Σάπες: ο τόπος μας

Μέρος Β'

Γράφει ο Παράσχος Ανδρούτσος

(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "ΧΡΟΝΟΣ"...

[Μέρος Α']

  Η περιοχή της Ροδόπης, που κατελήφθη από τους Οθωμανούς κατά το διάστημα 1361-1362, έμεινε κάτω από την οθωμανική κυριαρχία μέχρι το 1912 δηλαδή για 530 χρόνια περίπου. Παρ' όλα αυτά όμως ποτέ δεν έχασε ο πληθυσμός της την ελληνική και χριστιανική ταυτότητα του χαρακτήρα του.

  Την 30 Σεπτεμβρίου 1912 (με παλαιό ημερολόγιο), η Βουλγαρία, η Σερβία και η Ελλάς απηύθυναν τελεσίγραφο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ζητώντας αυτονομία των εθνοτήτων τους καθώς και άλλες διεκδικήσεις. Η Υψηλή Πύλη απέρριψε το τελεσίγραφο και στις 4 Οκτωβρίου 1912 τους κήρυξε τον πόλεμο. Έτσι άρχισε ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος. Και ενώ τα ελληνικά στρατεύματα έκαναν αγώνα δρόμου προς την Θεσσαλονίκη, ο βουλγαρικός στρατός κατέλαβε στις 21 και 24 Οκτωβρίου τη Δράμα και την Καβάλα.

  Στις 21 Οκτωβρίου συνήφθησαν συμπλοκές μεταξύ τουρκικού και βουλγαρικού στρατού στον Εχίνο Ξάνθης οπότε οι Τούρκοι υποχώρησαν. Στο μεταξύ τα ελληνικά συμμαχικά πλοία με τους Βουλγάρους απέκλεισαν τα παράλια της Αν. Μακεδονίας και Θράκης μη επιτρέποντας στα τουρκικά πλοία να προσεγγίσουν και αποβιβάσουν δυνάμεις και στρατιωτικό υλικό. Έτσι ο Τούρκος πασάς, στρατηγός Μεχμέτ Ιαβέρ αναγκάστηκε να εκκενώσει την Δυτική Θράκη στον δρόμο όμως της υποχώρησης συνελήφθη στις 9 Νοεμβρίου 1912 έξω από το Σουφλί.

  Στο μεταξύ ο Bούλγαρος στρατηγός Κοβάτσεφ έδωσε διαταγή να προελάσουν τα στρατεύματα του προς κατάληψη της Ξάνθης στις 8 Νοεμβρίου 1912. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας το 21ο Σύνταγμα του Σεραφίμοβ προχώρησε προς την Κομοτηνή την οποία κατέλαβε στις 9 Νοεμβρίου 1912 αφού ενώθηκε και με άλλες βουλγαρικές δυνάμεις, που κατέβηκαν από το Κάρτζαλι, έτσι όλες μαζί κατευθύνθηκαν στην Αλεξανδρούπολη όπου την κατέλαβαν όπως και όλο τον σημερινό Έβρο. Στις 9-11-1912 ολοκληρώθηκε η κατάληψη της Θράκης από τους Βουλγάρους αφού είχαν συλλάβει και στο Σουφλί τον αρχηγό των τουρκικών δυνάμεων Πασά Ιαβέρ.

  Είναι αλήθεια ότι οι Έλληνες κάτοικοι της Ροδόπης και της Θράκης ολόκληρης με αισθήματα χαράς δέχθηκαν τους Βουλγάρους πιστεύοντας ότι θα τους παρείχαν αυτά που είχαν στερηθεί επί 530 χρόνια περίπου. Σε λίγες μέρες όμως έκπληκτοι διαπίστωναν καθημερινά ότι άλλα προσδοκούσαν και άλλα έβλεπαν να γίνονται.

  Μόλις επιτεύχθηκε η κατάληψη της Δυτικής Θράκης από τους Βουλγάρους άρχισε να γίνεται λόγος για ανακωχή από τους εμπολέμους με προφανή στόχο να επιδικασθούν και διανεμηθούν τα εδάφη που ήδη κατελήφθησαν από τους συμμάχους.

  Η Βουλγαρία έπρεπε να αποδείξει ότι οι περιοχές που κατέλαβε, εθνογραφικά κατοικούνταν στην συντριπτική τους πλειοψηφία από Βουλγάρους. Έτσι δοκιμάσθηκαν και υπέστησαν βασανιστήρια και τα πάνδεινα οι Έλληνες της Αν. Μακεδονίας και Θράκης. Παντού σε κάθε Έλληνα υπήρχε το δίλημμα: ή γράφεται και δηλώνει Βούλγαρος ή αντιμετωπίζει θάνατο, εξορία, φυλακή, βιασμό, ξυλοδαρμό, λεηλασίες, πυρπολήσεις κλπ.

  Τότε η Ελλάς αποφάσισε την ένοπλη σύγκρουση με την Βουλγαρία στα μέσα Ιουνίου έως 13 Ιουλίου 1913. Οι συνθήκες των Ελλήνων κατοίκων της Ροδόπης έγιναν τραγικές. Οι Βούλγαροι άλλους τους εκτόπιζαν στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, άλλους τους έριχναν στις φυλακές όπου τους βασάνιζαν. Έκλεισαν στις φυλακές της Κομοτηνής στις 16-6-1913, 27 πρόκριτους της Ξάνθης και τον Μητροπολίτη τους και 9 κατοίκους των Αβδήρων. Αυτοί απελευθερώθηκαν στις 13 Ιουλίου, δηλαδή την παραμονή της απελευθέρωσης της Κομοτηνής από τον ελληνικό στρατό.

  Στο μεταξύ οι Βούλγαροι της Ροδόπης πληροφορούμενοι την προέλαση του ελληνικού στρατού άρχισαν να αναχωρούν για την Βουλγαρία μέσω της Νυμφαίας και άλλων σημείων. Τότε συνειδητοποιούν οι Ροδοπαίοι ότι έφυγαν οι Βούλγαροι. Όλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους. Καμπάνες χτυπούν. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται, χαίρονται, γελούν, κλαίνε, χορεύουν, καταριούνται.
  Στην Κομοτηνή από την αρχή της καταλήψης της από τα βουλγαρικά στρατεύματα, στράφηκαν στην αρχή κατά όλων των μουσουλμανικών χωριών και εξολόθρευσαν τους πρόκριτους τους. Όπως δε στους Πομάκους της Ξάνθης έτσι και της Ροδόπης προέβησαν σε βίαιες και αθρόες βαπτίσεις και εξαναγκαστικές αλλαγές ονομάτων και μετατροπές των τζαμιών σε εκκλησίες. Πολλά δε χειροποίητα χαλιά των τζαμιών τα παρέδωσαν στον βασιλιά τους τον Φερδινάνδο. Μέσα στην Κομοτηνή το Εσκί Τζαμί το μετέτρεψαν σε ναό και ένα άλλο τζαμί σε αποθήκη.
  Ο πρωτοσύγκελος και αρχιμανδρίτης της Μητρόπολης Μαρωνείας ανέφερε στο Πατριαρχείο: Την 13ν Μαρτίου Βούλγαροι στρατιώτες και νοσοκόμοι εμφανίστηκαν στο τρίτο πάτωμα της Τσανακλείου Σχολής, όπου ήταν εγκατεστημένη η Μητρόπολη και άρχισαν να πετούν από τα παράθυρα στην αυλή του κτιρίου όλα τα έπιπλα, το αρχείο, τους κώδικες και τα σκεύη της Μητρόπολης. Επίσης έκλεισαν και κατέλαβαν κατόπιν τις σχολές της Κομοτηνής.
  Με την έναρξη του Β' Βαλκανικού Πολέμου, το πάθος των Βουλγάρων για εξαφάνιση κάθε ελληνικού στοιχείου και στην περιοχή της Ροδόπης εντάθηκε. Αρχικά στράφηκαν κατά των ελληνικών εκκλησιών, τις οποίες λεηλάτησαν και κατέστρεψαν. Έτσι κυριολεκτικά γύμνωσαν τις εκκλησίες του Αγίου Γεωργίου και του μητροπολιτικού ναού της Παναγίας Κομοτηνής καθώς και των χωριών Κοσμίου, Γρατινής, Σώστη, Σάλπης, Ασωμάτων, Μαρώνειας, Ιάσμου κλπ. Παράλληλα στράφηκαν και απογύμνωσαν και τα καταστήματα της Κομοτηνής αδιακρίτως αν ήταν χριστιανών ή μουσουλμάνων.
  Ακολούθως για εκφοβισμό των Ελλήνων και για πρόληψη αντιποίνων συνέλαβαν στην Κομοτηνή στις 26 Ιουνίου 17 άτομα, όπου με τρένα από την Κομοτηνή τους οδήγησαν στην Αδριανούπολη και από εκεί στο εσωτερικό της Βουλγαρίας. Τα ονόματα των 17 ήταν: 1) Αρχιμανδρίτης Νικόλαος αρχιερατικός επίτροπος, 2) Γιώργος Σήτης, τραπεζίτης, 3) Θεοχάρης Ζωΐογλου, έμπορος αποικιακών, 4) Δημήτριος Βουτιάδης, δικηγόρος, 5) Αλέξανδρος Χρηστίδης, ιατρός, 6) Περικλής Κατσανόπουλος, έμπορος καπνού, 7) Σπύρος Παρασκευά, έμπορος καπνού, 8) Διαμαντής Βογιατζόγλου, έμπορος καπνού, 9) Απόστολος Γιαγτζίδης, έμπορος οινοπνευματωδών, 10) Ιωάννης Αθανασιάδης, ιδιοκτήτης ξενοδοχείου "Ροδόπη", 11) Χριστόφορος Ποάλας, ιδιοκτήτης ξενοδοχείου "Η Κωνσταντινούπολης", 12) Γιώργος Σκουτέρης, εργάτης, 13) Νικόλαος Καραμπάσης, καπνεργάτης, 14) Ευάγγελος Κωνσταντίνου, καφεπώλης σταθμού, 15) Παναγιώτης Τσάμης, φαρμακοποιός, 16) Σοφοκλής Κομνηνός, διδάσκαλος Τσανακλείου Σχολής και 17) Συμεών Χριστοδούλου, εμπορομεσίτης.
  Στις 29 Ιουνίου οι Βούλγαροι πήγαν στην Μαρώνεια, όπου συνέλαβαν και απήγαγαν στην Κομοτηνή και από κει με το τρένο στην Αδριανούπολη και στο εσωτερικό της Βουλγαρίας τους παρακάτω 11 κατοίκους: 1) Παπά-Θωμάς ιερέας του χωριού, 2) Λάσκαρης Περβανάς, ιατρός, 3) Νέστωρ Χουρμουζιάδης, ιατρός, 4) Λεοντάρης Λεονταρίδης, έμπορος, 5) Χαράλαμπος Λεονταρίδης, έμπορος, 6) Αντώνιος Χατζηαντωνίου, έμπορος, 7) Παράσχος Μαυρουδής, έμπορος, 8) Δημήτριος Στογιάννης, έμπορος, 9) Μιλτιάδης Εμμανουήλ, καφεπώλης, 10) Φώτιος Χριστοδούλου, μουχτάρης (πρόεδρος του χωριού), και 11) καπετάν Θοδωρής Ψαράς.
  Στις 8 Ιουλίου συνέλαβαν οι Βούλγαροι και άλλους 13 κατοίκους της Μαρώνειας και τους μετέφεραν στην Κομοτηνή αλλά δεν πρόλαβαν να τους προωθήσουν γιατί τα ελληνικά στρατεύματα νικηφόρα ήδη εισέρχονταν στην Δ. Θράκη. Γι' αυτό την επομένη αναγκάσθηκαν να τους απελευθερώσουν, γιατί φρόντιζαν πλέον για την δική τους αναχώρηση και συναποκόμηση όσο το δυνατόν περισσότερα αγαθά από τα ελληνικά και τα μουσουλμανικά σπίτια και καταστήματα. Έτσι και στις 11 Ιουλίου εισόρμησαν στην Μαρώνεια και εξανάγκασαν τους κατοίκους με την απειλή της γενικής σφαγής να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να τραπούν προς το βουνό, παραμένοντας δύο εικοσιτετράωρα. Σ' όλο αυτό το διάστημα οι Βούλγαροι βρήκαν το χρόνο και ανενόχλητοι λεηλάτησαν και άρπαξαν ό,τι πολυτιμότερο βρήκαν μπροστά τους. Στο τέλος έκαψαν και πέντε σπίτια. Αλλά οι προβολείς που έριχναν προς το χωριό τα παραπλέοντα στα θρακικά παράλια ελληνικά πολεμικά πλοία τους φόβισε ότι επίκειται απόβαση και κατατρομαγμένοι αναγκάσθηκαν εσπευσμένα να αφήσουν ημιτελές το ολοκληρωτικό κάψιμο της Μαρώνειας και να φύγουν συναποκομίζοντας σε ζώα και κάρα ότι μπόρεσε ο καθένας να συγκεντρώσει, προς την Κομοτηνή και από εκεί μέσα από τις βόρειες ορεινές διαβάσεις προς το Κάρτζαλι.
  Καθώς όμως έφευγαν από την Κομοτηνή οι Βούλγαροι το βράδυ της 12ης Ιουλίου πήραν μαζί τους ως ομήρους, 11 Έλληνες από διάφορα χωριά του νομού ήτοι: Τον ιερέα του Κοσμίου, 5 μουσουλμάνους από τα Αρριανά, 4 από τον Ίασμο και 4 από την Κίρκη.
  Άλλοι πάλι Βούλγαροι το πρωί της 12ης Ιουλίου έβαλαν φωτιά στα πυρομαχικά που είχαν στον σιδηροδρομικό σταθμό της Κομοτηνής. Η έκρηξη ήταν φοβερή και οι ζημιές στα σπίτια και στα καταστήματα όχι λίγες, ενώ υπήρξε και ένα θύμα και αρκετοί τραυματίες.
  
Θέλησαν να πυρπολήσουν και ανατινάξουν και τον στρατώνα όπου είχε πολλές οβίδες, βόμβες και πυρίτιδα, οπότε οι καταστροφές στην πόλη θα ήταν φοβερές. Ευτυχώς όμως απέτυχαν στο έργο τους και έτσι γλύτωσε η πόλη. Στην οπισθοχώρηση τους φρόντισαν και επέτυχαν να πυρπολήσουν 18 πομάκικα χωριά στα βουνά της Ροδόπης, ευτυχώς οι κάτοικοι πρόλαβαν και κρύφτηκαν στο δάσος.


[Μέρος Β' - τελευταίο]

  Με την έναρξη των εχθροπραξιών του Α' Βαλκανικού Πολέμου (Οκτώβριος 1912) και ευθύς μόλις οι Βούλγαροι εισήλθαν στον Αν. Μακεδονία και προέλαυναν προς την Δυτική Θράκη, οι μουσουλμάνοι κάτοικοι των περιοχών Δράμας και Κομοτηνής θέλοντας να διασφαλίσουν τα γυναικόπαιδά τους από το ενδεχόμενο των σφαγών, βιασμών και κακοποιήσεων από μέρους των Βουλγάρων, φρόντισαν να τα στείλουν στην Αλεξανδρούπολη. Όλοι αυτοί στεγάζονταν στα μουσουλμανικά σχολεία και στο τζαμί της πόλης.

  Όταν έφθασε η πληροφορία ότι ηττήθηκε ο τουρκικός στρατός και οπισθοχωρούσε και ότι προσέγγιζε ο βουλγαρικός, τότε όλο αυτό το πλήθος των μουσουλμάνων έσπευσε να συναντήσει τον οπισθοχωρούντα από την Κομοτηνή τουρκικό στρατό για να βρει από αυτόν προστασία. Ο στρατός όμως των Τούρκων, ενδιαφερόμενος για την ίδια σωτηρία του, δεν τους έδωσε σημασία και δεν μπήκε στην Αλεξανδρούπολη αλλά κατευθύνθηκε αμέσως προς τον ποταμό Έβρο. Έτσι όλος ο μουσουλμανικός πληθυσμός έμεινε κυριολεκτικά απροστάτευτος στο έλεος και την μανία των Βουλγάρων.

  Το βράδυ της 6ης Νοεμβρίου 120 Κομιτατζήδες που ήταν πρωτοπορεία του βουλγαρικού στρατού μπήκε στην πόλη. Οι ένοπλοι αυτοί κατευθύνθηκαν στο σχολείο και το τζαμί όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι πρόσφυγες μουσουλμάνοι της Δράμας και Κομοτηνής. Από την στιγμή εκείνη άρχισε μια ανελέητη σφαγή των μουσουλμάνων και η λεηλασία της κινητής περιουσίας τους.

  Μέσα στο τζαμί αφού τους απογύμνωσαν όλους απ' ότι είχε ο καθένας μαζί του, στην συνέχεια βίασαν και κακοποίησαν τις γυναίκες και τα κορίτσια και στο τέλος ανατίναξαν με βόμβες το τζαμί, στα ερείπια του οποίου βρήκαν φρικτό και οικτρό θάνατο όλοι όσοι είχαν καταφύγει εκεί. Μάλιστα οι Βούλγαροι δεν επέτρεψαν σε κανένα να πλησιάσει κάποιον από τους ημιθανείς τραυματίες, επειδή δε, με τις βόμβες, δεν έπεσε ο μιναρές, επανήλθαν και τον κατακρήμνισαν, το δε τζαμί το μετέτρεψαν σε χριστιανικό ναό με Βούλγαρο ιερέα.

  Τότε επενέβη ο Μητροπολίτης Αλεξανδρούπολης και Αίνου Ιωακείμ και συγκέντρωσε στον περίβολο της Μητρόπολης 3.564 μουσουλμάνους και μουσουλμάνες της πόλης και των περιχώρων σώζοντάς τους από τη σφαγή και την ατίμωση. 

  Οι Βούλγαροι στην Ροδόπη όταν επέτασσαν τα εμπορεύματα από τα ελληνικά καταστήματα σε άλλους δεν έδιναν καθόλου απόδειξη και σε άλλους έδιναν ψευτοαποδείξεις, τις λεγόμενες "ράσπικα". Σε πολλές μάλιστα έγραφαν "πληρωτέα στον άλλο κόσμο" ή "ο φέρων το παρόν είναι ύποπτος συλλάβετέ τον".

  Κατά τον Β' Βαλκανικό Πόλεμο άρχισαν οι ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων στις 17 Ιουνίου 1913 στη Γευγελή πρώτα. Στις 26 Ιουνίου ο ελληνικός στόλος αποβίβασε στην Καβάλα και με ναυτικά αγήματα κατέλαβαν τη Δράμα, Σέρρες, Δοξάτο κλπ. Ταυτόχρονα την 12η Ιουλίου απόσπασμα της 8ης μεραρχίας υπό τον ταγματάρχη Μπάκα κατέλαβε την Ξάνθη. Το βράδυ της 13ης Ιουλίου όταν το έμαθαν οι Βούλγαροι της Κομοτηνής εκκένωσαν και αποσύρθηκαν από την Κομοτηνή, έτσι το 1ο τάγμα του Συντάγματος Κρητών, υπό τον λοχαγό Ρήγα, και μια πυροβολαρχία, υπό τον ίλαρχο Γ. Κατεχάκη, το πρωί ώρα 9 της 14ης Ιουλίου αφού κατέλαβαν τον Ίασμο εισήλθαν σε λίγες ώρες στην Κομοτηνή.

  Οι κάτοικοι της πόλης χριστιανοί και μουσουλμάνοι υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό τον απελευθερωτή ελληνικό στρατό με ελληνικές σημαίες με άνθη και μύρα. Η ημιλαρχία κατευθύνεται στο Διοικητήριο όπου ο Γ. Κατεχάκης εμφανίζεται στον εξώστη και λέγει: "Εν ονόματι του βασιλέως των Ελλήνων Κωνσταντίνου καταλαμβάνω την Κομοτηνή βεβαιώνοντας ότι ο πληθυσμός οιανδήποτε φυλής και θρησκεύματος θα απολαύσει τα αγαθά της ισοπολιτείας και δικαιοσύνης της ελληνικής πολιτείας".

  Σε λίγο παρουσιάσθηκαν στον Κατεχάκη εικοσαμελής επιτροπή προυχόντων και ιερωμένων μουσουλμάνων υπό τον Μουφτή και είπαν: Σας βεβαιώνουμε ότι θα είμαστε πάντα υπάκουοι στους νόμους της Ελλάδος και θέλουμε να ζήσουμε ειρηνικά με όλους τους άλλους. Σε λίγο μπήκε στην πόλη και το Σύνταγμα των Κρητών.

  Την επόμενη μέρα έγινε δοξολογία στον μητροπολιτικό ναό όπου παρευρέθηκε ο αντισυνταγματάρχης Συνανιώτης παρουσία του Μουφτή, του Αρχιραββίνου των Εβραίων, του Επισκόπου των Αρμενίων και τον Αρχιερατικού Επιτρόπου, παπά Κυπριανού, μια και τον Αρχιερατικό Επίτροπο τον είχαν απαγάγει οι Βούλγαροι ως όμηρο.

  Στην συνέχεια όλοι αυτοί μετέβησαν στο Διοικητήριο όπου ο Κρητικός λοχίας από το Ηράκλειο, Κουνελάκης, ύψωσε τη σημαία. Εκεί ο Συνανιώτης τους ενημέρωσε ότι με εντολή του βασιλέως Κωνσταντίνου θα αποδοθούν στους μουσουλμάνους όλα τα αρπαγέντα από τους Βουλγάρους τεμένη και ιερά ιδρύματα, όπως και έγινε την ίδια ημέρα στις τέσσερις το απόγευμα. Μετά την έπαρση της σημαίας ακολούθησε μια εορταστική εκδήλωση που την επισφράγισε η μικρή Αριάδνη Κυριακού με ποίημα προς την σημαία.

  Τότε ο Κομοτηναίος Τελωνίδης πρόσφερε 6.000 δρχ, οι καπνέμποροι και καπνεργάτες κατασκεύασαν χιλιάδες σιγαρέτα, τα οποία διενεμήθησαν στους στρατιώτες. Οι δεσποινίδες και κυρίες της πόλης έραψαν εκατοντάδες ασπρόρουχα μέσα σε τρεις μέρες και τα μοίρασαν στους στρατιώτες. Επιτροπή πολιτών έκαναν έρανο στην πόλη και μάζεψαν περίπου 2.000 δρχ για τις ανάγκες του στρατού.

  Τις ίδιες μέρες, δηλαδή 13 και 14 Ιουλίου πεζοναύτες αποβιβάσθηκαν από το Θωρηκτό "Ψαρά", το αντιτορπιλικό "Αετός" και από την "Σφενδόνη" και κατέλαβαν την Μάκρη, την Μαρώνεια και το Πόρτο Λάγος. Στις 17 Ιουλίου 1913 υπέγραψαν η Ελλάς, η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ρουμανία ανακωχή, υπό τον όρο κάθε εμπόλεμοι θα σταματήσουν όπου βρίσκονταν.

  Οι Βούλγαροι όμως με την υπογραφή της ανακωχής, βρήκαν την ευκαιρία και στις 20 Ιουλίου έφθασαν μέχρι έξω από την Κομοτηνή όπου τους σταμάτησε φρουρά ευζώνων. Η είδηση της εμφάνισης πάλι των Βουλγάρων έσπειρε πάλι την απόγνωση στους κατοίκους της πόλης. Τότε πολλοί κάτοικοι άρχισαν να φεύγουν προς το Πόρτο Λάγος και την Ξάνθη. Αμέσως ο αντισυνταγματάρχης Σ. Καναβατζόγλου, οργάνωσε τον Στρατό και την Πολιτοφυλακή για την φύλαξη της πόλης και ενθάρρυνε τον πληθυσμό της περιοχής να μη φοβάται τίποτε.

  Σε λίγο η Ελλάς προσήλθε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Τότε τα όπλα σιώπησαν και ανέλαβε η διπλωματία. Έτσι λοιπόν στο συνέδριο του Βουκουρεστίου βρέθηκαν όλοι οι εμπόλεμοι και από την Ελλάδα ο Ελ. Βενιζέλος. Εκεί οι Έλληνες ζήτησαν να κρατήσουν όλα τα εδάφη που κατέλαβαν της Αν. Μακεδονίας και της Θράκης, η δε Βούλγαροι ήθελαν να τα πάρουν πίσω. Έτσι στις 24 Ιουλίου μετά από πολλές διαβουλεύσεις ο Βενιζέλος δέχτηκε ως νέα σύνορα της Ελλάδος τον Νέστο ποταμό.

  Τελικά στις 28 Ιουλίου 1913 υπογράφηκε από την Ελλάδα η Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Σύμφωνα με αυτήν οριοθετική γραμμή μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας ήταν περίπου ο ποταμός Νέστος και η Θράκη θα δινόταν πάλι στους Βουλγάρους. Η Ελλάς έπρεπε σε 15 ημέρες μέχρι 31 Αυγούστου να αποσυρθεί από την υπόλοιπη Θράκη.

  Η απόφαση του Συνεδρίου του Βουκουρεστίου έπεσε στην Θράκη ως "κεραυνός εν αιθρία". Όλοι οι κάτοικοι της, χριστιανοί και μουσουλμάνοι το άκουσαν ως καταδίκη τους σε θάνατο. Σπαρακτική ακούσθηκε η κραυγή απόγνωσης "έρχονται οι Βούλγαροι". Φωνές τρόμου, πανικού και απελπισίας από παντού.

  Όλοι με δάκρυα στα μάτια παρακαλούσαν τον ελληνικό στρατό να μη τους εγκαταλείψει. Οι Θρακιώτες ξεσηκώθηκαν, έκαναν συλλαλητήρια, εξέδωσαν ψηφίσματα διαμαρτυρίας. Όλοι όμως κώφευαν. Οι κάτοικοι της Κομοτηνής, χριστιανοί και μουσουλμάνοι έστειλαν τηλεγράφημα προς τους βασιλείς της Αγγλίας, Ιταλίας, τους αυτοκράτορες της Γερμανίας, Ρωσίας και Αυστροουγγαρίας και τον Πρόεδρο της Γαλλίας, διαμαρτυρόμενοι γι' αυτή την απόφαση. Εξ ονόματος της ελληνικής κοινότητας Κομοτηνής ο παπά Κυπριανός και εξ ονόματος των μουσουλμάνων ο Μουφτής Μεχμέτ Αρίφ. 

  Μπροστά σε αυτή την παλλαϊκή Πανθρακική αναταραχή, διαμαρτυρία και εξέγερση ο Βενιζέλος προσπάθησε να τους καθησυχάσει με ψεύτικες και απατηλές υποσχέσεις ότι δήθεν σε λίγες μέρες θα επανέλθει πάλι στην Ελλάδα η Θράκη. Αυτές όμως οι διαβεβαιώσεις δεν έπεισαν κανέναν. Όλοι χριστιανοί και μουσουλμάνοι έντρομοι αλαφιασμένοι συνέρρεαν στους σιδηροδρομικούς σταθμούς και στα λιμάνια μεταφέροντας ο καθένας ότι πολύτιμο μπορούσε για να επιβιβασθεί με προορισμό την πέρα από τον Νέστο περιοχή. Μακριά από τα σπίτια τους, τα μαγαζιά και τα χωράφια τους. Έτσι μέσα σε 3 μέρες, 7-9 Αυγούστου έφθασαν στους Τοξότες από την Ξάνθη και την Κομοτηνή σιδηροδρομικός περί τους 25.000 Θρακιώτες πρόσφυγες. Από αυτούς 21.200 περίπου ήταν χριστιανοί και οι υπόλοιποι μουσουλμάνοι.

  Στις 10 Αυγούστου 1913 όλη η Θράκη έχανε για μια φορά ακόμα την ελευθερία της. Η ελληνική σημαία, υποστέλλεται μπροστά στα μάτια των λίγων Ροδοπαίων που δεν εγκαταλείψαν τις εστίες τους. 

  Όταν ξαναεπέστρεψαν οι Βούλγαροι εισέβαλαν στην Μαρώνεια, οι περισσότεροι κάτοικοι έχοντας την πικρή εμπειρία της προηγούμενης βουλγαρικής κατοχής εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, οι Βούλγαροι τότε κατέσφαξαν αυτούς που δεν μπόρεσαν να φύγουν και ήταν δέκα κάτοικοι μεταξύ των οποίων ο Μιχαήλ Καλούδης, ο Μαργαρίτης Αδάμ, ο Λουκάς Σέντας και άλλοι. Επίσης εισέβαλαν και στην Γρατινή και εφόνευσαν δύο άνδρες και μια γυναίκα, όπως και σε άλλα ελληνικά χωριά του νομού Ροδόπης καθ' όλη την επταετή κατοχή τους 1913-1919.

  Μετά από όλα αυτά άρχισαν οι προσπάθειες πρώτον για αυτονόμηση της Δυτικής Θράκης και μετά για την απελευθέρωση που ήρθε στις 14 Μαΐου 1920.

Πηγές

Θρακικός Αγώνας 1912 - 1920

Πέτρος Α. Γεωργατζής

Μέρος ΙΙ

Σελιδομετρητής

Web Hits


Έλα στο Ι μέρος