Σάπες: ο τόπος μας

Μέρος Β'

Γράφει ο ίδιος:

Γεννήθηκα στην Κομοτηνή το 1960. Μεγάλωσα στην Αετοκορυφή της επαρχίας Σαπών όπου και τελείωσα το Δημοτικό. Γυμνάσιο και Λύκειο στις Σάπες. Όταν μεγάλωσα ήθελα να γίνω, ή αρχαιολόγος ή Γεωπόνος.
Έγινα Γεωπόνος. Πτυχιούχος της Ανωτάτης Γεωπονικής Σχολής Αθηνών. Κάποτε στο Γυμνάσιο ένας καθηγητής με παρότρυνε να σπουδάσω φιλοσοφία, εγώ απάντησα: «Εγώ πείνασα μικρός. Οι γονείς μου ξενιτεύτηκαν στη Γερμανία. Δε θέλω να ξαναπεινάσουν άλλα παιδιά, να μεγαλώσουν μακρυά απ’ τους γονείς τους. Γι αυτό, θέλω να γίνω Γεωπόνος».
Στην πορεία της ζωής ανακάλυψα πως εκτός από ψωμί, τα παιδιά, οι νέοι, όλος ο κόσμος, έχουν ανάγκη κι από συναισθήματα. Αγάπη κυρίως. Εκτός από ψωμί όλος ο ντουνιάς έχει ανάγκη κι από τριαντάφυλλα. Όμως τα χρόνια πέρασαν. Σήμερα, ζω με την οικογένειά μου, έχω δύο παιδιά και εργάζομαι ως Γεωπόνος.

Τί γράφει η Πασχαλία Τραυλού για την ποίηση του Ευάγγελου Γιαννελάκη.
"Μου θυμίζεις έντονα Καββαδία. Το συνταίριασμα των ήχων μου φέρνει τον απόηχο κλασικής Ελληνικής ποίησης με τονικότητες της ΑθηναΪκής Σχολής σε κάποια σημεία. Διαφέρεις αισθητά από τις σύγχρονες τάσεις της ποίησης με μια ροπή προς την τσαλακωμένη ελαφρώς ρίμα. Οι στίχοι σου έχουν ουσία και ευαισθησία και συμβάλλουν καθοριστικά όχι απλώς στην εν'νόηση αλλά στη συν-αίσθηση του αντικειμένου σου. Σε λίγα σημεία ένιωσα μια αστάθεια λεκτική αλλά ευτυχώς δεν ήταν καταληκτική η εντύπωση. Θεωρώ ότι διαθέτεις φλέβα και έχεις πράγματα να πεις. Μου αρέσει που ξεφεύγεις από την ασύνειδη σύγχρονη ποίηση και είσαι ποιητικά συγκεκριμένος. Νομίζω ότι άνετα μπορείς να σταθείς και να διεκδικήσεις τη θέση σου στο χώρο που διάλεξες".

Oι Σάπες
Όι Σάπες! Σάπες ! Αχ ανατολίτικο Σαπσί!
Των Γυμνασίων μου ανέραστη ψυχή.
Στροβιλίζουν στο μυαλό μου εικόνες.
Ποδαροδρομοι, σκληροί χειμώνες.
Μαθητές αποβιβάζουν τα λεωφορεία.
Παίρνουμε όλοι μία κοινή πορεία.
Ντουγρού. Για της γνώσης τα θρανία.

Όι Σάπες! Σάπες!
Της μνήμης μου αναλαμπή!
Νεραντζούλα, Λίνα, Μπασδάνη και Μαρία!
Μούρο! Πώς είστε κυρία Μουστακλή;
Μάθημα κάναμε σε αίθουσες ψυγεία,
τα χνώτα μας, των Καβείρων ιεροτελεστία.
Ήλιος με δόντια. Χειμωνιάτικο πρωί,
κόλλες και ξύλα, στου Δραγουμάν’ το μαγαζί.

Μαθητές απ’ το Γιάσιο, και μεις απ’ το Τσαμουρλί
Στριμωγμένοι στη σόμπα με χιονίστρες στα χέρια
τις σακες στους ώμους. Η αγάπη μας πλέρια
ζέσταινε τις καρδιές μας, τις ψυχές μας, τ’ αστέρια.

Έι εσείς παιδιά της ορεινής Συκορράχης
βγαλμένα από την άβυσσο πρωινής πάχνης.
Η μπουγάτσα σας περιμένει ζεστή με τυρί.
Όλοι θα πάρετε! Σύνταξη; Στη γραμμή!
Είστε όλοι εδώ;
-Αλέκο! Εσύ τελευταίος!
Για σένα η φύση όρισε:
Και το όνομα αυτού;
-Μοιραίος
Κυρία Πιστοφίδου! Κυρία Κεραμιδά!
Πόνεσε το κεφάλι μας. Γιατί τόσα Λατινικά;
Αρρώστησε η ψυχή μας με τόσα θρησκευτικά.
Αβραάμ εγέννησε Ισαάκ. Δαβίδ εφόνευσε χιλιάδες!
Σαούλ Σαούλ! Τί με διώκεις; Στον 'Αδη μυριάδες".
Μύρια χιλιάδες, χαροκαμένες μανάδες.

Επήρα το δρόμο μου γι’ αδέσποτες πολιτείες,
σε πεζόδρομους, σε ορνούς, σε αρχαίες πλατείες.
Και κοινώνησα των αχράντων, με αίμα αχνό.
Στις ορδές των γιγάντων αντιστάθηκα με τσαγανό.
Κι απόμεινα μόνος διψασμένος και νηστικός
γι αγάπη, για έρωτα, για παιδεία, γι’ ανέσπερο φώς.

Και γύρισα πίσω, στ αγαπημένο μου Σαπσί,
να ξαναπάρω το δρόμο που στο Γυμνάσιο μ’ οδηγείς,
να διδαχθώ Λατινικά, Αρχαία και Νέα πάλι απ την αρχή.
Γιατί, κάτι ξέχασαν κάποιοι να μου μάθουν στο σχολείο:
“Έρως ανίκατε μάχαν”, της ζωής μεγαλείο!

Αετοκορυφή Σαπών και Μαρωνείας
Δασωμένη κλιτύς του βουνού.
Ελιές ως τις παρυφές του λιμανιού.
Δάσος του Οργωμένου,
αμπέλια του πεπρωμένου.
Μυστική τέχνη του Μάρωνα,
διάλογοι του Πλάτωνα.
Συνθέστε ελεγείες των οινοφόρων,
Μαρωνιτών αχθοφόρων.
Του Σιμωνίδη”ω ξειν αγγέλειν”
των Γραικών “ζητιανεύειν”.
Ω πλανεύτρα γη των κυνικών!
Ω ουρανίσκε των αμνήμονων οίνων.
Ω ήλιε των ώριμων τσαμπιών.
Ω μούσα των κατοπινών ονείρων.
Στον Ίσμαρο γαλουχήθηκε η γενιά μου.
Στα πόδια του ανοίξαν τα φτερά μου.
Στους λασπωμένους δρόμους,
στους ξεχασμένους κόσμους,
ίχνη άφησαν τα βήματά μου.
Πρόσφυγες έχτισαν σ’ αυτό τον τόπο,
με πόνο στερήθηκαν το νόστο
του γυρισμού στην πατρίδα,
στου Ενθύμιου την πανίδα.
Όλο στην Ανατολή τήραγαν.
Το δρόμο για τη φωλιά τους γύρευαν.
Προσκυνητές στ’ άγια χώματα πήγαν,
τη γαλήνη στον τάφο τους ηύραν.
Λασποχώρι,Τσαμουρλί!
Γενέτειρα του τσαμουρτζή.
Της γενιάς μου Αετοκορυφή,
χάνεσαι στης μνήμης τη βουή!
Εδώ δε φυτρώνουν λεμονιές
μόνον αδέσποτες γκορτσιές.
Εδώ δε ζουν εφοπλιστές
μόνο ξωμάχοι λιχνιστές.
Εδώ,το χώμα ποτίζεται απ’τον ιδρώτα μας.
Εδώ,τα σπίτια μας, ζεσταίνονται απ’τα χνώτα μας.
Εδώ,χορεύουμε τα βάσανά μας,
καρσί διηγούμαστε τα ψέματά μας.
Εδώ δεν χτίζουμε
ελπίδες με ψευτιές,
παρά μονάχα στήνουμε
λόντρες μ’άχυρα και θημωνιές.

Παζάρι των Σαπών
Μπούιουρουμ! Μπούιουρουμ! Μπούιουρουμ!
Ανά! Ανά! Σεβίγιορούμ!
Στο παζάρι των Σαπών,
αναφορά Ομηρικών επών,
πολύχρωμων φυλών,
δικέφαλων αετών,
ημισέληνων φεγγαριών,
πανσέληνων αγαπητικών.
Ζυθοπότες Σαππαίοι!
Οινοπότες Αθηναίοι!
Βρύτος στο σιτοβολώνα των Σαππών,
οίνος στους αμπελώνες των Μαρωνιτών.
Ημίφως της ουτοπίας,
σεληνόφως της απαξίας.
Αζέροι και Κατσίβελοι,
των Κυκλώπων λίβελλοι.
Αδελφοποιτοί γενίτσαροι,
γέλωτες κοντοπίθαροι,
κοπροφάγοι χρυσοκάνθαροι.
Μαζεμένοι στη γωνιά του θυμικού
στις καλαμιές της λίμνης Μητρικού,
κελαηδείστε το φόβο της χολής σας,
εκπνεύστε το άγχος της ζωής σας.
Στο παζάρι συνάντησα τον Πλούτο.
Τον εφιάλτη του Καίσαρα, Βρούτο.
Συνωμότες στα αιώνια μαγειρεία
ν’ αλλάζουν ρου στην ιστορία.
Ιστορίες πλανεμένες.
Από μύθους και μασάλια πλασμένες,
στα πεδία των νικητών σμιλεμένες,
στα καφενεία των Ακαδημιών δουλεμένες,
στα βιβλία των μαθητών αναρτημένες.
Βαρέθηκα τα “είναι” σας
τα “πρέπει” και τα “γίνε” σας.
Τα κότσαλα του μυαλού σας,
τα κισμέτ του ριζικού σας.
Αγνοώ τη λατρεία σας,
την προπατορική αμαρτία σας.
Τους ηλίθιους εγκέφαλους,
τους σοφούς υδροκέφαλους.
Τραβάτε για Μύκονο,
στης Σαντορίνης το ξέκωλο
και πείτε αλίμονο
στης νεολαίας τον Αίολο.
Οπού φυσάει ανένδοτος,
αδέσποτος και αλλόκοτος,
στα βράχια της κατρακύλας,
στα έδρανα της σαπίλας.
Σε ρωτώ αν διάβασες Μαρξ.
Μου μιλάς για κάποιον… Τσίμερμαρξ.
Σου απαντώ πως είσαι ένας βλαξ
και ο θεός σου λέγεται Μαλάκς.
Είστε ένα δήθεν κι ένα μηδέν.
Κόμμα και τελεία ίσον ουδέν.
Τα μυαλά σας το ξέρουν, μα δεν το λέν.
Στα μπαράκια τα βράδια τα μπούτια σας καίν,
στο άδειο σας σπίτι τα μάτια σας σιγοκλαίν.
Αφουγκράζομαι στων Σαπών το παζάρι,
αυτό που ο Κίσιγγερ είπε ένα φεγγάρι:
“Ένα έθνος, μία γλώσσα, μία κουλτούρα”.
Κι είχατε στα αιδοία σας μια φαγούρα!
Με τα πέη σας σκέφτεστε, γάμα και κατούρα.
Ξεν-έρωτες μούσες, συγγραφείς πεϊστές,
ανέραστες ούσες, εραστές οιηστές:
Ενώνετε τα βράδια
του μυαλού σας τα σκοτάδια
και απαγγέλετε ποίηση,
στης καρδιάς σας τη σύγχυση.
Νεόκοποι κρετίνοι,
κρυφολάγνοι Λατίνοι.
Λάδι κι ελιές απ’ τη Μάκρη.
Η λαδοσταλιά τους ματωμένο δάκρυ.
Νεκταρίνια απ’ την Κρωβύλη,
απ’ το Σουφλί μεταξωτό μαντήλι.
Όταν περνούν οι σταυραητοί
κυνηγημένοι απ’ το “θείο τραγί”,
μόνη σου θα κλαίς στο νησί,
περιμένοντας από έναν κιοτή
να σ’ ορμηνέψει,για τη ζωή.
Πανάρχαιο παζάρι των Σαπών.
Ελπίδα και νόστος πολλών γενεών.
Στους ίδιους δρόμους, στα ίδια στενά
αιώνες τώρα, η ψυχή σου δε γερνά.
Πολύγλωσσο παζάρι!
Της Ανατολής γιοματάρι.
Της Θεάς Γης παλληκάρι.
Κρύβεσαι σε γυάλινο αμπάρι,
μη σε δει το ολόγιωμο φεγγάρι,
να βαδίζεις με τα ροζιασμένα πόδια σου,
να γελάς με τα σμαλτωμένα δόντια σου.
Στις γύρω κορφές των Σαπών,
τρέχουν μορφές μαθητών.
Νάτην κι η δική μου μορφή,
γαλήνια ήρεμη και τολμηρή,
πίνει αμέριμνη κρασί.
Απ’ το φούρνο του Αντώνη κάθε πρωί,
γεύεται φρέσκο ζυμωτό ψωμί.
Κατάθεση ψυχής με τόκο
Λένε πως είμαι ποιητής.
Κάνω κατάθεση ψυχής.
Σίμο σε ποιά τράπεζα να τρέξω,
τόκους απ’ την ψυχή ν’αρμέξω;
Γκρινιάζει κι η συμβία μου
γι’ αυτή την αβλεψία μου.
που γράφω όλο ποιήματα,
χωρίς να βγάζω χρήματα.
Ξυπνάω ένα πρωί
και τρέχω στο Σαπσί.
Πάω στην Εθνική
να καταθέσω μια ψυχή.
Κύριε διευθυντή,
είμ’ απ την Αετοκορυφή.
Δεν έχω διόλου χρήματα,
ήρθα να καταθέσω ποιήματα.
Κάντε μου μια προθεσμιακή
μ’ εγγύηση Ευρωπαϊκή
Με κοιτάζει απορημένος:
«Τρελός θά ‘ναι ο καημένος!»
-Ένα ευρώ το ποίημα
είκοσι το πήδημα.
Είναι λίγα τα λεφτά,
κύριε ψευτοποιητά.
Εδώ παίρνουμε νομίσματα,
πες του θυμού σου χαιρετίσματα.
Σκέφτομαι και γώ:
Ετούτο το ναό
τον λένε Εθνική.
Δεν είν’ αυτός ο άγιος
που μ’ έστειλε η γυναίκα μου.
Δεν είναι ο πανάγαθος
που φέγγει την πατέκα μου.
Α! Το βρήκα! Θα πάω εκεί!
Είναι άγια και καλη! Πονετική!
Τη λεν αγία Αγροτική!
Θαύματα να δεις που έκανε αυτή!
Χρήματα μας έδινε
γεννήματα μας έπαιρνε!
Μ’ επιτόκιο χαμηλοοό,
να το πω κι αυτό.
Κι αν δεν κάρπιζε η γης,
τη στιγμή της πληρωμής
γίνοσαν μπαταχτσής.
Κι η καλή Αγροτική
ήταν συμπονετική:
-Την επόμενη χρονιά
θα πας ακόμα πιο καλά.
Τόκο στον τόκο θα σου βάλω,
τα φετεινά γεννήματα θα πάρω.
Τα παιδιά σου νά ‘ν’ καλά
να τρών’ αέρα και σκατά!
-Κυρία διευθυντού!
Φίλη μου συμμαθητού!
Πόσο πάει το ποίημα,
πόσο καν’ το πήδημα;
-Το ίδιο με την Εθνική
έχει κι η Αγροτική.
Μον’ που ‘δω αγαπάμε τα ποιήματα
γιατί μας βγάζουν συναισθήματα.
Είναι τζάμπα τα ποιήματα,
είν’ ακριβά τα χρήματα.
Δέ μας κόστιζε και τίποτα
να χαρίζουμε αισθήματα,
και να δημεύουμε των αγροτών τα κτήματα!
-Φίλη μου παλιά.
Τεχνοκράτισσα κυρά.
Για νά ‘χες καθαρό το κούτελο,
διάβαινες της ξενιτιάς το διάσελο!
-Είμαι ένας ποιητής,
της ζωής οδηγητής.
Ήρθα να καταθέσω την οργή μου,
να ξεσπάσει η ανίατη ψυχή μου!
Σήμερα δε βγάζω συναισθήματα
Μόν’ γράφω της μνήμης μου συνθήματα:
«Μπήκαν αντάρτες στο Σαπσί
και κάψαν την Αγροτική,
να ξεχρεώσει η αγροτιάνα μην πεινάνε τα παιδιά».


Σαππαίος πολίτης
Μπούσουλας, ο λαστιχωτός Γονατάς της γιορτινής πλατείας.
Πανηγύρι των μαγεμένων φεγγαριών της πεντηκοστής,
αποκαμωμένοι σκελετοί μιας μακροχρόνιας νηστείας,
στερεμένο γαλα των μανάδων μας, σαρακοστιανά της παιδικής μας ζωης.
Κεφάλια πασαλειμένα με αλοιφές της Ανάληψης,
θυσιασμένες καλογριές στην ιερή πηγή της ανάνηψης,
τριχωτό πληγιασμένο. Πόναγα μάνα μ’, πώς πόναγα!
Ντρέπομαν μάνα μ’ ντρέπομαν κι ολοένα σε ρώταγα:
Πότε θα γιάνουν αυτές οι πληγές στο κεφάλι,
ο Προμηθέας είμαι και μου τρώει το μυαλό το γαμψώνυχο καρτάλι;
Δε μπορω να σκεφτω ν αγαπήσω την ψυχή μου,
να φύγω μακριά, στα πέρατα της άσωστης γής μου,
να ματάρθω ταχιά που θά ‘χει αδειάσει η χαρουμενη πελατεία,
μόνος να ονειρευτώ, να ζήσω, να χαθώ στου ήλιου τη λιτανεία.
Παρέα με γύφτους, χοτζάδες, πρόσφυγες χωριανούς μου,
ν’ απλώσουμε ρούχα, κασκορσέδες και φανελάκια στα τέλια,
να γλιτώσω απ’ των μικρόψυχων χριστιανών τ’ αγιασμένα κουρέλια,
που παραδέρνουν στον ανέμο των μελανών οικτιρμών μου.
Τους ήχους της μισάνοιχτης θύρας που ερμητικά η πνοή μου κλείνει
όταν ο αέρας φυσάει απ’ τα σαπισμένα πνευμόνια των χτικιών
ν’ ακούσω, τους πετεινούς στο ρολόι της ψυχής μου να λαλούν,
να ξυπνώ όταν τα ψεύτικα βλέφαρά μου το ξημέρωμα ανοιγοκλείνει.
Πόναγα μάνα μ’. Πόναγα!
Στον ύπνο μου μάνα μ’ ξύπναγα!
Εφιάλτες βασάνιζαν τα όνειρά μου και γώ, καλούσα τους τυχαίους,
τυχάρπαστους, ζωντανούς και ώριμους κόλακες της ψυχής μου,
ν’ απαλύνουν το κλειδωμένο εφτασφράγιστο αερικό της βουλής μου,
αυτό που οι κύνες ειδωλολάτρες έγραφαν στους τοίχους με τίτλους πηχυαίους.
Μικρή ιοβόλα οχιά τιλυγμένη στα σχολικά παπούτσια της εφηβείας μου!
Λάζοι,Ψήνες,Χάτζοι,Κάψες,Πρετέντοι και Τσίμες, παράσιτα έντομα της σκέψης μου!
Όλοι εσείς μπακαλόγατοι, χτίστες που με πλίνθους πλάθετε τις απόψεις μου.
Δομημένα ομόλογα πουλημενα στο πάζαρι μιας οικονομικής διακυβέρνησης.
Καλόγριες φυτρωμένες στις ρίζες των φαιών εγκεφαλικών κυττάρων μου,
θα πάρω μια μέρα ενα πηρούνι και θα οδεύσω στο συντρουμά της γιαγιάς μου,
θα κάτσω σε μια καρέκλα, θα δεθώ με σκοινιά θα γεμίσω με κότσαλα το στόμα μου,
να ρθεί η γριά μάνα μου να ξερριζώσει τους κηροπλάστες που βυζαίνουν το πνεύμα μου.
Και γώ μόνο να μουγγρίζω άφωνα, όταν μανα μ’ θα καίς με σπίρτο τις πληγές μου!
Κι όταν τελειώσεις μάνα μ’ να λυθώ να ξεμπουκώσουν οι αεραγωγοί της πνοής μου,
να ελευθερωθούν τα πνευμόνια μου, να ματωθεί το μυαλό με αναστάσιμες ορμές.
Να φωνάξω να τσιρίξω μ’ όση δύναμη μου παρέχει η ποιητική μου αδιαφορία:
-Ουαί υμίν Γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί! Σκουπίδια πεταμένα στων Γραικών την ιστορία!

Δίπλα η διεύθυνση της ιστοσελίδας του Ε. Γιαννελάκη για να τον γνωρίσουν καλύτερα όσοι επιθυμούν:   http://vgiannelakis.wordpress.com/

Μέρος ΙΙ

Σελιδομετρητής

Web Hits


Έλα στο Ι μέρος