Σάπες: ο τόπος μας

Μέρος Β'

 Το ενδιαφέρον της Μητρόπολης Μαρωνείας για τους σλαβόφωνους πληθυσμούς της.

Γράφει ο Παράσχος Ανδρούτσος

 Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1856) και μάλιστα με την έκδοση του περίφημου HATT-I HUMAJUM, με το οποίο ο σουλτάνος παραχώρησε ορισμένες διοικητικές και θρησκευτικές ελευθερίες στους υπόδουλους ραγιάδες. Από τότε οι Βούλγαροι με την πλέον ενεργή και σχεδόν απροκάλυπτη συμπαράσταση της Ρωσίας, άρχισαν να ζητούν όλο πιο έντονα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο διάφορες θρησκευτικές - φυλετικές διακρίσεις.
 Έτσι κοντά στα άλλα (Επανίδρυση Πατριαρχείου Τυρνόβου και Αρχιεπισκοπής Αχρίδος), ζητούσαν όπως Βούλγαροι αρχιερείς και ιερείς αναλάβουν την διοίκηση και διαποίμανση των Μητροπόλεων. Όχι όμως μονάχα όπου αποκλειστικά μιλούσαν την βουλγαρική γλώσσα η πλειοψηφία των κατοίκων της Επαρχίας, αλλά ακόμη και στις Επαρχίες που η βουλγαρική γλώσσα αποτελούσε αμελητέα ποσότητα, καλυπτόμενη από την ελληνική όπως αυτές που ήταν όλες οι κάτω από τον Αίμο περιοχές της λεγόμενες Ανατολικής Ρωμυλίας όπως και πολλές περιοχές της σημερινής Δυτικής Θράκης και της Ροδόπης.
 Πέρα από αυτά οι Βούλγαροι ζητούσαν ακόμη να αντικατασταθεί και η ελληνική γλώσσα στην λατρεία με την βουλγαρική. Όλα αυτά βέβαια απέβλεπαν στην δημιουργία με την βία βουλγαρικής εθνικής εκκλησίας η οποία όμως δεν αποσκοπούσε μόνο στην αντικατάσταση των Ελλήνων μητροπολιτών αλλά και στην βαθμιαία υποκατάσταση αυτού του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την Βουλγαρική Εξαρχία μέσα σε ολόκληρο το χώρο της Βαλκανικής.
 Το Οικουμενικό Πατριαρχείο όπως ήταν φυσικό, δεν δέχθηκε να ικανοποιήσει τα παράλογα αιτήματα και απέρριψε τις αξιώσεις των Βουλγάρων, γιατί αυτές ανέτρεπαν τις "κανονικές" βάσεις της διοίκησης της εκκλησίας και εισήγαγαν τον φυλετισμό. Προσπάθησε δε να πιέσει τους Βουλγάρους να προσέλθουν για να συζητηθούν ειρηνικά και αδελφικά τα προβαλλόμενα αιτήματα.
 Οι Βούλγαροι όμως έχοντας και από πίσω τους την Ρωσία αντί να προσέλθουν στις συζητήσεις σύστησαν κατά περιοχές Κομιτάτα και "Κοινότητες" που απέβλεπαν στην εκούσια ή και βίαιη μεταστροφή του φρονήματος του λαού υπέρ των απόψεων των βουλγαριστών ώστε να πεισθεί η οθωμανική κυβέρνηση αλλά και η διεθνής διπλωματία ότι καταδυναστεύονται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο όπως και από τους Μητροπολίτες. Έτσι οι βουλγαρίζοντες δεν δίστασαν να κηρύττουν πόλεμο νεύρων και προκλήσεων σε βάρος των Ελλήνων αρχιερέων και λοιπών κληρικών.
Οι Έλληνες Μητροπολίτες Μαρωνείας και λοιποί κληρικοί ή λαϊκοί κατά καιρούς με αναφορές και καταγγελίες, προς τις κατά τόπους οθωμανικές αρχές, προσπαθούσαν να αντιδράσουν στις μεθόδους των Βουλγάρων, ελπίζοντας ότι θα έβρισκαν προστασία, απονομή δικαιοσύνης και τιμωρία των ενόχων. Οι Οθωμανοί όμως Μουτεσαρίφηδες, Καϊμακάμηδες και λοιποί αστυνομικοί υπάλληλοι, κατ' εντολή ασφαλώς της Υψηλής Πύλης, εκώφευαν στις Εκκλησίες και στα παράπονα των Ελλήνων. Μάταια οι Έλληνες αρχιερείς πρόβαλαν δικαιώματα αυτών κατοχυρωμένα και επικυρωμένα με "υψηλά φιρμάνια". Οι Βούλγαροι βλέποντας αυτή την αδιαφορία των Οθωμανών αποθρασύνονταν ακόμη περισσότερο και προέβαιναν σε εκφοβισμούς κληρικών προσκείμενων στο Πατριαρχείο. 
 Το 1860 ο Βούλγαρος μητροπολίτης Ιλαρίων ανακηρύχθηκε "Αρχηγός της Εθνικής Βουλγαρικής Εκκλησίας". Τότε Εκκλησιαστική Επιτροπή που αποτελείτο από Βουλγάρους Μητροπολίτες εκδίδει μια εγκύκλιο απευθυνόμενη στους απανταχού Βουλγάρους και σλαβόφωνους της Βουλγαρίας, της Μακεδονίας και της Θράκης, με την οποία ανακοινώνει την απελευθέρωση του βουλγαρικού λαού "από του αλλοεθνούς γραικικού κλήρου, όστις ουδέποτε έτρεφε φιλικά αισθήματα προς αυτούς".
 Έτσι στις 28-2-1870 εκδίδεται σουλτανικό φιρμάνι με 11 άρθρα με το οποίο τελικά, οι ευσεβείς πόθοι των Βουλγάρων για ανεξάρτητη βουλγάρικη εκκλησία γίνονται πραγματικότητα. Ο Μέγας Βεζύρης Μαχμούτ Πασάς ανακοινώνει στον Πατριάρχη ότι το σουλτανικό φιρμάνι θα εφαρμοσθεί καθ' ολοκληρίαν με εξαίρεση δέκα επαρχίες οι οποίες θα μοιρασθούν μεταξύ του Πατριαρχείου και της Εξαρχίας. Μια από τις μητροπόλεις ήταν και αυτή της Μαρωνείας.
 Σε λίγο βλέπουμε την Υψηλή Πύλη, να δίνει εντολή στους Βουλγάρους να εκλέξουν Έξαρχο για την Βουλγαρική Εξαρχική Εκκλησία. Στις 15-2-1872 εκλέγεται τελικά Έξαρχος ο Βιδύνης Άνθιμος και στις 3-4-1872 αναγνωρίζεται επίσημα από την Πύλη, (την 10-5-1953 μετονομάσθηκε σε Πατριαρχείο Βουλγαρίας). Στα τέλη Ιουνίου ο Έξαρχος επισκέπτεται τον Μεγάλο Βεζύρη, προκειμένου να διευθετηθεί το θέμα της προσάρτησης των μικτών επαρχιών της Μακεδονίας και της Νότιας Θράκης, όπου ανήκει και η Μητρόπολη Μαρωνείας, στην Εξαρχία, βάσει του 10ου άρθρου του φιρμανίου, καθώς οι Βούλγαροι που μένουν σε αυτές τις περιοχές "στερούμενοι πάσης προστασίας, καταδιώκονται εν γένει παρά των Γραικών Αρχιερέων". Η απάντηση του Μαχμούτ πασά συστήνει στον Έξαρχο να κάνει υπομονή γιατί το συγκεκριμένο ζήτημα προς το παρόν είναι δυνατόν να δημιουργήσει πολλά προβλήματα. Αυτό προκαλεί δυσαρέσκεια στους κύκλους των Βουλγάρων, καθώς υποστηρίζουν ότι το 10ο άρθρο του φιρμανίου κινδυνεύει να παραμένει κενό γράμμα και μαζί με αυτό οι ψυχές χιλιάδων Βουλγάρων κινδυνεύουν να χαθούν, αφού δεν μπορούν να ενωθούν με την Εξαρχία τους.
 Το θρησκευτικό Σχίσμα του 1872, είναι το πρώτο βασικό βήμα, για να διεκδικήσει το βουλγαρικό στοιχείο, την γεωγραφική του διεύρυνση σε Μακεδονία και Θράκη στο πλαίσιο διεκδίκησης εθνικού χώρου και αποτελεί την αιτία για την έναρξη μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων του ένοπλου Μακεδονικού Αγώνα στις αρχές του επόμενου αιώνα.
 Η ελληνική κυβέρνηση βλέποντας αυτές τις δόλιες κινήσεις των Βουλγάρων που προσπαθούσαν να επιβάλουν τον παμβουλγαρισμό και την Εξαρχία είτε με την βία είτε με τα λόγια τους χριστιανικούς πληθυσμούς της σκλαβωμένης Ελλάδας έστειλε το 1868 μέσω της ελληνικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη τον υποπρόξενο του Πύργου Νικόλαο Χατζόπουλο στην περιοχή δικαιοδοσίας της Μητρόπολης Μαρωνείας για να τους ενημερώσει για την κατάσταση που επικρατούσε εκεί.
 Αυτός αφού επισκέφθηκε όλους τους οικισμούς έστειλε έκθεση αναφορά στην πρεσβεία όπου τους ανέφερε ότι, κανένα από τα σλαβόφωνα χωριά του σημερινού νομού Ροδόπης δεν έχει προσχωρήσει στην Εξαρχία. Αυτά εκτός από 100 οικογένειες σλαβόφωνων που ζούσαν τότε στην Κομοτηνή ήταν το Κίζαρι, το Μοναστήρι, τα Ποντίκια, το Ιάσιο, το Λοφάριο, η Καρυδιά, η Πάνδροσος, η Μεσσούνη, το Φατήρ Γιακά, το Κιρ-Τσιφλίκ, ο Έβρενος, η Πελαγία, η Αμβροσία, οι Προσκυνητές, η Ξυλαγανή, η Στρύμη, η Διώνη, η Κρωβύλη, τα Παγούρια και οι Ασκητές. Σε ορισμένα όμως σλαβόφωνα χωριά του σημερινού νοτίου Έβρου που ανήκαν τότε στην Μητρόπολη Μαρωνείας είχε αρχίσει σιγά - σιγά να μπαίνει το "σκουλήκι" της Εξαρχίας.
 Το 1871 πάλι σε βιβλίο που εκδόθηκε από τον ιατρό της Μαρώνειας Μ. Μελίρρυτο μας ενημερώνει για την ιστορική και γεωγραφική από εκκλησιαστική άποψη της Επαρχίας Μαρώνειας. Στο πόνημά του αυτό γράφει ότι στα χωριά που κατοικούνταν από σλαβόφωνους εκείνα τα χρόνια γινόταν προπαγάνδα σε αυτά από ορισμένους βουλγαρίζοντες που σκοπό είχαν να αποσκιρτήσουν από την Μητέρα Εκκλησία και να ενωθούν με τον Πάπα, οι λεγόμενοι Ουνίται.
 Όλοι αυτοί όμως περιφρονήθηκαν από τους σλαβόφωνους χριστιανούς γιατί όλα τα χωριά που υπήρχαν στην Επαρχία της Μητρόπολης Μαρώνειας ήταν φιλικά προσκείμενα προς τους Έλληνες, διάβαζαν και έγραφαν ελληνικά στις εκκλησίες, στα σχολεία και στις δοσοληψίες τους με τους άλλους ανθρώπους. Ο δε μητροπολίτης προστάτευε και βοηθούσε με χρηματικές συνδρομές την λειτουργία των σχολείων τους.
 Το 1905 πάλι η ελληνική κυβέρνηση έστειλε στον σημερινό νομό Ροδόπης της Επαρχίας της Μητρόπολης Μαρωνείας τον επιθεωρητή των ελληνικών σχολείων της Μακεδονίας Δ.Μ. Σάρρο για να τους αναφέρει για την κατάσταση που επικρατούσε στις περιοχές που ζούσαν σλαβόφωνοι. Αυτός αφού επισκέφθηκε την περιοχή ανέφερε στην ελληνική κυβέρνηση ότι: Στην Κομοτηνή δεν ζει καμία βουλγαρική οικογένεια παρά μόνο 340 άτομα που δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι, από αυτούς δε περί τα 20 άτομα έχουν παντρευτεί με Ελληνίδες. Μάλιστα επειδή εκείνο τον καιρό θα γινόταν απογραφή από την Οθωμανική κυβέρνηση πολλοί από τους Βουλγάρους είχαν φέρει τις οικογένειες τους για να απογραφούν στην Κομοτηνή και να αποτελέσουν αναγνωρισμένη κοινότητα ζητώντας βέβαια και να υπαχθούν στην βουλγαρική Εξαρχία.
 Κάθε Κυριακή δε περί τους 200 Βουλγάρους μαζεύονται σε ένα σπίτι το οποίο χρησιμοποιούν από το 1901 σαν εκκλησία, αυτή η εκκλησία λειτουργεί χωρίς άδεια με την ανοχή της οθωμανικής κυβέρνησης, ο δε Βούλγαρος Εξαρχικός αρχιμανδρίτης Διονύσιος είναι ένας πανούργος και δραστήριος ερχόμενος από την Αλεξανδρούπολη σε αντικατάστασή του από 12ετίας προκατόχου του. Ο Μητροπολίτης Μαρωνείας μου διάβασε ένα έγγραφο που έστειλε στον Βαλή (διοικητή της περιοχής) καταγγέλλοντάς τους για την παράνομη εκκλησία που λειτουργούν, αλλά δυστυχώς ο Βαλής Αδριανουπόλεως που ανήκει η Κομοτηνή, έχει πολλά κτήματα στην Αν. Ρωμυλία απ' όπου κατάγεται και υποστηρίζει τους Βουλγάρους.
 Για τα σλαβόφωνα χωριά της εγκαταλειμμένης Επαρχίας Μαρώνειας έλαβε από τον μητροπολίτη και από πολλούς άλλους τις εξής πληροφορίες: Τα χωριά αυτά είναι σλαβόφωνα αλλά ελληνοφρονούντα και υπό την σκέπη της Μητρός Εκκλησίας όπως η Κρωβύλη, η Αμβροσία και ο Βαθυρρύαξ, αυτά τα χωριά τα γυροφέρνει ένας Εξαρχικός Βούλγαρος ιερέας με σκοπό τον προσηλυτισμό τους στην Εξαρχία.
 Προ 12 ετών περίπου απεσπάσθηκαν από την Μητέρα Εκκλησία και εντάχθηκαν στην Εξαρχία οι Προσκυνητές και η Ξυλαγανή. Θα προσπαθήσουμε όμως να τα επαναφέρουμε πάλι πίσω. Ανήσυχη η ελληνική κυβέρνηση για την κινητικότητα των Παμβουλγαριστών και της Εξαρχίας στην περιοχή μας στέλνει μέσω του ελληνικού προξενείου της Αδριανούπολης το 1907 τον καθηγητή του Γυμνασίου Αδριανουπόλεως Χ. Σκαλισιάνο να επισκεφθεί και αυτός την Κομοτηνή και τους σλαβόφωνους οικισμούς του σημερινού νομού Ροδόπης, επιστρέφοντας αυτός ανέφερε γραπτώς στο ελληνικό Προξενείο: Στην Κομοτηνή άρχισε να δημιουργείται μια μικρή βουλγαρική συνοικία στην Ελληνικότατη συνοικία του Αγίου Γεωργίου. Την συνοικία αυτή την εποφθαλμιούν με τις κινήσεις τους αυτές οι Εξαρχικοί Βούλγαροι με μεγάλη επιμονή. Μάλιστα εκείνη την εποχή είχε κτιστεί το νέο κτίριο σχολείο τον ευεργέτη Ν. Τσανακλή στο οποίο θα μεταφερόταν οι μαθητές του σχολείου της συνοικίας του Αγίου Γεωργίου και υπήρχε ο κίνδυνος να καταλάμβαναν αυτό το σχολείο οι Βούλγαροι Εξαρχικοί.
 Για το σλαβόφωνο χωριό της Αμβροσίας μας ενημερώνει ότι είναι υπό την σκέπη της Μητρός Εκκλησίας και φέτος για πρώτη φορά ιδρύθηκε ελληνικό σχολείο. Οι σλαβόφωνοι κάτοικοι της Επαρχίας της Μητρόπολης Μαρωνείας δεν είχαν καμία εθνική συναίσθηση και θα μπορούσε το ελληνικό κράτος να διαπλάσει τον εθνικό τους χαρακτήρα με τους κατάλληλους χειρισμούς μέσω ίσως των διδασκάλων ιδρύοντας έκτοτε ελληνικά σχολεία στα σλαβόφωνα χωριά της Μητρόπολης.
 Τότε διαπιστώθηκε ότι ενώ οι Βούλγαροι δεν έδιναν καμία αξία για τα σλαβόφωνα αυτά χωριά, μόλις ιδρύθηκε ελληνικά σχολεία άρχισαν να κατηγορούν τους Έλληνες, με κάθε ευκαιρία. Όταν δε επισκεπτότανε Βούλγαροι τα σλαβόφωνα χωριά όπου είχαν ιδρυθεί ελληνικά σχολεία τους έλεγαν ότι η ελληνική γλώσσα που μαθαίνουν είναι άχρηστη και δύσκολη γι' αυτούς και πάντα παίνευαν την Βουλγαρία και την Εξαρχία.
 Βούλγαροι μυημένοι στο Βουλγαρικό Κομιτάτο, είχαν αρχίσει να τριγυρνούν στην ύπαιθρο της Ροδόπης στα σλαβόφωνα χωριά που χρησιμοποιούνταν σαν απόστολοι του Βουλγαρισμού, ενισχύοντας και φανατίζοντας τους ολίγους Εξαρχικούς, άρχισαν δε να προσπαθούν να διεισδύουν και στους σλαβόφωνους που ήταν από την σκέπη της Μητρός Εκκλησίας που ήταν η πλειονότητα.
 Για τον οικισμό της Αμβροσίας μας ενημερώνει ο ανωτέρω καθηγητής ότι απ' ότι κατάλαβε ήδη είχε αρχίσει να μπαίνει το "σκουλήκι" της Εξαρχίας και του εκβουλγαρισμού σε ορισμένους κατοίκους του χωριού. Για να μπουν υπό την σκέπη της Εξαρχίας δεν τολμούσαν ακόμη να τους μιλήσουν οι Παμβουλγαριστές γιατί οι χωρικοί αυτοί ενώ δεν έχουν εκκλησία μένουν πιστοί στην Μητέρα Εκκλησία. Για την σλαβόφωνη Μεσσούνη μας ενημερώνει ότι ανήκει στην Μητέρα Εκκλησία όπως και οι κάτοικοι του Τσιφλικίου Κιρσάλτζα και του Βαθυρρύακος.
 Από την σλαβόφωνη Κρωβύλη 11 Εξαρχικοί κάτοικοι από το χωριό αυτό υπέβαλλαν αναφορά στην διοίκηση, στην οποία δηλώνουν ότι εκπροσωπούν όλους τους χωρικούς και ότι αναγνωρίζουν μόνο την Εξαρχία. Με επέμβαση τότε της Μητρόπολης, Μαρωνείας και φοβούμενοι τιμωρία εκ μέρους των αρχών, αποσοβήθηκε ο κίνδυνος. Οι Εξαρχικοί αυτοί όμως δεν σταμάτησαν να εργάζονται δραστήρια προεξαρχόντων του αιρετού δημογέροντα του χωριού Γεωργίου Δεσλή και του καφεπώλη Πέτκου Παπανικολάου, ο οποίος έψαλλε μια φορά σλάβικα στην εκκλησία του χωριού. Το δε καφενείο του είναι φυτώριο Κομιτατζήδων. Γι' αυτό καλό είναι να ληφθούν δραστήρια μέτρα κατά των δύο αυτών σλαβόφωνων.

Πηγές
Πέτρος Γεωργατζής - Προξενικά Αρχεία Θράκης
Έντυπο Μελίρρυτου
Έκθεση Υποπροξένου Πύργου Ν. Χατζόπουλου
Ειρήνη Παπαγιάννη - Η εικόνα του Βουλγαρικού Σχίσματος μέσα από τις ελληνόφωνες
και βουλγαρόφωνες πηγές 1870-1872
Έκθεση Επιθεωρητή Μακεδονίας Δ.Μ. Σάρρου
Έκθεση καθηγητή Γυμνασίου Αδριανουπόλεως
Χ. Σκαλισιάνου
Έκθεση Υποπρόξενου Αλεξανδρούπολης
Ίωνα Δραγούμη
Αντώνιος Ρωσίδης -
Ο αντιβουλγαρικός αγώνας στη Ροδόπη
Hristo Karamanjukov -
"Οι Δυτικοί Θρακικοί Βούλγαροι στο πολιτιστικό και ιστορικό παρελθόν τους" Σόφια 1934
Πέτρος Γεωργατζής - Εθνικοί και Εκκλησιαστικοί Αγώνες των Ελλήνων της Ροδόπης

Μέρος ΙΙ

Σελιδομετρητής

Web Hits


Έλα στο Ι μέρος