίοι τη θυμόμαστε με το όνομα Λαμπρούλα. Λαμπρινή τη βρίσκουμε στο μαθητολόγιο του Δημοτικού Σχολείου Σαπών, από το οποίο αποφοίτησε το σχολικό έτος 1969-70.

Στη συνέχεια έφυγε από τις Σάπες και μετακόμισε στα Θεσσαλονίκη. Τη Λαμπρινή Τσιρίδου τη γνωρίζουμε και τη θυμόμαστε οι παλιοί Σαπαίοι που γεννήθηκαν μέχρι το 1970 περίπου.

Γονείς της ήταν ο Νίκος Τσιρίδης (1923-1987) και η Ευδοκία(1929-2019) το γένος Πίνιου, με ηπειρώτικη καταγωγή. Η οικογένεια του Νίκου Τσιρίδη καταγόταν από την Προύσα. Ήρθαν πρόσφυγες και εγκαταστάθηκαν στο Ζυγό Καβάλας, όπου και ασχολήθηκαν με την καλλιέργεια καπνού. Κατατάχθηκε στη Χωροφυλακή και ήρθε στις Σάπες. Ήταν συνάδελφος με τον Ιωάννη Πίνιο, αδερφό της μετέπειτα συζύγου του Ευδοκίας. Απέκτησαν δυο παιδιά, την Αναστασία και τη Λαμπρινή. Η Αναστασία είναι καθηγήτρια στην Αλεξ/πολη.

Ο πατέρας της έφυγε από τη ζωή πολύ νωρίς, σε ηλικία 64 ετών (1923-1987). Είναι ενταφιασμένος στα κοιμητήρια των Σαπών. Η μητέρα πέθανε το 2019 στην Αλεξ/πολη, αλλά βρίσκεται ενταφιασμένη μαζί με το Νίκο, στις Σάπες.

Η Λιάνα σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο ΑΠΘ. Από το 1989 ζει στην Κέρκυρα και εργάζεται ως καθηγήτρια Αγγλικών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ταυτόχρονα έχει ενεργή πολιτική δράση και ενεργή συμμετοχή στα κοινά. Είναι παντρεμένη και έχει δυο παιδιά.


 Τον Ιούνιο του 2020 ήρθα σε επαφή με τη Λιάνα για να της ανακοινώσω την πρόθεσή μου να αναφέρω στη σελίδα μου την καταγωγή της και κυρίως την ενασχόλησή της με τη λογοτεχνία. Μου έγραψε τα εξής λόγια και την ευχαριστώ πολύ.

 Μικρή ματιά στον μικρό μου τόπο.

 Αλήθεια ήταν, λοιπόν, αυτό που μας έλεγαν οι γονείς κι οι παππούδες μας πως όσο μεγαλώνουμε τόσο γυρνάμε νοερά στα παλιά; Ή μήπως είναι αυτό που έλεγαν οι αναρχικοί τη δεκαετία του ΄90 «μοναδική πατρίδα μας, τα παιδικά μας χρόνια»;

  Δε ξέρω. Ξέρω μονάχα ότι κάθε φορά που επιστρέφω στη γενέθλια γη, μετά την Ξάνθη είναι αδύνατο να συγκρατήσω την ανυπομονησία μου. Κι ύστερα, όταν φεύγω, μέχρι την Καβάλα βουρκώματα και λαθραία δάκρυα αποχαιρετισμού, ώσπου να ξαναμπώ στην ενήλικη πραγματικότητά μου. Συνήθως σε αυτή τη συγκίνηση με συντροφεύουν τα χαμόγελα και τα πειράγματα του άντρα μου και των παιδιών μου.

 Είχα την τύχη να ταξιδέψω πολύ. Σε μέρη συναρπαστικά. Το τοπίο της Θράκης όμως έχει μια άλλη επίδραση πάνω μου. Το αγαπώ βαθιά. Είτε είναι ο όγκος της Ροδόπης, επιβλητικός, παραπέμπει σε φύση που πρέπει να δαμαστεί, παραπέμπει σε ιστορία μακραίωνη και συνειρμούς, Θράκη- πέρασμα, Θράκη- σταυροδρόμι, Θράκη εγκατάλειψη… είτε είναι ο κάμπος που μόλις πρασινίζει στην αρχή της άνοιξης, αγριολούλουδα, η ομορφιά μιας ταπεινότητας συγκινητικής. Αλλά και τα κίτρινα καλοκαίρια, η θαμπή υγρασία του φθινοπώρου, η πάχνη του χειμώνα, μικρά χωριά με ασπρισμένους τοίχους, με την ακινησία των μιναρέδων, με τα εργαλεία του –απλήρωτου πια- γεωργικού μόχθου αραδιασμένα έξω, στις αυλές, ο ρυθμός της ζωής αργός, ανθρώπινος, το καφενείο ζωντανή παράδοση, ο εκσυγχρονισμός περνάει αργά απ’ αυτά τα χώματα, κι ύστερα οι πινακίδες που μου έρχονται ακόμη στο μυαλό σαν παιδικό ποιηματάκι– Σάπες, Άρατος, Αρίσβη- η ανακοίνωση στο ΚΤΕΛ, τίποτα ‘συναρπαστικό’ για τον τουρίστα, μυστικός διάλογος της γης ωστόσο με αυτούς που την αγάπησαν ως γενέθλια. Αυτά με μαγεύουν, όχι τα ‘αξιοθέατα’.

 Κι εξηγώ ό,τι μπορώ κι ό,τι προλαβαίνω στα παιδιά μου, που νιώθουν πιο πολύ πατρίδα τους την Κέρκυρα, που είναι μαθημένα σε ήρεμα ακρογιάλια και Βενετσιάνικες επιδράσεις, εξηγώ για τον περιφρονημένο μόχθο των ανθρώπων σ’ αυτή την περιοχή που το χρήμα δεν ρέει από τον τουρισμό, εξηγώ για την αρμονική συμβίωση του τζαμιού με την ορθόδοξη εκκλησιά.

  Αλλά πώς να εξηγήσω στα παιδιά το κύμα νοσταλγίας όταν περνώ μπροστά απ’ το παλιό μου σχολείο κι ακούω ακόμη ήχους διαλείμματος, φωνές αγαπημένων δασκάλων. Ή τι ένιωσα μέσα στην εκκλησιά, όπου πρόσφατα αποχαιρέτησα τη μάνα μου και νόμιζα ότι ακόμη θα λειτουργεί ο παπα-Νικόλας. Ή όταν διασχίζω τον κεντρικό δρόμο των Σαπών, κι όλα μου φαίνονται τόσο ίδια και τόσο διαφορετικά από τότε που τον διέσχιζα, μισόν αιώνα πριν και μου φαινόταν τεράστια η απόσταση, για να βρεθώ εκεί που γινόταν η βόλτα ή για να ψωνίσω πάγο από την κυρία Χρυσούλα, καφέ από του Ζαμπογιάννη (απ’ όπου ο γιος μου αγοράζει φανατικά πλέον ταχίνι), πώς να περιγράψω τα χρώματα και τους ήχους της Παρασκευής, μέρας παζαριού, ή να εξηγήσω τι γλύκα είχε για μας μια καλοκαιρινή βραδιά στο ‘Παλλάδιο’… Αυτά δεν τα καταλαβαίνουν και πολύ τα παιδιά, είναι ηλικίες που δεν αντιλαμβάνονται το βάρος και τον πλούτο της ανάμνησης.

 Τους φυτεύω αναμνήσεις μέσω της μύησης στην ανατολίτικη γαστριμαργία, ξεκινώντας από γιαουρτλού κεμπάπ και τελειώνοντας με σουτζούκ- λουκούμι. Νομίζω ότι κάπως έτσι, μέσω μιας γλυκιάς γεύσης, γίνεται το ουσιαστικότερο σμίξιμο των δυο άκρων της Ελλάδας, του δυτικότερου με το ανατολικότερο.

Λιάνα Τσιρίδου

Εκπαιδευτικός , συγγραφέας

tsiridouliana@gmail.com


ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΙΝΗΣ ΤΣΙΡΙΔΟΥ

"Δεκατρείς νύχτες πριν το ξημέρωμα"

 Πώς μπορεί μια γυναίκα, μια μάνα, να φέρεται έτσι σε ένα παιδί; Πώς μπορεί να είναι τόσο αδιάφορη, τόσο περίκλειστη, τόσο εχθρική όταν εκείνο εκλιπαρεί για προσοχή και αγάπη, που κάθε παιδί δικαιούται; Και ποιος μπορεί να την κατηγορήσει όταν η δική της ανάγκη για προσοχή και αγάπη ακυρώθηκε τόσο βίαια; Ποιος μπορεί να την παρηγορήσει για τα ερείπια της δικής της ζωής, γι’ αυτό που ήταν άλλοτε και ποτέ δεν θα ξαναγίνει;

Δεκατρία ολόκληρα χρόνια το καλό και το σκοτεινό κομμάτι της ηρωίδας μάχονται μέσα της σε σύγκρουση εξουθενωτική και την οδηγούν σ’ ένα ατέλειωτο κι οδυνηρό εκκρεμές αντιφάσεων. Η συμφιλίωση, οι παραδοχές, η συγχώρεση συγκρούονται διαρκώς με τον θυμό, τη διάψευση, την προδοσία, σ’ έναν αγώνα με άδηλη έκβαση.

"Τέλος Παρτίδας"

 Στο γύρισμα του αιώνα και της χιλιετίας. Στην πόλη που χάνει πια τους μύθους της και μετατρέπεται σε θαμπό σκηνικό για καθημερινές ιστορίες. Στο αστραπιαίο πέρασμα μιας στιγμής, στην ανάσα μιας σύμπτωσης έρχεται η συνάντηση τριών γυναικών.
 Σε όλα είναι διαφορετικές. Η νεαρότερη, η Μήτση, από νωρίς ορφανή και πρόωρα μεγαλωμένη μέσα από τις δυσκολίες της. Η δεύτερη, η Μάρα, αστικής καταγωγής και αναθρεμμένη μέσα στο ροζ συννεφάκι του πλούτου και της ομορφιάς της. Η τρίτη, η Σάρα, η ανιδιοτελής και δοτική Εβραία, παγιδευμένη σε κανόνες ζωής που δεν επέλεξε.
 Το μόνο τους κοινό στοιχείο: η εμπειρία της αντρικής βίας, σωματικής ή ψυχολογικής, ομολογημένης ή ανομολόγητης, από εχθρούς ή από αγαπημένους, που λεκιάζει τον καμβά της ζωής τους και βαραίνει το επόμενο βήμα τους.
Η φιλία που αναπτύσσεται μεταξύ τους δεν είναι ανέφελη, δεν είναι αναίμακτη, δεν είναι ευθύγραμμη. Μα είναι επίμονη. Καταφέρνει να γίνει φωλιά και στήριγμα για την καθεμιά...
 Σ’ αυτήν προσπαθούν να βρουν τη δύναμη που χρειάζονται για τις μικρές ή μεγάλες αλλαγές στη ζωή τους. Οι Δευτέρες τους, οι μέρες που πιο πολύ συναντιούνται, σύντομα γίνονται ανάσα, αντίδοτο σε ό,τι τις πνίγει.

"Μικρές Σαββατιάτικες Ιστορίες"

 Οι μικρές σαββατιάτικες ιστορίες, 52 όσα και τα Σάββατα της χρονίας, ξεκίνησαν σαν σχολιασμός πάνω σε κάποια φωτογραφία.  Σύντομα απέκτησαν το κοινό τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που τις ανατροφοδότησε και ζήτησε να τις δει συγκεντρωμένες.

 Είναι ιστορίες μικρής φόρμας που εστιάζουν στη στιγμή.Επαναφιέται στον αναγνώστη να τις συμπληρώσει, να υποθέσει το πριν, το μετά, το γιατί. Μιλούν για την αγάπη, τον έρωτα, την προδοσία, τη διάψευση, τη μοναξιά, την μνήμη, τη λήθη, την απόφαση αλλά και για άλλα, για τα μικρά, τα παραμελημένα κομματάκια που χρωματίζουν, ωστόσο, το προσωπικό ψηφιδωτό μας.

"Δυο αβγά Μάτια"
Τα "Δυο Αβγά Μάτια" είναι δεκατρείς ιστορίες γραμμένες στη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας, που περίμεναν υπομονετικά να συμπληρωθεί η συντροφιά για ν' αρχίσει το ταξίδι τους μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου. Είναι ιστορίες που μας κάνουν να χαμογελάμε. Τρυφερά ή πικρά. Ιστορίες που μιλούν για τις ματαιωμένες επιθυμίες, τα απαγορευμένα όνειρα, τη σοφία της ηλικίας ή την παιδική αθωότητα, τη μοναξιά. Μ' άλλα λόγια γι' αυτά που έχουμε ακούσει, που έχουμε ζήσει, που έχουμε αισθανθεί. Άλλωστε τίποτα δεν είναι πια πραγματικά καινούριο. Μα όλα αυτά τα ξαναβλέπουν με άλλη ματιά, σαν να χαϊδεύουν με καινούριες λέξεις τους θυμούς, τις αγάπες, τις προδοσίες, τις ελπίδες μας.
Φόντο η κρίση, οικονομική ή συναισθηματική. Πρωταγωνίστρια η γυναίκα, αυτή η γνωστή μας γυναίκα, η σύζυγος, η ερωμένη, η μάνα, η γιαγιά. Η γυναίκα που ψάχνει λύσεις και σχεδόν πάντα καταφέρνει όλα να τα θεραπεύει, καμιά φορά με τρόπους απλούς, με δυο αβγά μάτια, τηγανισμένα με μπόλικο βούτυρο και μπόλικη αγάπη.

"Σκόνη στα φτερά"
Απ’ όλη τη σκόνη του κόσμου η πιο ύπουλη είναι αυτή που βαραίνει τα φτερά των ανθρώπων. Αυτή που ακυρώνει το πέταγμα, που βαραίνει το βήμα, που χλωμιάζει το όνειρο. Τότε πρέπει να βρει κανείς ξανά τη δύναμη, ν’ απομακρύνει τη σκόνη, να ξαναβρεί τα σημαντικά, να ανακτήσει αυτά που νόμιζε χαμένα: την αγάπη, την πίστη στη ζωή, την αίσθηση του προορισμού.
Ο Στέφανος, ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, πρέπει να το κάνει μέσα σε συνθήκες μιας οικονομικής κρίσης που μοιάζει με πόλεμο και συμπαρασύρει τα πάντα. Όλα εχθρικά, ο έρωτας, ο φίλος, ο αγώνας για την επιβίωση, η ελπίδα για το μέλλον.
Όλα με ερωτηματικό, όλα γεμάτα διλήμματα. Μόνο
η πρόκληση σταθερή, να μη λυγίσει, να ξαναχτίσει τη ζωή του όπως κάποτε την ονειρεύτηκε.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ 


Επάνω φωτογραφία: Πριν το 1950: Ο Νίκος Τσιρίδης, την εποχή που υπηρετούσε στη χωροφυλακή...

Κάτω φωτογραφία:    22.1.1950 Στο Ζυγό της Καβάλας
Στο πατρικό του σπίτι που ανάδινε ακόμα τη μυρωδιά της προσφυγιάς, του μπασμά και της αγωνίας των ανθρώπων. Με δανεικό νυφικό και βερεσέ τις βέρες. Με μελανιασμένα από το κρύο χαμόγελα. Μία και μοναδική φωτογραφία μπροστά στον μισογκρεμισμένο τοίχο της αυλής.
Δεν θαμπώνουν από τέτοιες μικρολεπτομέρειες οι μεγάλες αγάπες.


Επάνω φωτογραφία: Σάπες 1953 ή '54

Όμορφη και χαρακτηριστική φωτογραφία μιας περασμένης εποχής. Ειναι ο κεντρικός δρόμος της αγοράς από το ύψος του ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ μέχρι το κεφεκοπτείο Ζαμπογιάννη. Ένα εξαιρετικό χαρακτηριστικό είναι η παρουσία δυο λεωφορείων του 1950 τα οποία έχουν κάνει στάση για να φορτώσει επιβάτες και υλικά και να συνεχίσει την πορεία του για Κομοτηνή ή Αλεξ/πολη. Στο πρώτο λεωφορείο υπάρχει ανεβασμένος άνθρωπος στην οροφή του για να δέσει τα υλικά των επιβατών. Υπήρχε σκάλα και μεγάλη σχάρα για την τοποθέστηση εμπορευμάτων. Σ' αυτήν ακριβώς τη γειτονιά έζησα τα πρώτα 13 χρόνια της ζωής μου, Δεξιά φαίνεται ένα μέρος από το παντοπωλείο του πατέρα μου. Αριστερά το παντοπωλείο του Θοδωρή Αθανασιάδη και το οινοπωλείο του Κώστα Μπακιρτζή. Αμέσως μετά το καφενείο του Θωμά Ρωμαΐδη που ήταν και το ΚΤΕΛ των Σαπών. Από τα πρόσωπα που εικονίζονται αναγνώρισα τον Στέργιο Πάππο και το Νίκο Τσιρίδη, πατέρα της Λιάνας, η οποία που έστειλε και την όμορφη φωτογραφία.

Μεσαία Φωτογραφία: Σάπες 1953/'54

Σάπες 1953 / '54. Μπροστά στο νεόκτιστο τότε Δημοτικό Μέγαρο. Ήταν το στολίδι του τόπου για αρκετά χρόνια και γι αυτό ντόπιοι και ξένοι δεν παρέλειπαν να βγάλουν μια αναμνηστική φωτογραφία. Κι έτσι έχουμε τη δυνατότητα να βλέπουμε μετά από 65 και πλέον χρόνια τέτοιες όμορφες φωτογραφίες. Από αριστερά ο Νίκος Τσιρίδης με τη σύζυγό του Ευδοκόα Πίνιου. Δίπλα της η Μαίρη Πίνιου, που μάλλον ήταν ελεύθερη ακόμη. Η μητέρα του Ντίνου Χαριτόπουλου. Δίπλα της η Στέλλα Πίνιου Νικολαΐδου και δίπλα της ο Γιώργος Νικολαΐδης ο σύζυγός της, ο οποίος εργαζόταν ως μηχανικός στον τότε Σταθμό Ηλεκτροδότησης των Σαπών του Θεολόγου Εξηντάρη. Η μικρή της παρέας η Καίτη Νικολαΐδου, μετέπειτα συμμαθήτριά μου σε Δημοτικό και Γυμνάσιο. Και κάτι ακόμη να προσθέσω για το Δημαρχείο. Η μεγάλη αίθουσα του ισογείου, ήταν ο πρώτος τοπικός κινηματογράφος από ιδιώτη. Μεγάλες ταινίες της εποχής παιζόταν εδώ και μάλιστα κάποιες έγχρωμες, ξένες παραγωγές, όπως το "Πόλεμος και Ειρήνη", ¨Αδελφοί Καραμαζώφ". Τις θυμάμαι σαν χθες, αφού ο κινηματογραφιστής, Μανώλης το όνομά του, μας άφηνε, εμένα και τον αείμνηστο φίλο μου Σταύρο, να μπαινοβγαίνουμε όποτε θέλαμε!!! (Αρχείο: Λιάνας Τσιρίδου).

Κάτω φωτογραφία:  Από σχολική θεατρική παράσταση το 1969-70 

Σ' αυτή τη φωτογραφία υποθέτω πως παίζουν ένα σκετς οι μαθητές και μαθήτριες μικρών και μεγάλων τάξεων. Δεν αναγνωρίζω όλα τα παιδιά. Θα σημειώσω αυτά για τα οποία είμαι σχεδόν σίγουρος. Από αριστερά όρθιοι: Λαμπρινή Τσιρίδου, Κατίνα Νάνου, Γιώργος Αντωνιάδης, Σοφία Μηλιδάκη. Κάτω: Βαγγελιώ Κιρκινέζη, Μιμίκα Κενανίδου, για τα υπόλοιπα παιδιά περιμένω βοήθεια... [αρχείο Γαλήνης Κιρκινέζη]...


Επάνω: Από σχολική θεατρική παράσταση το 1965

25 Μαρτίου 1965: Μια φωτογραφία από τη σχολική θεατρική παράσταση με αφορμή την επέτειο της 25ης Μαρτίου. Εδώ συμμετέχει η Αναστασία (Σούλα Τσιρίδου) (2η από αριστερά).  Με βεβαιότητα αναγνωρίζω από αριστερά τους: Θανάση Ρεφειάδη, Αναστασία Τσιρίδου, Πελαγία Παπαδοπούλου, Δώρα Μπαλαμπουγίκη, Ευθυμία Δημοπούλου και κάτω τον Παράσχο Κωστάκη (με μια μικρή αμφιβολία). Αρχείο Φωτο: Θανάσης Ρεφειάδης.

Μεσαία φωτό: Σάπες 1/6/1969: 

 Από τις γυμναστικές επιδείξεις του Δημοτικού Σχολείου Σαπών, το 1969. Την εποχή εκείνη ο τελευταίο μήνας του σχολικού έτους ήταν αφιερωμένος στην προετοιμασία των Γυμναστικών Επιδείξεων. Ήταν μια οργανωμένη και καλά προετοιμασμένη παρουσίαση των μαθητών όλων των τάξεων με παρέλαση, ασκήσεις Σουηδικής γυμναστικής, παιχνίδια, χορούς και στο τέλος αθλήματα κλασσικού αθλητισμού. Στην παραπάνω φωτογραφία που είναι η τάξη της Λιάνας, διακρίνεται η ίδια και κάποιες ακόμη συμμαθήτριές της. 

Κάτω φωτό:  1970: Εκδρομή ΣΤ' τάξης του τότε 6τάξιου Γυμνασίου Σαπών /1970. 

 Και η καθιερωμένη ετήσια εκδρομής της τελευταίας τάξης, το όνειρο κάθε μαθητή στην Ακρόπολη. Πρόκειται για την τάξη της Σούλας Τσιρίδου, ανάμεσα σε πολλά άλλα πρόσωπα γνωστών και σε μένα μαθητών/τριών, αφού η δική μου τάξη ήταν ένα χρόνο προηγούμενη... (Αρχείο: Λιάνας Τσιρίδου).


Μέρος ΙΙ

Σελιδομετρητής

Web Hits


Έλα στο Ι μέρος