Σάπες: ο τόπος μας

Μέρος Β'

Ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας και η στάση του έναντι της Μακεδονίας (1879-1906)  (του Σπυρίδωνα Σφέτα).



 Η ίδρυση της Ανατολικής Ρωμυλίας ως ημιαυτόνομης ηγεμονίας οφειλόταν σε πολίτικους λόγους, άμεσα συνδεδεμένους με την αγγλική και την αυστριακή πολιτική.  Η περιοχή αυτή όφειλε να αποτελέσει μία «ουδέτερη ζώνη, ένα ανάχωμα» στις προσπάθειες της Ρωσίας να διεισδύσει περαιτέρω στα Βαλκάνια και να καταλάβει τα Στενά.
  Από την Ανατολική Ρωμυλία διερχόταν η σιδηροδρομική γραμμή Κωνσταντινούπολης-Μπέλοβο, με μία διακλάδωση μέχρι την Αδριανούπολη και με μία άλλη μέχρι την πόλη Γιάμπολ μέσω του Τύρνοβο-Σεϋμέν και της Νόβα Ζαγκόρα.   Οι σιδηροδρομικές αυτές γραμμές αποτελούσαν ιδιοκτησία της Εταιρείας Ανατολικών Σιδηροδρόμων, ενός επιχειρηματικού ομίλου που ανήκε στον Εβραίο βαρώνο Χιρς από τη Βιέννη. Σκοπός των Αυστριακών ήταν η άμεση σύνδεση της Κωνσταντινούπολης με τη Βιέννη και έτσι η περιοχή της Ανατολικής Ρωμυλίας συγκέντρωνε το ενδιαφέρον τους. 
   Η πολυεθνικότητα της περιοχής, που κατοικούνταν από Βουλγάρους, Έλληνες, Πομάκους, Αρμενίους, Εβραίους και άλλους λαούς, παρείχε την ευκαιρία εκμετάλλευσης εθνοτικών διενέξεων για άσκηση επιρροής.
 Έτσι, η Αυστρία και η Αγγλία ευνοούσαν το ελληνικό και το μουσουλμανικό στοιχείο, ενώ η Ρωσία τους Βουλγάρους. 
  Ο συνταγματικός χάρτης της Ανατολικής Ρωμυλίας, ο Οργανικός Κανονισμός, τον οποίο επεξεργάστηκε μία ευρωπαϊκή επιτροπή, προέβλεπε την ισοτιμία των γηγενών της κατοίκων, της βουλγαρικής πλειοψηφίας και των «μειονονηφιών», κατοχύρωνε τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα των πολιτών, τη θρησκευτική και εκπαιδευτική αυτονομία των κοινοτήτων και αναγνώριζε την ισοτιμία της βουλγαρικής, τουρκικής και ελληνικής γλώσσας στις διοικητικές και δικαστικές Αρχές.
  Η εκτελεστική εξουσία ασκούνταν από τον Γενικό Διοικητή και το εξαμελές Διευθυντήριο, ένα είδος υπουργικού συμβουλίου, η νομοθετική από την Τοπαρχική Συνέλευση, δηλαδή τη βουλή, και τη Διαρκή Επιτροπή, ένα είδος γερουσίας.
 Δικαίωμα ψήφου είχαν οι άρρενες άνω των 21 ετών, αλλά με κριτήριο την περιουσία και την παιδεία τους. 
  Η Τοπαρχιακή Συνέλευση αποτελούνταν από 56 βουλευτές:  36 εκλέγονταν με άμεση ψηφοφορία,
10 διορίζονταν από τον ηγεμόνα και άλλοι 10 αποκτούσαν την ιδιότητα του βουλευτή τιμητικά .
  Καθώς το σύνταγμα της Ανατολικής Ρωμυλίας ήταν φιλελεύθερο, η πολυεθνική και πολυπολιτισμική αυτή τοποθεσία θα μπορούσε να αποτελέσει χαρακτηριστικό παράδειγμα αρμονικής συμβίωσης.
Αλλά τον 19ο αιώνα η προοπτική αυτή δεν υφίστατο.
Η ύπαρξη ενός γειτονικού βουλγαρικού κράτους και η πρόσληψη των αποφάσεων του Συνεδρίου του Βερολίνου από τη βουλγαρική πολιτική ελίτ της βουλγαρικής ηγεμονίας και της Ανατολικής Ρωμυλίας ως μίας «ιστορικής αδικίας», καθιστούσαν για τους Βουλγάρους επιτακτική ανάγκη τον πλήρη εκβουλγαρισμό της περιοχής, με άμεσο στόχο την ένωσή της με τη Βουλγαρία. Αριθμητικά οι Βούλγαροι αποτελούσαν την πλειοψηφία, οι Έλληνες συγκροτούσαν μία δυναμική μειοψηφία με οικονομική και πολιτισμική εμβέλεια ενώ οι Τούρκοι -αν και αριθμητικά περισσότεροι των Ελλήνων- δεν διέθεταν ισχυρές πολιτικές προσωπικότητες, ώστε να επιτευχθεί ένας αποτελεσματικός συντονισμός των ενεργειών τους με τους Έλληνες κατά των βουλγαρικών βλέψεων.
 Σύμφωνα με στατιστική που συνέταξαν οι Ρώσοι το 1879, στην Ανατολική Ρωμυλία η πληθυσμιακή σύνθεση είχε ως εξής:
Βούλγαροι 537.231, 
Τούρκοι 174.759,
 Έλληνες 42.516, 
Αθίγγανοι 19.524, 
Εβραίοι 4.177, 
Αρμένιοι 1.306. 
Σύνολο 815.513 άτομα . 

Οι θρακικοί σύλλογοι αμφισβήτησαν τα δεδομένα της εν λόγω στατιστικής αναφορικά με τον αριθμό των Ελλήνων, ο οποίος κατά τους υπολογισμούς τους ανερχόταν σε 60.000 ψυχές .
 Ασφαλή δεδομένα δεν υπήρχαν για την Ανατολική Ρωμυλία.
Όπως και για τη Μακεδονία, διεξαγόταν ο πόλεμος της χαρτογραφίας και των στατιστικών.
 Κατά την αυστριακή στατιστική, οι Έλληνες ανέρχονταν σε 48.000 άτομα, κατά την αγγλική σε 53.000, κατά τη βουλγαρική σε 42.000, κατά τα δεδομένα της μητρόπολης Φιλιππουπόλεως σε 63.000, κατά την ελληνική κυβέρνηση σε 130.000.
Αν ως κριτήριο θεωρηθεί όχι μόνο η γλώσσα (αναμφίβολα υπήρχαν γλωσσικά εξελληνισμένοι Βούλγαροι και Γκαγκαούζοι) αλλά κυρίως η συνείδηση και η «εθνικοποίηση» της διάκρισης Εξαρχικός (Βούλγαρος) και Πατριαρχικός (Ελληνας), ο ελληνισμός δεν ξεπερνούσε τις 70.000-80.000 ψυχές και συνιστούσε μία αριθμητική μειονοψηφία που, μαζί με τους Τούρκους, αποτελούσε το 1/3 περίπου του συνολικού πληθυσμού του τόπου.
Ιδιαίτερα έντονη ήταν η παρουσία του στη Φιλιππούπολη (5.500 άτομα), στην Αγχίαλο (6.000 άτομα), στον Πύργο, στη Στενήμαχο (10.000 άτομα), στο Καβακλή (6.000 άτομα στην κωμόπολη και 11.848 άτομα στην επαρχία Καβακλή, δηλαδή στα χωριά Καρυές, Σιναπλή, Μέγα Μοναστήρι, Μικρό Μοναστήρι, Δογάνογλου, Τσικούρκοϊ), στη Μεσημβρία και στη Βάρνα (που δεν συμπεριλαμβανόταν, ωστόσο, στη διοικητική διαίρεση της Ανατολικής Ρωμυλίας) .
   Ο αστικός πληθυσμός ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο, την αλιεία, την παραγωγή αλατιού στις αλυκές, τη βιοτεχνία και γενικά τα ελεύθερα επαγγέλματα ενώ οι αγρότες με την αμπελουργία, την καπνοπαραγωγή και τη σηροτροφία .
Καθώς η ορθόδοξη χριστιανική βαλκανική αλληλεγγύη είχε πλέον απολέσει τη σημασία της και οι εθνοτικές συγκρούσεις ήταν αναπόφευκτες, το φλέγον ζήτημα για τον ελληνισμό δεν ήταν η διάδοση της πνευματικής του ακτινοβολίας στους αλλογλώσσους, αλλά η επιβίωσή του και η διατήρηση της ταυτότητάς του.
  Ο υποπρόξενος Φιλιππουπόλεως Αθανάσιος Ματάλας, παρόλο που προδιέγραψε ζοφερό το μέλλον του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας, επεσήμανε ωστόσο την ανάγκη να αποτελέσει ένα αντιστάθμισμα έναντι των Βουλγάρων στη Μακεδονία.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν καμιά αμφιβολία ότι ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας θα απορροφούνταν από τον βουλγαρικό όγκο, αλλά εκτιμούσαν ότι η διαδικασία αφομοίωσης έπρεπε να δυσχεραίνεται και να χρησιμεύει ως διαπραγματευτικό όπλο της Ελλάδας για την επίτευξη μιας ελληνοβουλγαρικής συμφωνίας για κατανομή της Μακεδονίας σε ζώνες επιρροής.

 Ο Δημήτριος Αργυριάδης, βουλευτής Καβακλή μετά τις εκλογές του 1881, σε έκθεσή του (2/15 Νοεμβρίου 1882) προς τον γενικό πρόξενο Φιλιππουπόλεως, Αρίστο Δρακόπουλο, 
επεσήμανε ότι ο ελληνισμός της Ανατολικής Ρωμυλίας ήταν στην ουσία ο θρακικός ελληνισμός.
 Αν η Ελλάδα διεκδικούσε την Κωνσταντινούπολη, έπρεπε να έχει και μία ενδοχώρα και για τον λόγο αυτόν, όφειλε να δείξει το έμπρακτο ενδιαφέρον της, ενισχύοντας οικονομικά τις ελληνικές κοινότητες της Ανατολικής Ρωμυλίας.
«Οι εν Ανατολική Ρωμυλία Έλληνες, θεωρούντες εαυτούς ως αναπόσπαστα μέλη της μεγάλης οικογένειας, μεθ' όλην την ασθένειαν των εαυτών δυνάμεων αγωνίζονται μεν ίνα διατηρήσουν την ατομικότητα του εθνισμού αυτών παλαίοντες κατά της απορροφητικής ορμής τον βουλγαρισμού, όστις πολεμεί αυτούς φυλετικώς, πολιτικώς, κοινωνικώς και εμπορικώς, αλλ’ οι αγώνες αυτών οσημέραι χαλαρούνται, αι δυνάμεις αυτών εκλείπουν, διότι ουδείς ορέγει αυτοίς βοηθόν χείρα. 
Η σκληρά αύτη εγκατάλειψις είναι πολύ επιζημιωτέρα των δεινών προσβολών του σλαβισμού, διότι εξ αυτών μεν παράγεται ενίοτε παρά τοις Έλλησι το αίσθημα πείσμονος εγκαρτερήσεως,           αλλ’ εκ της εγκαταλείψεως, εκ της απαρνήσεως αδελφών προς αδελφούς γεννώνται η απελπισία, η πτώσις, η καταστροφή, εάν δε η εγκατάλειψις :ντη εξακολουθήσει επίμικρόν είναι ζήτημα εάν ο ενταύθα ελληνισμός θα δυνηθή να διαφύγει την δύναμιν της έλξεως του βουλγαρικού όγκου. Ένεκα της απελπιστικής ταύτης θέσεως και αυτοί οι γενναιότεροι πατριώται ήρξαντο κλονιζόμενοι εν ταις πεποιθήσεσι αυτών περί αισιωτέρου εθνικού μέλλοντος, πάντα δε τα κοινά ενταύθα πράγματα ευρίσκονται εις χαλάρωσιν και εμποιούσιν ιπογοήτευσιν και εν ταις περιφερείαις, εν αις το ελληνικόν στοιχείον φαίνεται πωσδήποτε επικρατούν... Απέναντι τοιαύτης καταστάσεως... ύηριστόν καθήκον επιβάλλεται παντί φιλοπά- τριδι, ίνα ενεργήσει προς άρσιν ή τουλάχιστον προς περιορισμόν των παραγόντων αυτών αιτίων. Προ παντός όμως άλλου... θέλει συντελεσθεί η εντολή αντη υπό των τεταγμένων να ενεργώσιν υπέρ της προόδου του καθόλου ελληνισμού και ιδία υπό της Σεβαστής Κυβερνήσεως της αυτού Μεγαλειότητος, ην απολύτως ενταύθα εκ¬προσωπείτε. Εάν η Κυβέρνησις του Βασιλέως ευδοκήση, ίνα επέλθη αντιλήπτωρ των ενταύθα Ελλήνων, και συν τη ηθική αυτής αρωγή να χορηγήση υπέρ των εθνικών αυτών αναγκών και υλικήν τινά συνδρομήν, ουχί οίαν χορηγεί υπέρ των Βουλγάρων, ει και παντοδυνάμων όντων ενταύθα και μηδενός στερούμενων, η Ρωσσική κυβέρνησις, ή η Αυστριακή υπέρ της καθολικής προπαγάνδας, αλλά μικράν, αλλ’ ελαχίστην ως επί παραδείγματι ουχί ανωτέραν των τριάκοντα χιλιάδων δραχμών ετησίως, διανεμομένην διά του ενταύθα Γενικού Βασιλικού Προξενείου, καταφανή γενήσονται τα εκ της υλικής και ηθικής συνδρομής σωτήρια αποτελέσματα...».

Το ελληνικό κράτος δεν υπήρξε αδιάφορο απέναντι στις ελληνικές κοινότητες της Ανατολικής Ρωμυλίας και έστελνε χρηματική βοήθεια, αλλά όχι σε τακτά χρονικά διαστήματα. Δεν έλλειπαν όμως οι διενέξεις ανάμεσα στις κοινότητες, στον μητροπολίτη και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο για τον δικαιούχο αποδέκτη της επιχορήγησης.
Σε κάθε περίπτωση, οι ελληνικοί ιθύνοντες κύκλοι είχαν επίγνωση του γεγονότος ότι η οικονομική συνδρομή απλά θα παρέτεινε τον χρόνο επιβίωσης του ντόπιου ελληνισμού. Ωστόσο, στα σχολικά εγχειρίδια της Ελλάδας γινόταν αναφορά στην Ανατολική Ρωμυλία.
 Κατά τη διάρκεια του αυτόνομου πολιτικού βίου της Ανατολικής Ρωμυλίας (1879-1885), οι Γενικοί Διοικητές, οι βουλγαρικής καταγωγής Αλέκος Βογορίδης 11879-1884) και Γαβριήλ Κρέστοβιτς (1884-1885), εφάρμοσαν μία πολιτική διακρίσεων σε βάρος του ελληνισμού της περιοχής.
Το Γενικό Διευθυντήριο, η κυβέρνηση της Ανατολικής Ρωμυλίας, αποτελούνταν αποκλειστικά από Βουλγάρους, η ελληνική γλώσσα παραγκωνιζόταν στον δημόσιο βίο, οι διοικητικές και δικαστικές θέσεις δίνονταν κυρίως στους Βουλγάρους ενώ στη συγκρότηση της πολιτοφυλακής, της χωροφυλακής και της αστυνομίας συμμετείχαν κατά κανόνα Βούλγαροι.
 Η πολιτική των Γενικών Διοικητών και του Γενικού Διευθυντηρίου για τη μείωση της επιρροής του ελληνικού στοιχείου κινήθηκε στους εξής άξονες:
1) Αναδιάταξη των διοικητικών και εκλογικών περιφερειών με αποκλειστικά εθνοτικά κριτήρια, ώστε να αποσπαστούν χωριά με ελληνική πλειοψηφία και να προστεθούν εκεί βουλγαρικά χωριά,
2) επιβολή υψηλής φορολογίας στον ελληνικό πληθυσμό, τόσο στον αγροτικό όσο και στον αστικό,
3) υφαρπαγή εκκλησιών και σχολείων.
 Αν και οι πρώτες προσπάθειες των Βουλγάρων να υφαρπάσουν τον σταυροπηγιακό ναό της Αγίας Παρασκευής (Δεκέμβριος 1879) και το μοναστήρι της Αγίας Τριάδος (Μάιος 1881) στο Καβακλή απέτυχαν, ωστόσο δεν υπήρχε καμιά εγγύηση για το μέλλον .
  Ο κίνδυνος του εκβουλγαρισμού ήταν ορατός στις μικρές και απομονωμένες αγροτικές κοινότητες, όπου ήταν δύσκολη η λειτουργία ελληνικών σχολείων και υπήρχαν βουλγαρικά σχολεία ως αναγκαία εναλλακτική λύση.
 Οι αγροτικοί ελληνικοί πληθυσμοί ήταν περισσότερο ευάλωτοι στον εκβουλγαρισμό, όταν είχαν την αίσθηση της εγκατάλειψης και της αδιαφορίας από το ελληνικό κράτος.
   Στα αστικά κέντρα, όπου ο ελληνισμός ήταν οικονομικά εύρωστος, συμπαγής και η λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος απρόσκοπτη, η αντίσταση στον εκβουλγαρισμό ήταν σθεναρότερη.
 Αλλά και εδώ, η παγίδα του εκβουλγαρισμού ήταν το δέλεαρ των μικτών γάμων που παρείχαν στις Ελληνίδες τη δυνατότητα πρόσβασης στην ανερχόμενη πολιτική ελίτ.
Βούλγαροι, αξιωματικοί κυρίως αλλά και πολιτικοί αργότερα (όπως ο Βασίλ Ραδοσλάβωφ), νυμφεύονταν Ελληνίδες καλών αστικών οικογενειών χωρίς προίκα.
Οι Έλληνες της Ανατολικής Ρωμυλίας, που υφίσταντο την πολιτική του εκβουλγαρισμού, επεσήμαναν την παγίδα των βουλγαρικών αιτημάτων για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία, σύμφωνα με το άρθρο 23 της Συνθήκης του Βερολίνου.
Η στάση των βουλγαρικών παραγόντων έναντι του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας συνιστούσε προάγγελο και της τύχης του ελληνισμού της Μακεδονίας, αν η τελευταία αποκτούσε αυτόνομο καθεστώς, όπως επεδίωκαν οι Βούλγαροι.
Βουλγαρικές εξεγέρσεις μικρής εμβέλειας ξεσπούσαν στη Μακεδονία μετά το Συνέδριο του Βερολίνου. Προτεραιότητα, βέβαια, της βουλγαρικής εξωτερικής πολιτικής αποτελούσε η προσάρτηση της Ανατολικής Ρωμυλίας στη βουλγαρική ηγεμονία.


ΣΥΝΕΧΕΙΑ  ΣΤΗΝ  ΕΠΟΜΕΝΗ  ΣΕΛΙΔΑ (>>)


Μέρος ΙΙ

Σελιδομετρητής

Web Hits


Έλα στο Ι μέρος