Σελίδα 50
φίλος του, του έκοψε την
καλή μέρα. Εκείνος ήταν πατριώτης αλλά ρεαλιστής, ήταν δημοκράτης αλλά
μετριοπαθής. Ήταν κατά του εθνοκτόνου διχασμού και κατά του κινήματος των
επιστράτων. Το κακό είχε μολύνει και το χωριό μας. Όσο ήτανε Τουρκιά το ελεύθερο
αυτοδιοικούμενο Ζαγόρι ήτανε μονιασμένο. Τώρα που ήρθε το Ελληνικό, πάνω που το
χαρήκαμε το χωρίσαμε στα δυο. Άντε τώρα εσύ να πείσεις τον Καπετάν Μιχάλη, αν
ζούσε, γιατί γίναμε από δυο χωριών χωριάτες. Βασιλικοί ήταν ο πατέρας και ο
πάππος μου, μα θέλανε το μόνιασμα. Στενοχώρια μαύρη έπιασε και τους δυο, όταν τα
δυο αδέλφια μου πήγαν με το κίνημα των Επιστράτων. Βγήκαν στο βουνό με τα όπλα
και τα φυσικλήκια να πολεμήσουν ποιόν, τον τούρκο ή τον βούλγαρο; Από την μεριά
των βενιζελικών, οι περισσότεροι, πάλι το ίδιο ρώταγαν. Έτσι σε τούτο το χωριό
πολύ λίγο κράτησε ο διχασμός και το κίνημα των επιστράτων. Οι επίστρατοι
κρυβότανε σε ένα αρχοντικό σπίτι στον απάνω μαχαλά. Το κρατούσε μια γιαγιά
χαροκαμένη. Τον άντρα της και τα δυο παιδιά της τα σφάξανε στο Δοξάτο. Συγγενείς
και χωριανοί της ήταν τα παιδιά - καλοδεχούμενα. Πόλεμος γινότανε και δεν
ρωτούσε τι ακριβώς γύρευαν οι Επίστρατοι. Το μόνο της παράπονο ήταν που την
ξέχασε ο χάροντας έρμη, μοναχή. Γιόμισε το σπίτι της απρόσμενα νιάτα και χαρά.
Σαν να γύρισαν από τα ξένα τα ίδια τα παιδιά της.
Όταν ερχόταν τα
αποσπάσματα, οι ανυπότακτοι παίρνανε τα όπλα τους και πιάναν τα βουνά. Όταν οι
διώκτες φεύγαν, οι επίστρατοι γυρνούσαν στο σπίτι της Γιαγιάς. Οι παντρεμένοι
πεταγότανε κρυφά στα σπίτια τους για να δούνε τις φαμίλιες τους. Το πράμα τούτο
δεν βάσταξε πολύ. Μια μέρα στις Παναγιάς το πανηγύρι έγινε το θάμα. Οι χωριανοί
χορεύαν του καλού καιρού. Οι δίσκοι με τα κρασοπότηρα γυρνούσαν αδειανά και
πήγαιναν γιομάτα. Γιόμισε το μεσοχώρι χωριανούς κάτω από τα χιλιόχρονα πλατάνια.
Αδειάσανε τα σπίτια του χωριού. Μόνο των επίστρατων το σπίτι έμεινε γιομάτο.
Είχαν ανάψει τα λαλούμενα. Το κλαρίνο χούγιαζε κάποτε με όλα τα πλεμόνια για να
ακουσθεί στα παράθυρα των επιστράτων, όπως οι σάλπιγγες της «Θοδώρας» καλούσαν
άλλοτες τα φανταράκια να γυρίσουν το βράδυ στη στρατώνα. Χορέψανε οι νιοι και οι
νιες με τα γκιορντάνια, τα πεταχτά, τα κλέφτικα, τσάμικα. Χόρεψαν τα αργόσυρτα
τα πωγωνίσια οι δημογέροντες και οι γερόντισσες στο τέλος. Είναι οι σιγανοί
χοροί που χορεύουν στους γάμους οι συμπεθέροι, αλαμπρατσέτα. Τελείωσαν οι χοροί
και τα λαλούμενα ξεκίνησαν για τον απάνω μαχαλά. Το πλήθος ακολουθούσε αυθόρμητα
σαν να ήτανε κανένα προκαθορισμένο γαμήλιο ψίκι. Σε κάθε σταυροδρόμι στην
ανηφόρα σταματούσαν τα βιολιά να ξανασά- νουν δυο λεφτά και αμέσως ξανάρχιζαν το
σκοπό:
Σελίδα 51
«Γλυκοχαράζουν τα
βουνά και οι όμορφες κοιμούνται και τα καημένα τα παιδιά στα ξένα
τυραννιούνται»
Μια το λέγαν τα βιολιά και μια τραγούδαγε το ψίκι.
Το ίδιο
σε όλα τα στάσιμα:
«Καλώς ανταμωθήκαμαν εμείς οι ντερτιλήδες Να κλάψουμε τα
βάσανα και τα παράπονά μας»
«Τούτον τον χρόνο τον καλό τον άλλο ποιος τον
ξαίρει, για ζούμε για πεθαίνουμε για σ ’άλλον κόσμο πάμε»
Όταν το ψίκι με τα
βιολιά έφτασε κάτω από τα παράθυρα των επιστράτων, τα παιδιά ρίξανε μια
χαρούμενη μπαταριά στον αέρα, όπως ρίχνουν οι συμπέθεροι στους αρραβώνες. Οι
επίστρατοι κατέβηκαν με τα λαγήνια του κρασιού, όπως γίνεται στους γάμους, όταν
φέρνουν τη νύφη στο σπίτι του γαμπρού. Άνοιξαν τα διπλανά σπίτια, άνοιξαν και οι
κάνουλες του κρασιού από τα κελάρια. Φάρδυναν οι δρόμοι στον απάνω μαχαλά. Όλη
τη νύχτα γλένταγαν με τα δαδιά αναμένα. Την άλλη μέρα οι συγγενείς προπέμψανε τα
παιδιά για τα πιστρόφια, στη μεγάλη στρατώνα των Γιαννίνων - καλόδεκτα.
Όλα
τούτα περασμένα ξεχασμένα. Το ξανασυζήτησε ο αδελφός μου με τον φίλο του, το
είπε και στο λοχαγό του το πρόβλημα. Την άλλη μέρα παρουσιάστηκε στην αναφορά.
Μπήκε στο Νοσοκομείο και βγήκε σε ένα δεκαήμερο απαλλακτέος. Η εφιαλτική λέξη
«ανίκανος» τον είχε συνταράξει. Με μια μονο- κονδυλιά θα έσβηνε την εθελοντική
προσφορά του. Ευτυχώς που δεν μπήκε στο απολυτήριό του. Ο καινούριος ρόλος του
προστάτου, που δεν μπόρεσε να τον αποκτήσει με το σαραντάπηχο υπόμνημα του
πατέρα του, τον ικανοποίησε, δέχτηκε πως ήρθε φυσιολογικά στην ώρα του. Πίστεψε
πως δεν ήταν ο μόνος από την οικογένειά του, που προσέφερε τις υπηρεσίες του
στην πατρίδα. Ολόκληρη η οικογένειά του έγινε παρανάλωμα των φοβερών πολέμων,
που επισωρεύτηκαν όλοι μαζί αβάστακτα σε μια γενιά. Έμεινε ο αδελφός του δέκα
χρόνια στη «γραμμή των πρόσω». Ολόκληρη η οικογένειά του μαρτύρησε στην
προσφυγιά. Δέκα χρόνια κακουχίες και περιπέτειες. Κάποιος νέος χρειαζόταν τώρα
να μπει επικεφαλής στο καραβάνι της επιστροφής. Ήρθε και για τον πατέρα του η
ώρα να αποστρατευθεί. Στα νέα πρωτοτόκια καθήκοντα έπεφτε και μια καινούρια
υποχρέωση, που ήρθε στην ώρα της. Η παντρειά της μεγάλης μου αδελφής. Μια
παιδούλα που τα εφηβικά της όνειρα πέτρωσαν στην πρώτη δεκαετία
Σελίδα 52
του εικοστού αιώνα σε μια
ονειρεμένη πόλη σαν την Αλεξανδρούπολη της εποχής εκείνης. Μια πρωτάνθιστη
αμυγδαλιά, που τα ανθισμένα της κλαδιά τα τσεκούρωσε ο πόλεμος και έμεινε ο
κορμός της σαν αστραποκαμένος ξέρακας στο λόγγα του Ζαγοριού. Έτσι ένιωθα την
αδελφή μου. Πολέμησε και αυτή με τις ακούραστες πλεκτοβελόνες. Πόδεσε τα
φανταράκια μας και τα πληγιασμένα πόδια των Σέρβων, που πέρασαν από την αυλή του
σπιτιού της στα Γιάννινα. Ζαλικώθηκε και χτύπαγε βαθιά το δικέλλι για να
βοηθήσει την στρατομάνα μας, που έστειλε δυο παλικάρια από τα σπλάχνα της στην
Αλβανία και ίσαμε την Μικρασία. Η μάνα μας αρρώστησε, η γιαγιά πέθανε, ο παππούς
μας γέρασε και ο πατέρας μας καμπούριασε. Από τα όνειρα μιας αρσακειάδας δεν
έμεινε παρά ένα ζαλικωμένο κορμί με αβάσταχτα βάσανα, μιας αγράμματης κοπέλας.
Ένας πικρογάμος της απέμεινε για να χαρεί η ζάβαλη.
Δεν θα σας περιγράφω τον
συνηθισμένο παραδοσιακό γάμο του χωριού κάτω από τις δύσκολες στιγμές των
πολέμων. Μόνο τα χοντρά δάκρυα θυμάμαι που κατρακύλαγαν κάτω από τα πέπλα πάνω
στο νυφικό φουστάνι. Είναι τα φοβερά έθιμα του χωριού των παραδόσεων, που
υπογραμμίζουν με τα βιολιά και τα τραγούδια την ώρα του αποχωρισμού της κόρης
από την μάνα και από τα αδέλφια της:
«Χαιρετάτε με μανίτσα, χαιρετάτε με
αδελφάκια...»
Είναι η δραματική επίκληση της κόρης με τα πετρωμένα όνειρα,
που αφήνει τη ζαλίκα και το δικέλλι του πατρογονικού της, για να πιάσει από την
άλλη μέρα του γάμου της τη ζαλίκα και τα δικέλλι του καινούριου νοικοκυριού της,
σε μια ευθύγραμμη ζωή με τον καλό της. Μαζί με τα προικιά της ακολούθησα και εγώ
την αδελφή μου στο καινούριο σπιτικό της. Το παιδικό μυαλό μου δεν ένιωθε πως
έπρεπε να στερηθώ οριστικά τα χάδια της μεγάλης μου αδελφής. Χρειάστηκε ένας
μήνας να αποκοπώ και να γυρίσω στο πατρικό μου σπίτι. Τώρα που καθυστερημένα
ξέσπασα σε αναφυλητά, κατάλαβα γιατί οι γονείς μου, τα αδέλφια μου και οι
συγγενείς κλαίγανε την ημέρα του γάμου. Η νύφη και τα βιολιά όρθιοι μπροστά στο
εικόνισμα, οι συγγενείς καθισμένοι στα προικοσέντουκα των προγιαγιάδων στο
«λούγγο», με τα οικογενειακά κειμήλια, δημιουργούσαν την γαμήλια τούτη
ατμόσφαιρα, που μόλις τη στιγμή του πραγματικού αποχωρισμού από την αδελφή μου
την κατάλαβα. Το σπίτι της Αλεξανδρούπολης το έδωσε προίκα ο πατέρας μου στην
αδελφή μου. Την αδελφή μας, όταν ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού της ξενιτιάς, την
αφήσαμε για πολλά χρόνια στο χωριό. Ο άντρας της ήταν ο δάσκαλος του χωριού.
Μόνο στα γηρατειά της μετά
Σελίδα
53
τον Δεύτερο Παγκ. Πόλεμο γύρισε στην Αλεξανδρούπολη η αδελφή μου με
τον συνταξιούχο άνδρα της και τις δυο κόρες τους.
Το πιο ωραίο στη ζωή μου
είναι ότι έχασα μεν τα καθημερινά χάδια της αδελφής μου, κέρδισα όμως την
ανεκτίμητη μορφωτική επιμέλεια του πρωτοδάσκαλού μου, του άντρα της. Ήταν ένας
άριστος παιδαγωγός με ευρύτερη φιλοσοφική και φιλολογική μόρφωση. Μου έβαλε πολύ
γερά θεμέλια για τις μετέπειτα σπουδές μου. Η κόρη του τελείωσε το εξατάξιο
κλασικό Γυμνάσιο χωρίς να φοιτήσει καθόλου στα Γιάννινα. Έδινε μόνο εξετάσεις
στα Γιάννινα με κατ’ οίκον διδασκαλία στο χωριό, με την δική του επιμέλεια και
μόνον. Είχε μια πλούσια βιβλιοθήκη, από την οποία απέκτησα μια ευρύτερη
εξωσχολική μόρφωση. Από την μάνα μου αγάπησα την δημοτική ποίηση και από τον
γαμπρό μου κέρδισα την αγάπη μου για την κλασική αρχαία γραμματεία. Ήτανε
φυσιολάτρης και αγαπούσε το χωριό του. Δεν μετατέθηκε ποτέ από το χωριό του,
μέχρι την συνταξιοδότησή του. Γενιές και γενιές πέρασαν από τα θρανία του και
τον εκτιμούσαν όλοι δια βίου.
Δεν έκλεισα ακόμα τα δέκα χρόνια της ζωής μου
και αναρωτιέμαι τι είδος πειραματόζωο είμαι. Ένα κομμάτι άψητο κρέας ο
οικογενειακός μας φωτογράφος με πέταξε στην θερμοκοιτίδα της γιαγιάς μου. Άλλαξα
τόπους από την ημέρα που γεννήθηκα. Αλεξανδρούπολη, Σάπες, Κομοτηνή, Σαρήσαμπάν, Βέροια, Σόροβιτς.
Ζαγόρια, Γιάννινα. Άλλαξε η εικόνα της οικογενειακής μας φωτογραφίας. Γεννιέται
η μικρή μου αδελφή. Πεθαίνει η γιαγιά μου. Δυο επιγαμίες, ο πρωτότοκος αδελφός
μου παντρεύεται και αποκτά την πρωτοκόρη, η μεγάλη μου αδελφή παντρεύεται αποκτά
δυο κόρες. Τώρα εμφανίζεται ο παιδαγωγός μου όπως στην Ορέστεια του Αισχύλου. Η
τραγική προσφυγική οικογένεια αλλάζει ποδηγέτες. Ο πάππος μου παραδίδει στον
πατέρα μου, ο πατέρας μου στον πρωτότοκο γιο. Βομβαρδίζομαι από τρομερά απανωτά
πολεμικά γεγονότα και σφαγές. Φορτίζεται η παιδική ψυχή μου από φοβίες, απορίες,
εφιάλτες, από ένα κυκεώνα συναισθημάτων. Διερωτώμαι ποιες βιοχημικές διεργασίες
γίνονται μέσα στο άπλαστο σαρκίο μου. Σκέπη όλων μας ο θρύλος του Καπετάν
Μιχάλη.
Τώρα ο «ήρωάς μου» είναι ο καινούριος, «κληρονομικά δικαίω» αρχηγός
της οικογένειας μας. Την εποχή εκείνη τόσο η «ελέω Θεού» βασιλεία όσο και «τα
πρωτοτόκια δικαιώματα» είχαν πέραση. Ο θαυμασμός όμως προς τον μεγάλο αδελφό μου
δεν οφείλονταν σε κάποια στείρα θεσμική προσήλωση. Μόλις γύρισε από το στρατό το
πρώτο μέλημά του ήταν να μάθει για τις καλές σχολικές επιδόσεις μου. Ήδη είχα
εξασφαλίσει δυο σημαντικούς παράγοντες για την παραπέρα πνευματική μου εξέλιξη.
Τον άριστο παιδαγωγό μου και το νέο δυνα-
Σελίδα 54 [περιλαμβάνει ολοσέλιδη φωτογραφία
του Κων. Μιχ. Ποάλα (Τεπελένι 1912).
Σελίδα
55
μικό αρχηγό. Όπως ξέρουμε οι αρχηγοί κρίνονται και επιβάλλονται από
τα ιδιαίτερα προσόντα τους. Αν κρίνουμε από στενό οικογενειακό μας δέντρο ήδη
σας περιέγραψα, με ολίγες χαρακτηριστικές πινελιές για τον καθένα από τους
τέσσερες αρχηγούς τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του. Ο δημογέροντας του Ζαγοριού, που
με την πολυτεκνία του επάνδρωσε κατά δύναμιν τις Ελληνικές Ηγεμονίες του
Δούναβη, ο γηραιός Τσορμπατζής του Θρακικού τριγώνου, ο Κωσταντής Εφέντης. Ο
μάρτυρας πατέρας μου, που ο κυρ Μιχάλης των Γιαννίνων που επωμίστηκε το βάρος
της προσφυγικής πορείας και τώρα ο αδελφός, που θα οδηγήσει την δύσκολη πορεία
της επιστροφής και την αποκατάσταση των ερειπίων, μαζί με τον δευτερότοκο, στην
πρότερη παλιά τους αίγλη.
Ο καινούριος αρχηγός μας είναι φτυστός ο Τσολιάς
που βλέπετε στη φωτογραφία. Ένας μικρός Παύλος Μελάς, εικοσιτέσσερο μόλις
χρονών. Βγήκε στην πλατεία Αργυροκάστρου όταν το 1914 είχε ανακηρυχθεί η
Αυτονομία της Βορείου Ηπείρου. Φοράει στραβά το φέσι του με την κορώνα, ριχτή τη
φούντα στον ώμο, στριμμένο το μουστάκι του αλά-Κάιζερ. Όταν γύρισε από το
αντάρτικο του Ζωγράφου, έφερε την ξιφολόγχη που κρέμεται στη μέση του και το
Μάουζερ να τα ακουμπήσει στο πολεμικό μουσείο μας στα στουρναροντούφεκα του
προπάππου του.
Στο σπίτι μας μπήκε μια καινούρια νύφη. Είχε χαμηλωμένα τα
μάτια της σύμφωνα με το έθιμο, κάτω από το πέπλο. Την οδήγησε ο αδελφός μου στο
εικόνισμα να προσκυνήσει. Ύστερα φίλησε με υποκλίσεις το χέρι της πεθεράς και
όλων των αφεντάδων του σπιτιού. Εμένα με φίλησε στο μάγουλο σαν τον μικρότερο
αδελφό της. Παίζανε πέντε μέρες τα βιολιά σύμφωνα με τα καθέκαστα των εθίμων του
γάμου. Την Κυριακή γίνεται ο γάμος και οι προετοιμασίες αρχίζουν από την Πέμπτη
με τα προικιά. Μαζεύονται τα σόγια από τις δυο μεριές στο σπίτι της νύφης για να
χαρούν την προίκα της. Τα ξεδιπλώνουν ένα-ένα από τα σεντούκια στη θέα όλων.
Έπειτα τα κορίτσια μπαίνουν στον χορό. Μια παίζουν τα βιολιά και μια το
τραγουδάνε:
«Μην είδαταν τον Κωσταντή, τον Κώστα τον δικό μου.
Τον
μικροκωσταντάκη μου τον αγαπητικό μου.
Εχτές προχτές τον είδαμαν στον κάμπο
καβαλλάρη,
είχε το φέσι του στραβά και τα μαλλιά κλωσμένα.
Γεια σου, χαρά
σου Χάροντα. - Καλώς τον τον Λεβέντη.
Τρεις μέρες επαλεύανε, τρεις μέρες και
τρεις νύχτες και την Τετάρτη ο χάροντας πέφτει στα γόνατά του...»
Τα θαλερά
κορίτσια της Πίνδου, που κουβαλάνε μέσα τους την ποίηση και το
Σελίδα 56
μέλος της ακριτικής παράδοσης δεν
είναι καθόλου παράξενο, που τόσο φυσιολογικά ταυτίζουν τον Μικροκωσταντή του
τραγουδιού με τον δικό τους Μικροκωσταντή. Αυτά με τα τραγούδια της νύφης. Την
άλλη μέρα, την Παρασκευή τα βιολιά, τα τραγούδια και ο ίδιος κεφάτος κόσμος θα
παν στο σπίτι του γαμπρού για τα ψωμιά του γάμου, το Σάββατο για τα σφαχτά και
τις προετοιμασίες του τραπεζιού, και την Κυριακή το πρωί ξυρίζουν τον
γαμπρό:
«Αργυρό ξουράφι σέρνε αγάλια - αγάλια σε γαμπρού κεφάλι, μπρε
μπαρμπέρη μου.
Και ο νιος που μπαρμπερίζεται τη νύφη πάει να πάρει...»
Το ατέλειωτο εορτολόγιο του παλιού γάμου συνεχίζεται και κορυφώνεται με τα
τραπέζια και τις ευχές της Κυριακής. Την επόμενη Τετάρτη στα «πιστρόφια» της
νύφης στο πατρικό της σπίτι τα συμπόσια συνεχίζονται από τους γονείς της νύφης
προς τιμήν των συμπεθέρων του γαμπρού. Και η επιγαμία συνεχίζεται, με τον χορό
των συμπεθέρων, τον αργόσυρτο.
Ο γάμος του αδελφού μου έγινε το 1916 και
της αδελφής μου το 1917. Για την αδελφή μου σας μετέδωσα μόνο την σκηνή του
αποχωρισμού της νύφης από το οικογενειακό της περιβάλλον.
Στο υπόβαθρο των
μικροχαρών του χωριού όμως οι πόλεμοι μαίνονται. Τα μνημόσυνα των πεσόντων και
οι τελετές των θανόντων του επιδημικού καταλόγου διασταυρώνονται και στο χωριό
μας όπως σε όλα τα χωριά του κόσμου, με τους γάμους και τις γεννήσεις. Ο γαμπρός
για μια βδομάδα χαίρεται και «ξανά προς την δόξα τραβά». Καινούρια επιστράτευση.
Η οριστική του επιστράτευση, που πρωθύστερα αναφέραμε θα έρθει αργότερα. Όσο για
τον δεύτερο πολεμιστή αδελφό μου το μόνο σίγουρο που ξέρουμε, ο «ταχυδρομικός
τομέας » του Συντάγματος του. Σε ποιο χαράκωμα και σε ποια επισταθμία της
Ουκρανίας ή της Μικρασίας βρίσκεται, άγνωστον. Αυτά καθορίζονται «άνωθεν». Όταν
τα δυο μου αδέλφια ερχότανε με άδεια αποκτούσα καινούριες εμπειρίες. Οι
αφηγήσεις τους ήταν τόσο ζωντανές για τις μεγάλες μάχες, για τα σχέδια των
συμμαχικών Στρατηγείων, για τις καταπληκτικές ανακαλύψεις νέων όπλων, ώστε να
μειωθεί σημαντικά το ενδιαφέρον μου για τα παιδικά μου παιχνίδια και τα
παραμύθια της μάνας μου. Περίμενα πότε θα περάσουν από το απαραίτητο
οικογενειακό απολυμαντήριο για το ξεψείρισμα, για να αρχίσουν τα «παραμύθια»
τους. Γιατί για την παιδική μου φαντασία ήταν δύσκολο να αντιληφθώ τα
Σελίδα 57
όρια ανάμεσα στις φρικαλέες
πραγματικότητες και τα ονειρώδη παραμύθια. Τα αδέλφια μου ήταν Βασιλόφρονες και
κατ’ ανάγκην γερμανόφιλοι. Η βασίλισσά μας Σοφία ήταν αδελφή του Κάιζερ, λέγανε.
Μια και είχαμε πιαστεί με τέτοιο συμπεθεριό, εγώ δεν μπορούσα τότες να έχω
διαφορετική γνώμη και να πάω με το συμπεθεριό της αγγλίδας βασίλισσας που είχε
ταχθεί ο άλλος, ο Βενιζέλος. Σας περιέγραψα πόσο εύκολα έγινε η «μόνια» στο
χωριό μας. Το ίδιο είχε γίνει και στα άλλα χωριά του Ζαγοριού. Στο Γυφτόκαμπο
είχε γίνει η μεγάλη «αντάμωση». Είχανε ανταμώσει όλοι οι επίστρατοι, του βόρειου
και του ανατολικού Ζαγοριού. Ένας έξυπνος μπακάλης από το Ντομπρίνοβο είχε
στήσει μια μεγάλη ξύλινη καλύβα με ένα θεόρατο τζάκι, από χρόνια. Η καλύβα
κάπνιζε χειμώνα καλοκαίρι. Ο Γυφτόκαμπος είναι ένα περίλαμπρο σε ομορφιά τοπίο.
Η μυρωδιά από το κοκορέτσι και το κοντοσούβλι σε σκλαβώνει. Ένα φούρνο καρβέλια
και καμιά δεκαριά αρνοκάτσικα φαγώθηκαν σε μια μέρα. Ήρθανε και κανα- δυό ζυγιές
βιολιά και κλαρίνα από το Σκαμνέλι και το κεντρικό Ζαγόρι. Σε τούτο το τοπίο
κάνουν και οι Σαρακατσαναίοι την καθιερωμένη κάθε χρόνο «αντάμωσή» τους. Αλλά
τέτοια αντάμωση σαν των επιστράτων δεν είχε ματαγίνει. Σε αυτό το απλόχωρο σιάδι
χτυπιόταν και δερνόταν στο χορό τα παλικάρια του Ζαγοριού για να χωθούνε την
άλλη μέρα στις μεγάλες τούρκικες στρατώνες για μια «Μεγάλη Ιδέα», όπως λέγανε
τον ατέλειωτο αυτόν πόλεμο. Έναν πόλεμο φοβερό και τρομερό όπως μου τον
ζωγράφιζαν με το κόκκινο αίμα που χυνότανε στα «πεδία των μαχών». Αυτά τα
«πεδία» τα φαντάζομαν σαν μεγάλους απλόχωρους κάμπους. Και έκαμνα κάτι αστείες,
θαρρείς, σκέψεις, που δεν τολμούσα να τις πω στα μεγάλα αδέλφια μου. Γιατί δεν
μπορούσαν αυτά τα εκατομμύρια να κάνουν μια μεγάλη «αντάμωση», όπως γίνεται στο
Γυφτόκαμπο; Ο σοφός ο δάσκαλός μου το εξήγησε μια μέρα στη δημογεροντία του
χωριού. Ήταν ένα στρογγυλό ανάβαθρο γύρο από έναν χιλιόχρονο πλάτανο στο
μεσοχώρι των Ταξιαρχών.
Εκεί μαζευότανε κάθε μέρα η δημογεροντία, ντόπιοι
και ξενιτεμένοι, σαν τον πάππο μου, που είχε αλωνίσει όλη την Βαλκανική με το
άλογό του. Και εγώ με την διαολεμένη περιέργεια που είχα, χωνόμουν στους
γέροντες με το θάρρος που αντλούσα από τον πάππο μου και τον δάσκαλό μου.
Ακουμπισμένα τα κεφάλια των γερόντων στα μπαστούνια άκουγαν με προσοχή τα λόγια
του Δασκάλου. Τα «συμφέροντα», η «αόρατος χειρ», η «απληστία των μεγάλων», η
«ηθική κρίσις», ήταν οι μοναδικές λέξεις που κουδουνίζανε στα αυτιά μου
ξεκάρφωτες, χωρίς να καταλαβαίνω το νόημά τους. Καλλίτερα από τις θεωρίες του
Δασκάλου καταλάβαινα τις ωμές περιγραφές των δυο αδελφών μου. Ιδιαίτερα μου
είχαν κάνει εντύπωση δυο απλά παραδείγματα. Η μάνα μου είχε μια παλιά
ραπτομηχανή Σίγγερ χειροκίνητη, που γάζωνε τα μπαλωμένα ρούχα μας. Το γερμανικό
εργοστάσιο με μια έξυπνη εφεύρεση την μετέτρεψε σε
Σελίδα 58
πολυβόλο. Πρόσθεσε μια κάνη και
ένα ειδικό μηχανικό κλείστρο αυτόματο και αντί να βάλεις μασουρίστρες με
κλωστές, κουρντίζεις μια μεγάλη ταινία από σφαίρες «νταμ-ντουμ» και έχεις
απόδοση διακόσιες σφαίρες στο δευτερόλεφτο. Οι στρατιωτικοί εξαίρουν την
εφεύρεση για το ταχυβόλον, το μεγάλο βεληνεκές και το ακαριαίον θανατηφόρον
αποτέλεσμα των σφαιρών τύπου «νταμ-ντουμ». Όταν γινόταν οι σφαγές στη Μακεδονία
και την Θράκη, οι γενοκτονίες των Αρμενίων και των Ελλήνων στη Μικρασία, άκουα
τους μεγάλους να λένε πόσο «γλυκός είναι ο θάνατος από σφαίρες μπροστά στον
θάνατο από μαχαίρι». Τώρα μια σφαίρα «νταμ-ντουμ» στο στήθος γινότανε χίλια
κομμάτια και σου έκανε τα εντόσθια κιμά ή το μυαλό σου στο κεφάλι χτυπητό
γιαούρτι.
Ένα δεύτερο χτυπητό παράδειγμα ήταν ο ευρηματικός συνδυασμός της
«πτυοσκαπάνης», MADE IN ENGLAND. Ένα ειρηνικό εργαλείο χρήσιμο στην κηπουρική,
απεδείχθη χρησιμότερο στον πόλεμο των χαρακωμάτων, και των εκτεταμένων ανά την
υδρόγειον στρατιωτικών νεκροταφείων. Ήδη αναφέρθηκα στη χρήση της πτυοσκαπάνης
κατά την αποκομιδή των οστών της γιαγιάς μου από το πρόχειρο εκείνον τάφο, που
της επεφύλαξαν στο Σόροβιτς οι δυο τούρκοι πιπερτζήδες. Αλλά στην περίπτωση της
γιαγιάς μου επρόκειτο για μια μεμονωμένη περίπτωση ιδιωτικής χρήσεως. Είναι
γνωστό το βασικό φορτίο του φαντάρου. Ο γυλιός, το όπλο, παλάσκες και δεξιά στη
μέση η ξιφολόγχη. Τα επιτελεία σκέφτηκαν να του κρεμάσουν άλλο ένα σιδηρικό στα
αριστερά. Σκεφθείτε, έλεγαν τα αδέλφια μου, πόσες χιλιάδες χιλιόμετρα
μαιανδρικών χαρακωμάτων ανοίχτηκαν σε διπλές και τριπλές γραμμές αμύνης και από
τις δυο πλευρές της «γραμμής πυρός». Πόσα νιάτα σάπισαν σκάβοντας σαν ασπάλακες,
με την πτυοσκαπάνη τους, για να γλυτώσουν από τα πολυβόλα, τις οβίδες, τα αέρια.
Πόσους τάφους έσκαψαν οι επιζώντες για να ενταφιάσουν τους συναδέλφους τους, που
δεν πρόλαβαν να ιδούν το όραμα της ειρήνης.
«Δίπλα στ’ αμπρί μια μυγδαλιά
ανθούς κι ’ ελπίδες είχε φέρει και στα κλωνάρια τα πουλιά που ετιτιβίζαν
ταίρι-ταίρι.
Κι’ όταν μια νύχτα φοβερή την ξεριζώσαν τα κανόνια, στεφάνια
επλέκαν οι νεκροί τα ματωμένα τ’ανθοκλώνια».
Το επιγραμματικό ποιηματάκι
ήτανε γραμμένο σε ένα δελτίο της λογοκρισίας, είχε τυπωμένη τη φράση «εστέ
σύντομοι». Δεν είχε ούτε αποδέκτη, ούτε αποστολέα. Και αν
Σελίδα 59
είχε είναι βέβαιο ότι η λογοκρισία
θα το πετούσε στα άχρηστα. Το απαγορευμένο αυτό δελτάριο βρέθηκε στο σακίδιο
ενός εικοσάχρονου φοιτητή της φιλολογίας των τελευταίων κλάσεων, που τον βρήκαν
οι παλιοί φαντάροι ξαπλωμένο στο χαράκωμα από θραύσματα χειροβομβίδας με τα
γυάλινα μάτια να κοιτάει τον ουρανό.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα πηγή πληροφοριών
ήτανε το πόστο του πατέρα μου στα Γιάννινα. Στο χάνι και τη λοκάντα μας διάβαινε
κόσμος και κοσμάς. Οι εντυπωσιακότερες προσωπικότητες που γνώρισα την περίοδο
εκείνη ήτανε οι ιεραπόστολοι του Ελληνικού Κινηματογράφου αδελφοί Μανάκια. Ήτανε
δυο ευγενικοί και καλλιεργημένοι αμερικανόβλαχοι που ήρθαν συνειδητά να
μεταδώσουν στην Ελλάδα τη νέα όντως καταπληκτική Τέχνη. Στην αρχή μου έδωσαν την
εντύπωση πλανοδίων φωτογράφων. Αντίκρυ μας ήταν το χάνι του Τσιγγέλη. Αυτός
διέθετε μια μεγάλη αίθουσα καφενείου. Εκεί δόθηκε η πρώτη κινηματογραφική
παράσταση των Γιαννίνων. Είχαν έρθει από τα Βιτόλια της Μακεδονίας αφού πέρασαν
από τα Γρεβενά, το Περιβόλι και την Αβδέλλα, τον τόπο της καταγωγής τους. Εγώ
πρώτος και καλύτερος στα μπροστινά καθίσματα. Ο ένας έφερε το μηχάνημα προβολής.
Το στήριξε σε ένα τραπέζι. Ο άλλος κουβάλησε από το χάνι μας δυο σιδερένια
κιβώτια ασφαλισμένα με διπλές κλειδωνιές. Επάνω στο κάλυμμα έγραφε δίπλα στη
χειρολαβή με κόκκινα γράμματα τη λέξη ΕΥΦΛΕΚΤΟΝ.
Στη μασχάλη του βαστούσε
ένα μακρουλό τυλιγμένο πανί, που το λέγανε «οθόνη». Μέχρι να ανοίξουν οι
τέσσερες κλειδωνιές και να κρεμάσουν στον τοίχο την οθόνη, η αγωνία μου
κορυφωνόταν. Μέχρις ότου κουρντίσει την ταινία στο μηχάνημα προβολής εξηγούσε ο
ένας πως ανακαλύφθηκε η κινούμενη φωτογραφία από τους αδελφούς Λουμιέρ. Το πρώτο
μέρος ήταν δραματικό. Πως ο μαύρος της Βενετίας σφάζει την όμορφη Δεισδαιμόνα.
Κι’ εγώ δεν ήθελα πια να ακούσω για σφαγές. Στο δεύτερο μέρος ξετρελάθηκα με τις
διάφορες κωμωδίες, με γοήτευσε ο Σαρλώ με τα παλαβά τερτίπια του. Έτρεχε
συνέχεια, πηδούσε, τσαλακωνότανε, σκιζότανε τα ρούχα του, έμενε με το σώβρακο,
ξυπόλητος, αλλά το πομπέ καπέλο του δεν τσαλακώνονταν και δεν ξεκολλούσε από το
κεφάλι του. Αυτές ήταν οι πρώτες εντυπώσεις μου. Σπουδαίο ενδιαφέρον είχε ένα
τρίτο κιβώτιο που αντιπροσώπευε τον αμερικάνικο τύπο. Εφημερίδες και
εικονογραφημένα περιοδικά πολυτελείας. Ήταν δυο ελληνικά περιοδικά που βγαίνανε
στη Νέα Υόρκη. Η «Ατλαντίς» και ο «Εθνικός Κήρυξ». Οι δυο Ελληνοαμερικανοί φίλοι
μας ήταν τέλεια ενημερωμένοι για τα πολιτικά
Σελίδα 60 : Δυο φωτογραφίες
ολοσέλιδες.
Σελίδα 61
παγκόσμια
ζητήματα και τις μελλοντικές πολεμικές εξελίξεις. Ένα αμερικανικό εκστρατευτικό
σώμα δυο εκατομμυρίων τόμηδων ετοιμάζονταν να αποβιβασθεί στη Γαλλία. Τα αδέλφια
μου, ο πατέρας, εγώ, ακούγαμε πρώτη φορά τόσο ευχάριστα πράγματα. Οι Τόμηδες με
τα πλατύγυρα καπέλα, γιγαντόσωμοι και καλοθρεμμένοι όπως τους έδειχναν τα
πολυτελή περιοδικά, κάτι σαν τα ατίθασα άτια της «Άγριας Δύσης», θα έρχονταν να
ξεκουράσουν τους μισοπεθαμένους τέσσερα σχεδόν χρόνια στα χαρακώματα αγγλογάλους
και συμμάχους. Τα ανακοινωθέντα των Επιτελείων κατάντησαν λακωνικότερα από τα
«Δελτία Αλληλογραφίας» της λογοκρισίας. «Πρωινή ανταλλαγή πυροβολικού», έλεγε το
ανακοινωθέν. Οι πυροβολαρχίες καλημέριζαν η μια την άλλη. Το πολύ-πολύ να έπεφτε
καμιά οβίδα στο καζάνι του τσαγιού και να διαταρά- ξει το πατροπαράδοτο «τέιον»
των εγγλέζων, ή την «μαμαλίγκα» των Γερμα- νών. Κάποτε έγραφε, «μικροεπιθέσεις
και αντεπιθέσεις», σαν να επρόκειτο για καντρίλιες. Κάποτε πάλι επιβεβαίωνε την
γενική μουγκαμάρα: «Ουδέν νεώτερον από το Δυτικόν Μέτωπον». Όλα αυτά τα έξυπνα
σχόλια των Αδελφών Μανάκια στη λοκάντα μας κατέληγαν στο ευχάριστο συμπέρασμα
ότι με την εμφάνιση των Τόμηδων στην Ευρωπαϊκή σκηνή οι κουρασμένοι στρατοί και
λαοί θα υπέγραφαν την ανακωχή. Και ω! του θαύματος το 1918 τα μεγάλα αμερικανικά
υπερωκεάνεια, συνοδευόμενα από χιλιάδες πολεμικά πλοία και εμπορικά
εφοδιοπομπών, καταπλάκωσαν με «έμψυχον και άψυχον υλικόν» τα μουράγια των
λιμανιών της Μάγχης. Ένα απέραντο δάσος από καπνίζοντα φουγάρα «εν πλήρη δράση»
σκοτείνιασε τις θαλάσσιες παρυφές της Γαλλίας. Μέρες και νύχτες τα θαλάσσια κήτη
ξερνοβολούσαν το πολεμικό υλικό που τέσσερα χρόνια τώρα προετοίμαζαν οι
Υψικάμινος της Αμερικής. Ο Λοούτε- ντορφ, που απείλησε το Παρίσι, παραβιάζοντας
την Βελγική ουδετερότητα, ο νικητής αρχιστράτηγος του ανατολικού μετώπου
Χίντεμπουργκ, ο στρατηγός Μάκενσεν του νοτίου μετώπου και όλα τα μέλη του Γ
ενικού Επιτελείου, δεν μπορούσαν να πιστέψουν τις πληροφορίες που τους μετάδιδαν
οι σπιούνοι από τα «συμβαίνοντα» της Γαλλίας. Το «Αλόνζ ανφάν ντε λα πατρί»
ξεσήκωσε και πάλι το Παρίσι, όπως στην αρχή του πολέμου. Στο Βερολίνο το
τραγούδι της «Λιλή Μαρλέν» δεν ξανακούστηκε πια. Τα σιδερένια κράνη των Γερμανών
επιτελών με το ατσάλινο λοφίο κατάκορφα που λόγχιζε τον ουρα¬νό, κουτουλούσαν
τώρα σκυμμένα απάνω στους χάρτες να λύσουν τον γόρδιο δεσμό. Πρώτη φορά ένας
στρατός, που δεν ηττήθηκε ακόμα, ευρισκόμενος επί ξένου εδάφους, έπρεπε να
ζητήσει άμεσα ανακωχή. Αυτό ήταν κάτι χειρότερο από την ήττα του Ναπολέοντα, στη
Ρωσία.
Καθώς ξεφύλλιζαν οι φίλοι μας τις «ιλουστρέ» φωτογραφίες των
περιοδικών, με την περιγραφή τους τις ζωντάνευαν σαν κινηματογραφικές ταινίες
«μούβιτον». Το μυαλό τους δούλευε σαν μηχανή της προβολής. Το δικό μας είχε
αποτελματωθεί από τα
σελίδα
62
λακωνικά ανακοινωθέντα και τα δελτάρια της λογοκρισίας.
Ήταν
κι’ ένας μπεζεβέγκης, που τον έλεγε ο πατέρας μου, αλλιώτικος αμερικάνος. Μήτε
Θεό μήτε γυναίκα σεβότανε. Στο βάθος της λοκάντας ήταν ένα ξέχωρο πατάρι,
τέσσερα-πέντε σκαλιά με ένα μακρόστενο τραπέζι και οχτώ - δέκα καρέκλες. Εκεί
υποδεχόταν ο πατέρας μου τις μεγάλες παρέες των πελατών, που θέλανε να φάνε και
να μιλήσουν ιδιαίτερα τα δικά τους. Ερχότανε επιτροπές ή δημοτικά Συμβούλια να
εκθέσουν τα προβλήματά τους στον «Πασά», τον Γενικό Διοικητή Ηπείρου. Ερχόταν
ακόμα οι νύφες και οι γαμπροί με το συγγενολόι να ψωνίσουν τα προικιά και τα
απαραίτητα ψώνια του γάμου. Ο ελληνοαμερικάνος αυτός είχε μια μύτη πλατσουκωτή,
χωρίς κόκκαλα, ξουρισμένο γύρω-γύρω το κεφάλι αλά Ντέμτσεη, τον πρωτοπυγμάχο
τότε της Αμερικής. Ήταν ο Νάκης ο μασόνος. Όταν οι θεοφοβούμενοι σταυροκοπιόταν
στο τραπέζι αυτός προκλητικά μούντζουνε τον ουρανό. Επιδείκνυε στους θαμώνες τα
μούσκλια του. Πολλές φορές διατάραζε την ησυχία των καλών ανθρώπων, που
συζητούσαν ήρεμα τα ζητήματα τους, στο πατάρι. Καμιά φορά δημιουργούνταν
παρεξηγήσεις.
Ο πατέρας μου τον αντιμετώπιζε ψύχραιμα με την βοήθεια των
ανθρώπων του. Είχε δυο μπρατσωμένους αβδελιώτες μουλαράδες που τιμαρεύανε τα
τετράποδα του χανιού. Οι αβδελιώτες ήταν και συμπατριώτες με τους αδελφούς
Μανάκια. Οι μουλαράδες μας ήτανε παλιοί κερατζήδες, άνθρωποι της «φορτωτήρας»
δηλαδή. Η φορτωτήρα είναι ένα διχαλωτό στειλιάρι, εργαλείο χρησιμότατο για τους
επαγγελματίες μουλαράδες όσο και τους απλούς νοικοκυραίους της ορεσίβιας ζωής
της Ελλάδας και των Βαλκανίων της εποχής εκείνης. Είχαμε και εμείς την φορτωτήρα
για την Γκέσα. Στήριζε το μισοφόρτι της μιας πλευράς μέχρις ότου ο φορτωτής να
σκαλώσει σαν αντίβαρο το μισοφόρτι της άλλης πλευράς. Αν τυχόν ανατρέπονταν το
φορτίο και τύχαινε κανένας «ντάβανος» - το έντομο οίστρος- και οιστρολατούσε το
φοβισμένο ζώο, τότε τραβούσε -χαλασιά σου- για τα γκρέμια. Η φορτωτήρα όπως και
η πτυοσκαπάνη που αναφέραμε, εκτελούσε δυο σκοπούς. Έναν ειρηνικό και έναν
πολεμικό. Από φορτωτικό εργαλείο εύκολα μετατρέπονταν σε αποτελεσματικό
σωφρονιστικό ρόπαλο. Στα Ζαγόρια έφτανε η συνηθισμένη οικογενειακή έκφραση «θα
αρπάξω την φορτωτήρα» για να επέλθει άμεσα το σωφρονιστικό αποτέλεσμα, χωρίς να
λάβει χώρα η χρήση του μέσου. Ήτανε ένα βαρύ ξύλο ροζιασμένο από κρανιά ή από
ρόμπολο ψημένο. Δυστυχώς η σωφρονιστική μέθοδος της «φορτωτήρας» χρειάστηκε να
εφαρμοσθεί κάποτε για τον ενοχλητικό επίδοξο πυγμάχο μας, ώστε να εξαφανισθεί
οριστικά από την πιάτσα των Γιαννίνων. «Η κουβέντα είναι θηλυκιά» έλεγε ο πάππος
μου, «η μια γεννάει την άλλη». Μια και μιλήσαμε για την δύσκολη βουνίσια ζωή στα
Ζαγόρια θυμήθηκα και ένα προσωπικό μου επεισόδιο με την γκέσα μας, που με
είχε
Σελίδα 63
λαχταρίσει. Ήταν στα
πρώτα δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς στο χωριό μας, προτού ο πατέρας μου να
κατεβεί στα Γιάννινα. Ο αποκλεισμός του Ζαγοριού γύρω-γύρω από Γιάννινα,
Θεσσαλία, Μακεδονία, Γρεβενά, Θεσπρωτία είχε ολοκληρωθεί. Ένα αεροπλάνο πέρασε
πολύ ψηλά σαν ατσάλινος σταυραετός χωρίς και ο ουρανός να μας δώσει την
παραμικρή παρηγοριά. Έπρεπε να ζούμε πια από την φτωχή γη του χωριού μας.
Ψάχναμε να βρούμε κανένα πεζούλι καρπερής γης στα βουνά. Τα βουνά όμως ήταν
καλυμμένα από απέραντα δάση πεύκα, έλατα και οξιές. Τα λιβάδια, τα σιάδια και τα
ξέφωτα τα νέμονταν οι φάρες των Σαρακατσαναίων. Ήτανε οι Καζουκαίοι, οι
Κουμπαίοι και οι Κατσαναίοι. Τα νοίκιαζαν από την κοινότητα και τα
υπερασπίζονταν με αγριόσκυλα και πολεμικά όπλα.
Το χωριό μας είχε 1100
μέτρα υψόμετρο. Φτάσαμε σε ένα σιάδι 2000 σχεδόν μέτρα. Σημαδέψαμε δυο στρέμματα
τόπο. Ήτανε ένα κοκκινόχωμα γεμάτο κοτρόνια και γουμαράγκαθα. Προτού βάλουμε
τους κασμάδες να το ξεχερσώσουμε έπρεπε να πάρουμε την άδεια από τον
αρχιτσέλιγκα τον Κάτσανο. Είδε τον πετρώδη αγκαθότοπο, άχρηστο για τη βοσκή, μας
είπε το ναι και γίναμε «κουμπάροι». Την φιλία οι Σαρακατσαναίοι την λένε
«κουμπαριά». Ο κουμπάρος μας κάθε φορά που κατέβαινε από το τσελιγκάτο του
περνούσε από το σπίτι μας για να πιει έναν καφέ, τι καφέ δηλαδή, κριθαρένιο, και
πού η ζάχαρη, κανένα κουφέτο ξεχασμένο στο σεντούκι. Το καφεκούτι της μάνας μου,
που το κυνηγούσα και εγώ για λίγη ζάχαρη ήταν πεταμένο στο ντουλάπι αδειανό.
Όταν πηγαίναμε και μείς για την εκχέρσωση στο απίθανο εκείνο χωράφι
επισκεπτόμασταν τα καλύβια του, που ήτανε εκεί κοντά στο διάσελο και μας φίλευε
χλωροτύρι. Ο κουμπάρος φορούσε άσπρη μπουραζάνα και ένα κατάμαυρο πουκάμισο σε
ένδειξη βαρύτατου πένθους. Αφησε τα γένια και μαλλιά ακούρευτα και κάθε φορά που
μιλούσε εμπιστευτικά με τον πατέρα μου κρυφοέκλαιγε. Η γυναίκα του τελευταίου
στάθηκε θύμα μιας παλιάς βεντέτας με άλλη φάρα. Ο δολοφόνος πήγε μέρα μεσημέρι,
την ώρα που οι άνδρες λείπανε από το κονάκι και στάλιζαν τα γιδοπρόβατα. Ζήτησε
από την γυναίκα να του φέρει ένα λαγήνι νερό να ξεδιψάσει και μόλις φάνηκε στη
μπασιά της καλύβας με το λαγήνι στο χέρι της, έριξε μια μπαταριά στο στήθος και
την άφησε νεκρή μπροστά στα τέσσερα παιδιά της. Όσο πιο πολύ δενότανε η
κουμπαριά με τα πήγαινε-έλα μας τόσο και η συμπόνια μας μεγάλωνε για το
ανήκουστο τούτο έγκλημα. Η εκχέρσωση κράτησε πολύ. Δούλεψε η οικογένεια,
ρογιάσαμε και ένα τσούρμο αργατιά, βοήθησαν και μερικοί συγγενείς. Όταν το έργο
τέλειωσε, η πέτρα που βγάλαμε έφτασε να μαντρώσουμε όλο το χωράφι. Μας βοήθησε
και ο κουμπάρος στο κόπρισμα, σταλίζοντας τα γιδοπρόβατα στο χωράφι μας, ένα
καλοκαίρι ολόκληρο. Όταν ήρθε η ώρα της σποράς μονάχα η σίκαλη ελπίσαμε πως θα
φυτρώσει σε τούτο το υψόμετρο. Όταν φτάσαμε στο θέρισμα το αποτέλεσμα
ήταν
Σελίδα 64
φτωχό. Κοντό το
καλάμι και λιγοστά τα ψωμωμένα στάχυα. Όσο βαστούσαν οι εποχιακές στη σειρά
δουλειές, η αδελφή μου φούρνιζε και μαγείρευε και εγώ συνόδευα την Γκέσα να
κουβαλά τα δισάκια με τα καρβέλια και τις κατσαρόλες τα φαγιά για το τσούρμο που
δούλευε στο χωράφι. Συχνά ανεβοκατέβαινα για να διορθώσω τα εργαλεία στα
γυφτοκάμινα και να περάσω καινούρια στειλιάρια στο μαραγκό. Η δυσκολία μου ήταν
όταν κατέβαζα τα δεμάτια με τη σίκαλη στο αλώνι μας. Τρεις ώρες μουλαρόδρομο της
υπομονής έπρεπε να βαδίσω για να κατεβώ σκαλί-σκαλί από το ένα υψόμετρο στο
άλλο. Έπρεπε να πάρω δίπλα-δίπλα πολλές κοντοραχούλες και κλεισορέμματα, να
περπατήσω ατέλειωτα φιδωτά μονοπάτια. Το φορτίο, κούνα-κούνα, διαλύονταν και
έσπερνε το δρόμο με στάχυα πολύτιμα, για την περίοδο της φτώχιας μας. Τα μάζευα
ένα-ένα και πήγα να διορθώσω μια στιγμή το φορτίο, να σφίξω τα σχοινιά, και το
φαρδύ λουρί που περνάει κάτω από την κοιλιά του ζώου, να σφίξει το σαμάρι. Δεν
τα κατάφερα, γλίστρησε το μισοφόρτι και αναποδογυρίζει το σαμάρι. Έκατσα σε ένα
λιθάρι και έκλαιγα. Ευτυχώς η Γκέσα στεκότανε ήρεμη, αλλά σκεφτόμουνα τον
Ντάβανο μην την οιστρηλατίσει, και πάρει τους γκρεμούς. Φορούσα κάτι μεγάλα
άρβυλα του αδελφού μου και τα πόδια μου είχανε πληγιάσει. Ένιωσα την μοναξιά του
δάσους να με κυκλώνει. Χώθηκα κάτω από την κοιλιά της Γκέσας να την ξαλαφρώσω
από το φορτίο και το σαμάρι, μα δεν μπόρεσα. Ξανάβαλα τα κλάματα και περίμενα.
Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε και βλέπω ξάφνου έναν κουμπάρο να ροβολάει ψηλά από το
κονάκι. Έμπειρος αυτός το συμμαζεύει το φορτίο και με συνοδεύει μέχρι το χωριό.
Με την Γκέσα δεν χώρισα ποτέ, αλλά με τέτοιο φορτίο δεν θέλησα να την συνοδεύσω
ξανά. Όλες τις άλλες αποστολές τις εκτελούσα ευχαρίστως, σαν να ήμουνα κανένας
επιστρατευμένος μουλαράς. Ήμουν πάντα ντυμένος στο χακί. Όλα τα παλιά
στρατιωτικά ρούχα των αδελφών μου, αφού τα βράζανε να ξεψειριάσουν τα ράβανε στα
μέτρα μου. Φορούσα ένα αμπέχονο με κλειστό γιακά ίσαμε το σαγόνι σαν νάμουνα
νεοσύλλεκτος. Ένα τροά-κάρ παντελόνι χακί σαν να ήμουνα πρόσκοπος, ένα γαλλικό
πηλίκιο με γείσο. Το περίεργο είναι ότι ενώ οι συμμαθητές μου με ζήλευαν για την
στρατιωτική μου εμφάνιση, εγώ ο ίδιος δεν έτρεφα καμιά εκτίμηση στο στρατιωτικό
επάγγελμα και μόνο μίσος αισθανόμουν για τους πολέμους.
Τα πρώτα δύσκολα
χρόνια της προσφυγιάς και του αποκλεισμού πέρασαν. Ο πατέρας μου ορθοπόδησε στα
Γιάννινα σαν παλιός νοικοκύρης. Ο μεγάλος αδελφός μου καλοπαντρεύτηκε,
αποστρατεύτηκε και βοήθησε τον πατέρα μου να παντρέψει την αδελφή μου και να
στρώσει την υπόλοιπη οικογένεια σε μια καλύτερη, υποφερτή ζωή και άνεση. Μόνο ο
δεύτερος αδελφός μου έλαχε να δαπανήσει δέκα ολόκληρα χρόνια πολεμιστής «των
πρόσω». Για μια δεκαετία ήταν ο «Άγνωστος Στρατιώτης», Ταχυδρομικός Τομεύς Τάδε,
που αραιά και που μας έγραφε με «Δελτάριον» ότι:
Σελίδα 65
«Χαίρω άκρας υγείας το αυτό
επιθυμώ και δι’ υμάς». Με το «Δελτάριο λογοκρισίας» απαντούσαμε και εμείς το
ίδιο. Του γράφαμε και άλλα ευχάριστα πράγματα. Για τον θάνατο της γιαγιάς μας
και την γέννηση της μικρής αδελφής μας τα ήξερε πριν καταταγεί στην Αλβανία. Του
γράφαμε για τους γάμους του αδελφού και της αδελφής, για τις γεννήσεις και τα
βαφτίσια που ακολούθησαν τους γάμους. Γράφαμε ακόμα για την λεβέντισσα την Γκέσα
που μας πηγαινοέφερνε στα Γιάννινα, για την πρωτομάνα την «Μαργιόλα» την κατσίκα
μας που γέννησε κάποτε δύο κατσικάκια σκουλαρικάτα και το σπουδαιότερο ότι εγώ:
«προήχθην με άριστα από την Τετάρτην Δημοτικού εις την πρώτην Σχολαρχείου». Έχω
την εντύπωση ότι μετά την αριστίδην προαγωγήν μου εγώ θα πρέπει να είμαι «ο
μικρός ήρωας» της οικογένειας μας, στο εξής:
Η μάνα μου γεννοβόλαγε εύκολα.
Πέντε μακροβίωτα και τέσσερα πεθαμένα. Ήμουν ο τέταρτος από τα πέντε ζωντανά
της. Ο Βενιαμίν, όπως με καμάρωνε ο πατέρας μου. Με χώριζαν 15-20 χρόνια από τα
δύο μεγάλα αδέλφια μου και την μεγάλη μου αδελφή, που γεννήθηκαν στο χωριό. Εγώ
γεννήθηκα στην αρχή του αιώνα το 1905, όταν οι γιαπωνέζοι βούλιαξαν τον ρωσικό
στόλο στο Πόρτ-Άρθουρ, όπως έλεγε ο πάππος μου, και ξέσπασε η πρώτη ρούσικη
επανάσταση στη Πετρούπολη. Καθώς μεγάλωνα είχα την εντύπωση πως η γέννησή μου
ήταν σημαδιακή, αν και γεννήθηκα στην ωραιότερη ελληνική πόλη της Θράκης, στο
Ντεντέαγατς, το «μικρό Παρίσι» όπως το έβλεπε η μάνα μου. Στο υποτιθέμενο
πιστοποιητικό γεννήσεως όλοι με τη σειρά τους μου βάζανε με τη σφραγίδα τους μια
ιστορική χρονολογία. Το 1905 ο Παύλος Μελάς, έλεγαν τα αδέλφια μου, βοήθησε το
μακεδονικό αντάρτικο. Στάθηκε το ίνδαλμά τους για να πάνε κι αυτοί εθελοντές
στην Αλβανία. Το 1908 το κίνημα των Νεότουρκων και το 1909 το κίνημα του
Συνταγματάρχη Ζορμπά στο Γουδί, προμηνύματα των μεγάλων γεγονότων του 1912-22,
έλεγε ο πατέρας μου. Λέω «υποτιθέμενο» πιστοποιητικό γιατί με τους Βαλκανικούς
πολέμους κανένα στοιχείο γεννήσεως δεν διασώθηκε ούτε στη Μητρόπολη, ούτε στο
Δήμο Αλεξανδρούπολης. Φέρομαι εγγεγραμμένος στα μητρώα του χωριού, προφανώς
ύστερα από...
Σελίδα 66
foto
Τα πέντε
αδέλφια του Μιχαήλ Ποάλα. Από αριστερά προς τα δεξιά: Χαρίκλεια (1895, συξ
Δεβελέγκα), Παναγιώτης (1893), Κωνσταντίνος (1890), Γιώργος (1905), Ευαγγελία
(1912, συζ. Οικονομίδη). Η φωτογραφία τραβήχτηκε από το φωτογραφείο
STAR.
...καθυστερημένη δήλωση των γονέων μου. Το ρολόι του πάππου μου
πήγαινε αλά-τούρκα. Όταν ήρθε το 1920 για να πεθάνει στην ελεύθερη πια Θράκη,
τον ρωτούσα τα μεσημέρια τι ώρα είναι και μου απαντούσε με την σβησμένη πια φωνή
του:
-Έξι, παιδί μου, την ώρα που το ρολόι του τοίχου χτυπούσε δώδεκα.
Ο
πάππος μου σύντομα πέθανε. Οι κτύποι του ρολογιού του σταμάτησαν με τους χτύπους
της καρδιάς του, αλά-τούρκα, όπως λειτούργησαν σχεδόν ένα αιώνα, κάτω από τους
νωχελικούς ρυθμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εγώ όμως από το 1913, που
πέσανε τα Γιάννινα ένιωθα Έλληνας, ελεύθερος. Τα εφιαλτικά όνειρα των Τούρκων
και των Βουλγάρων σβήνανε με τον καιρό και ανέφωσκαν μέσα μου οι ονειρώδεις
αναμνήσεις με την εικόνα του σπιτιού μου που γεννήθηκα, και τον Φάρο της
Αλεξανδρούπολης. Το 1915 πατέρας μου μου αγόρασε ένα βιβλίο με εικόνες, που τα
πουλούσε ένας ξένος περιηγητής, στη λοκάντα μας. Δεν χόρταινα να το ξεφυλλίζω:
«Η Ήπειρος λίκνο των Ελλήνων». Δωδώνη, Πάργα, Κέρκυρα, Άγιοι Σαράντα, Παραμυθιά,
Άρτα, Πρέβεζα. Εικόνες πολλές από το Ζαγόρι και τα Γιάννινα, που τις είχα
εξάλλου ζωντανές μπροστά μου και τις ζούσα κάθε μέρα. Έζησα τους θρύλους με τα
κάστρα του Αλή Πασά και τη λίμνη της Κυρά-Φροσύνης. Μαθητής πια του σχολαρχείου
κατέβαινα στην παραλία με τις
Σελίδα
67
κλαίουσες ιτιές που καθρεφτίζονταν στα νερά, πέρα το νησάκι, η
Ντραμπάτοβα με το σπήλαιο, ψηλά τα βουνά, το Μιτσικέλι και ο Δρίσκος. Ένας
γιαννιώτης ποιητής είχε γράψει ένα οκτάστιχο επίγραμμα, που το είχα μάθει απέξω,
στην προτομή του ποιητή Λορέντζο Μαβίλη, που είχε πέσει στο Δρίσκο, πολεμώντας
το 1912 μαζί με τους καρμπονάρους του Γαριβάλδι:
Η λίμνη πήχτρα
ασάλευτη, παλιοί καημοί πνιγμένοι
δεν της σαλεύουν τα νερά, την όψη την
γλαυκή.
Κι ο ποιητής με την ματιά στο Δρίσκο καρφωμένη
στέκει, των όπλων
την παλιά ν ’ αφουγκρασθεί κλαγγή.
Δίπλα η ασημόλευκη -ν- ιτιά, που στέκει
ολογυρμένη,
αργοσαλεύει την κορφή, νύφη πονετική,
καλώντας τους συντρόφους
του να μπουν στεφανωμένοι,
στην Πολιτεία την ένδοξη κι αιώνια
θρυλική.
Τα παραμύθια της μάνας μου δεν μοιάζανε με τα παραμύθια της
γιαγιάς μου, ούτε με τις κυνηγετικές εξιστορήσεις του πάππου μου. Ο γαμπρός μου,
ο πρωτοδάσκαλος, με τριγυρνούσε στους Αισώπειους μύθους, τις χρηστομάθειες του
Κοραή και τον «Γεροστάθη» του Λέοντα Μελά. Η μάνα μου δεν πρόλαβε να μάθει
γράμματα. Δεκατεσσάρων χρονών παντρεύτηκε, δεκαπέντε γέννησε το πρωταδέρφι μου,
τον Κωσταντή. Η ομιλία της ήτανε μια γάργαρη πηγή. Οι ιστορίες της γοητευτικές.
Η ελληνική παράδοση γνήσια, ολοζώντανη. Ο λόγος της περνούσε με μια αβίαστη
γλαφυρότητα, φυσική, από την πραγματικότητα στο μύθο, και την λαγαρή δημοτική
ποίηση. Η μάνα μου ήταν από τις πρώτες γυναίκες που σήκωσαν παντιέρα κατά της
πεθεροκρατίας. Όπως ήταν μικροπαντρεμένη και δυναμική γυναίκα, ξεπέταξε με τα
συχνά ταξίδια του πατέρα μου, γρήγορα τα πρώτα τρία της παιδιά από το 1890, που
γεννήθηκε ο πρώτος, μέχρι το 1895. Πρέπει είκοσι χρονών γυναίκα να
πραγματοποίησε την έξοδό της από το χωριό. Δεν μπόρεσε, όπως είδαμε, να
εγκλιματισθεί η ζωντανή γυναίκα της Πίνδου και του ελεύθερου Ζαγοριού, στο
τουρκοχώρι των Σαππών και την τουρκοκρατούμενη Κομοτηνή. Η λύση του Ντεντέαγατς
ήρθε για τον πάππο μου και τον πατέρα μου σαν φυσική ανάγκη για την μόρφωση των
παιδιών. Η αρχοντομάνα μου έζησε τα ωραιότερα νεανικά της χρόνια στην
Αλεξανδρούπολη από το 1895-1912. Η λαίλαπα των πολέμων τα σάρωσε όλα. Η
Αλεξανδρούπολη στις αφηγήσεις της μάνας ήταν το κεντρικό σημείο αναφοράς, κάτι
σαν την
Σελίδα 68
Ιθάκη του
Οδυσσέα ή την Αλεξάνδρεια του Καβάφη. Δράμα αρχικά ο ξενιτεμός των Ηπειρωτών,
αλλά αυτός ο τραγικός ξεριζωμός από τις νέες εστίες που δημιούργησαν στα ξένα
εδώ και δυο αιώνες, είναι κάτι το φανταστικό. Οι ζωντανές αφηγήσεις της μάνας
μου, αν μπορούσαν να τις καταγράψω τότε, θα μπορούσαν να σταθούν πλάι στα
αριστουργήματα, των αναμνήσεων, που έχουν καταγράψει οι συγγραφείς των «Χαμένων
πατρίδων». Το ζωντανό πια παραμύθι της επιστροφής στα ξένα, το περιέγραφε η
μάνα μου με όλες τις παραδοσιακές διαδικασίες, που έπαιρναν τελετουργικές
μορφές. Το ταξίδι ετούτο ήτανε πάντα μακρινό και δύσκολο, όσο και αν το
χαρούμενο τούτο καραβάνι δεν θα έμοιαζε με το θλιβερό καραβάνι της προσφυγιάς.
Οι αποστάσεις τεράστιες, τα μέσα πρωτόγονα. Μέσα από τις εναλλασσόμενες
ιστορικές καταστάσεις, τι είναι εκείνο που κρατούσε την θαλερή ενότητα των
λαϊκών μας παραδόσεων, την ασίγαστη λαϊκή Μούσα, την αλύγιστη Λαϊκή Ψυχή, το
πανταχού παρόν ανυπότακτο Έθνος; Ένα έθνος που θαυματουργούσε πνευματικά κάτω
από τα παχύδερμα φεουδαρχικά καθεστώτα της Ευρώπης και της οθωμανικής
Αυτοκρατορίας; Που ήξερε η μάνα μου την «συμφωνική προσωδία οργάνου και ωδής»,
όταν συνόδευε τον πατέρα μου στο βιολί; Που ήξερε το αρχαίο δακτυλικό ηρωικό
εξάμετρο όταν τραγουδούσε τον «Γιωργάκη τον Ολύμπιο»; Από ποια μάνα και προμάμμη
της είχε μάθει την τονική απαγγελία των πολυσύλλαβων ελληνικών λέξεων και της
πολύτροπης δημοτικής στιχουργικής;
«Ξενιτεμένο μου πουλί και
παραπονεμένο
ν ’ η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ έχω τον καημό σου.
Σου
στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει,
Σου στέλνω και το δάκρυ μου σ ’ ένα
χρυσό μαντήλι».
Με μια εντυπωσιακή τονική απαγγελία άρχιζε η μάνα μου
τις διηγήσεις της, πάντοτε. Τονίζει ρυθμικά ανά δυο τις άτονες συλλαβές των
πολυσύλλαβων λέξεων του πρώτου στίχου. Χρησιμοποιεί το «εύφωνον ν» στην αρχή
του δεύτερου στίχου για να γίνει πιο εύηχον το φωνήεν η και τονίζει περισσότερο
την λέξη «εγώ» για να καλυφθεί η συνίζηση με το επόμενο φωνήεν της λέξεως «έχω».
Στους δύο επόμενους στίχους ο τονικός ρυθμός συμπίπτει με τον φυσικό τονισμό των
λέξεων. Ούτε την «Αρχαία Μετρική» του Σεμιτέλου, ούτε την νεώτερη «Στιχουργική»
του Βουτιερίδη, ούτε την «Αισθητική» του Θεόφιλου Γκοτιέ ήξερε, για να τρέφει
τέτοιον έρωτα στην ποίηση. Δεν ήξερε ούτε ανάγνωση ούτε γραφή. Στο πρώτο γράμμα
που «έγραψε» νιόπαντρη στον ξενιτεμένο άντρα της, τον πατέρα μου,
«δια
Σελίδα 69
χειρός Άννας
Χριστοδούλου», άρχιζε με αυτό το πονεμένο τετράστιχο της ξενιτιάς. Η Άννα μας
ήταν μια ξενοφερμένη νύφη από το Σαρήσαμπάν, που παντρεύτηκε έναν ομορφάντρα
πρωτοξαδελφό μου από το σόι της μάνας μου. Ήταν ένα όμορφο λουλούδι η νύφη μας
που μεταφυτεύτηκε από τον ήρεμο κάμπο του Νέστου, στους άγριους λειμώνες της
Πίνδου. Έγραφε κάτι ωραία γραμματάκια με την χρυσίζουσα μελάνη της ανιλίνης, με
μια παλιά πέννα από το καλαμάρι - κειμήλιο του Δημογέροντα προπάππου μου. Ήταν
ένα μακρόστενο μπρούντζινο καλαμάρι, σαν πιστόλα, με πολλά συμβολικά ποικίλματα
σκαλιστά. Στην μια άκρη το μελανοδοχείο και στη συνέχεια η θήκη για τις πέννες
και τα μολύβια. Η μάνα μου το φύλαγε στο σεντούκι της μόνο για την αλληλογραφία
της. Τα δικά μου καλαμάρια ήταν πάντοτε ευτελή. Αν δεν το έσπαζα στην διάρκεια
της σχολικής χρονιάς, θα θυσιάζονταν οπωσδήποτε μόλις τελειώναμε τις εξετάσεις
του Ιουνίου με το ομαδικό σπάσιμο πανηγυρικά στην πρόσοψη του Σχολείου. Πώς να
το εμπιστευθεί η μάνα μου ένα τέτοιο ιστορικό καλαμάρι στα ασεβή μου χέρια;
Όπλιζε το σελάχι του ο Δημογέροντας με το μπρούντζο, ανάμεσα στη μεγάλη
μπιστόλα του και το κοντομάχαιρο με την ασημοκέντητη χειρολαβή, όταν θα πήγαινε
στη Δημογεροντία. Είχα αρχίσει, από τους πολέμους και σφαγές που γνώρισα, να μη
συμπαθώ και πολύ τα τίμια όπλα των προγόνων μου. Αλλά αυτό το μπρούντζινο
καλαμάρι με τα συμβολικά ποικίλματά του, πολύ θα ήθελα να το κληρονομήσω. Ο
σεβασμός και ο πόθος μου να το αποκτήσω με οδήγησε στην απόφαση να μην ξανασπάσω
τα καλαμάρια μου.
«Τι έχεις, κόρη μ; και χλίβεσαι, τι έχεις κι
αναστενάζεις;
Μη δεν έχεις να φας να πιεις, φλουριά να καμαρώσεις;
Φωτιά
να κάψει τα ’ άσπρα σου και φλόγα τα φλουριά σου,
ν αφού δεν έχω ταίρι μου το
ταίρι της καρδιάς μου».
Μια χαρακτηριστική στιχομυθία, που απάγγελνε η
μάννα μου και καταχωρούσε με τα χρυσά γράμματα η «γραμματέϊσα» η ξαδέλφη μου η
Άννα. Αυτά και άλλα πολλά αντλούσε η μάνα μου από την πλούσια δημοτική ποιητική
φαρέτρα της για να πείσει κάποτε τον ευλύγιστο σύζυγο και τον δύσκαμπτο πεθερό
να απαγάγουν νύφη και πεθερά στα ξένα. Έτσι έσπασε και το κατεστημένο της
πεθεροκρατίας του χωριού στα τέλη του 19ου αιώνα. Δεν έχω την εντύπωση πως ήταν
κακιές οι πεθερές της εποχής εκείνης. Τέτοιοι σκληροί θεσμοί επιβάλλονταν
κάποτε νομοτελειακά κάτω από τους δύσκολους καιρούς της τουρκικής σκλαβιάς.
«Θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία», κατά τον ποιητή. Κανένα παράπονο δεν είχε
η
Σελίδα 70
μάνα μου από τη
πεθερά της, με το τραγικό της τέλος στο Σόροβιτς. Κανένα και η ξενοφερμένη νύφη
μας η Άννα από την δική της πεθερά. Πεθερά της Άννας ήταν η Τέτα-Σούλτω. Τέτα
λέγαμε στο χωριό την θεία. Η θεία Σουλτάνα λοιπόν, ήταν η μεγάλη αδελφή της
μάνας μου. Είχε και αυτή άντρα και μοναχογιό στην ξενιτιά. Όλος ο καημός για τον
μοναχογιό της, που είχε μείνει όμηρος στους Βούλγαρους το 1913, ξεχυνότανε σε
μένα. Ήμουν ο πιο χαϊδεμένος ανεψιός της. Είχε μια μικρή εγγονή, πρωτοκόρη της
Άννας, που έφερνε το όνομα της γιαγιάς της, Σουλτάνα.
Πήγαινα συχνά και
έπαιζα μαζί με την μικρή και τα γειτονόπουλα που μαζευότανε στο σπίτι τους.
Γνώριζα καινούριους φίλους, γιατί εγώ ερχόμουνα από άλλη γειτονιά. Περισσότερο
όμως πήγαινα για τα καλούδια που μου φίλευε η Τέτα-Σούλτω. Είχε καμιά δεκαριά
μελίσσια στην αυλή της, μια μεγάλη μουριά με κόκκινα μεγάλα μούρα και πλούσιο
ποτιστικό κήπο, με τροφαντά αγγουράκια και φρέσκες κουκουνάρες καλαμποκιού, που
μου έψηνε στα κάρβουνα. Σε ένα ντουλάπι στο μαντζάτο, μου φύλαγε «του πουλιού»
το μέλι. Ήταν το πρώτο μέλι της καινούριας μέλισσας που ξεπετάγονταν σε ένα
τεράστιο σμάρι με την καινούρια βασίλισσα και κρεμιόταν στα γύρω δέντρα μέχρι να
βρει την νέα φωλιά της. Η γλυκομίλητη Άννα, η έμπιστη γραμματέϊσα του χωριού,
δεν ήξερε μόνο να γοητεύει τους ξενιτεμένους με τα όμορφα γράμματά της. Την είδα
κάποτε και ο ίδιος να «μαυλίζει» το αγριεμένο μελισσολόι που κρεμιόταν σε μια
ανθισμένη κερασιά. Τα κλαριά λύγιζαν σαν να ήταν καρπισμένα από το βάρος των
μελισσών. Με μια μαγική συριστική φωνή και με ένα σιγανό εσωτερικό, μέσα από τα
δόντια, σφύριγμα κατάφερνε, σιγά-σιγά να εγκλωβίσει σε μια νέα κυψέλη το σμάρι.
Το πρωτομέλι, λοιπόν, της νέας κυψέλης θα το εγκαινίαζα εγώ. Σε μια γαλλική
φαγιάντσα, ένα όμορφο κομψοτέχνημα, ένα τετράγωνο κομμάτι άσπρη κερήθρα
φορτωμένο καθαρό ανοιχτόχρωμο μέλι. Αυτό ήταν του πουλιού το μέλι που θα έτρωγα
του σκασμού και θα έπαιρνα την φαγιάντσα στο σπίτι μου.
Κάποτε πατέρας και
γιος γύρισαν από την ομηρία και γέλασε το χείλι της Τέτα-Σούλτως και της
ξαδέλφης μου της Άννας. Ο μπάρμπα-Χριστόδουλος ήταν μεγάλος νοικοκύρης στο
Σαρήσαμπάν. Δεν πίστευε τι του μέλλονταν να πάθει από τους Βουλγάρους. Δεν μας
ακολούθησε έγκαιρα στη φυγή μας, όταν ο πατέρας μου τον ειδοποίησε ότι φεύγουμε
για το χωριό. Ύστερα από μια τετραετία ομηρίας, κατάφεραν και γλίτωσαν. Ο
γερο-θείος καθόταν τώρα στο τζάκι διπλωμένος στα δυο και σκάλιζε συλλογισμένος
τη χόβολη. Η μητέρα μου έλεγε πως ο ξεπεσμένος αρχοντάνθρωπος τα είχε λίγο
χαμένα. Ο γυρισμός τους είχε συμπέσει με τα προξενιά της μεγάλης αδελφής μου. Η
μάνα μου πήγε να ζητήσει τη γνώμη του για
Σελίδα 71
τον υποψήφιο γαμπρό. Εγώ κράταγα
την μάνα μου πάντοτε από την ποδιά όταν επρόκειτο να πάει στην αδελφή της. Ο
θείος μου σκάλισε λίγο με την μασιά τα κάρβουνα και απάντησε κάπως
απότομα:
Ε, ας γίν ’ μπε κι αυτός ο γάμος να
φαμ ' και κανόναν τσορμπά!
Γέλασα με την αστεία απάντηση, η μάνα μου
με έβγαλε έξω κι εγώ πήγα να παίξω με τα παιδιά. Σέβονταν πολύ τον γαμπρό της
και τον έλεγε αφέντη και την αδελφή αφέντρα, όπως προσφωνούσε τον πάππο μου και
την γιαγιά μου. Είχα παλαβώσει στα παιχνίδια εκείνο το βράδυ. Παίζαμε το
κρυφτούλι στα σκοτεινά κελάρια, στις κρυψώνες και στις μεσάντρες. Τις
κουμπάρες, τους νιόγαμπρους και όλα τα μισοαθώα παιχνίδια της προεφηβικής
ηλικίας. Είχα ιδροκοπήσει και λέρωσα με τα μούρα το πουκάμισό μου. Ήταν ένα
αφέγγαρο βράδυ και η μάνα μου κατέβηκε από το δώμα με αναμμένα δαδιά στο χέρι.
Με άδραξε από την λαιμαριά και με έσερνε στο καλντερίμι. Με φοβέριζε πως θα με
βάλει στη σκάφη να με πλύνει με το «γρήτσο». Γρήτσος ήταν μια σκληρή βούρτσα,
που πλένανε τα ξύλινα πατώματα. Σπάνια θύμωνε τόσο πολύ η μάνα μου. Ποτέ δεν
έτρωγα ξύλο από κανέναν. Ο πάππος μου σήκωνε καμιά φορά το μπαστούνι του να με
φοβερίσει, μα ποτέ δεν το κατέβαζε στη ράχη μου. Ψηλός καθώς ήταν το σήκωνε ψηλά
και το έσερνε στα περβάζια και τα ξυλόγλυπτα του ταβανιού. Το σπίτι μας ήτανε
αρκετά μακριά, στον πέρα μαχαλά. Όσο προχωρούσαμε ο θυμός της μάνας μου
χαλάρωνε. Δεν με κράταγε από τη λαιμαριά. Είχαμε φτάσει στο μεσοχώρι και
ακούμπησε τα δαδιά σε ένα πεζούλι για να σταυροκοπηθεί μπροστά στον νάρθηκα των
Ταξιαρχών. Τα δαδιά ήτανε μακρουλά, σαν λαμπάδες Πασχαλινές, στο ξεκίνημα, μα
τώρα που φτάσανε στο σώσμα καθώς καιγότανε η ρετσίνα κατέβαινε καυτή στη
χερουλιά. Κατράμωσε το δεξί χέρι της μάνας μου και τύλιξε το απόσωμα με
πλατανόφυλλα. Είχαμε φτάσει πια στο ρέμα της ποταμιάς με τις ανθισμένες φτελιές,
που μοσκοβόλαγαν και τις κρεμάμενες ιτιές στα νερά, που κελάρυζαν στη σιγαλιά
της νύχτας. Στην αντίπερα όχθη πίσω από μια μεγάλη καρυδιά, μια πολύκλαδη
φουντουκιά, που είχε φέρει ο πάππος μου από το Αγιονόρος και άλλα διάφορα δέντρα
καρπερά που περιττεύει να σας περιγράφω, διαγράφονταν αχνά το σπίτι μας με την
ανήσυχη λάμπα που μας περίμενε στο παράθυρο για να μας φέξει στο σκοτεινό
γυρισμό. Την ώρα που περνούσαμε την ξύλινη γέφυρα πέταξε στα νερά τα αποκαΐδια.
Στα μισά της γέφυρας σταμάτησα να ρίξω μια ματιά στο μισοσκότεινο «χούνι» της
ποταμιάς με την νεροσυρμή που μαρμάριζε. Ένα σύννεφο από πετούμενα αστράκια που
αναβόσβηναν, νάτο! Η μάννα μου
Σελίδα
72
σταμάτησε να δει και εκείνη το παράξενο αυτό θέαμα των παιδικών της
αναμνήσεων. Με είχε σκεπάσει με την κεντητή μπροστέλα της να μη με δέρνει το
βραδινό αγιάζι που κατέβαζε το ρέμα, έτσι καθώς ήμουνα ακόμα ιδρωμένος από τα
παλαβά παιχνίδια. Το θέαμα με τις κωλοφωτιές ήταν θεσπέσιο. Η μάνα με είχε
σφίξει τώρα με τα δυο της χέρια στο αριστερό πλευρό της και άκουα καθαρά τους
χτύπους της καρδιάς της. Με το πρώτο «ρόπτρο» που χτύπησε η μάνα μου πρόβαλε
στον «οβορό» το ανήσυχο κεφάλι της αδελφής μου. Από το χαγιάτι κατευθείαν στο
πλυσταριό. Ήταν κάτι που το περίμενα κάθε φορά που γυρνούσα από τα παιχνίδια.
Τίποτα το φοβερό. Η σκάφη έτοιμη, το μεγάλο χαλκωματένιο «γκιούμι» με το ζεστό
νερό φύλαγε μέρα νύχτα στο τζάκι. Οι φοβέρες της μάνας μου πήγαν στο βρόντο,
καθώς αυτή μάλλον με χάιδευε σαπουνίζοντας το κουρασμένο κορμί μου με ένα
καλούπι πράσινο σαπούνι. Η αδελφή μου, με το απολειφάδι της μπουγάδας, πάσχιζε
να ξεσκουριάσει τα γόνατά μου. Ο πάππος μου είχε φάει το γιαούρτι του και
αποκοιμήθηκε στην κόχη. Η αδελφή, μου έχωσε κάτι ζεστά «μπουρέκια» στο στόμα
μου και έπεσα ξερός στο κρεβατάκι μου, αφού με σταύρωσε και με έφτυσε τρεις
φορές του Χριστού. Ύστερα κάτσανε στο τραπέζι οι αποδέλοιποι και άκουγε τα
καθέκαστα ήρεμα ο πατέρας μου. Όπως έμαθα την άλλη μέρα, δεν μαρτύρησε τίποτα η
μάνα μου για τα καμώματά μου. Οι πληροφορίες αυτές της αδελφής μου με
καθησύχασαν. Τώρα με βασάνιζαν οι τύψεις για την ασέβειά μου να περιγελάσω τον
θείο Χριστόδουλο, τον άντρα της αγαπημένης μου θείας, της
Τέτα-Σούλτως.
Πέρασε λίγος καιρός και είχε αδειάσει η φαγιάντσα με το μέλι.
Με τι μούτρα θα πήγαινα χωρίς να κάνω κάποια πράξη συγνώμης; Είχα στο βάθος και
αμφιβολίες αν η φαγιάντσα θα ξαναγυρνούσε γιομάτη σπίτι μας. Ένας σεβάσμιος
Τσορμπατζής αναφέρθηκε στον «τσορμπά». Μέρες τώρα συλλογιόμουν που ήταν το
αστείο; Ο τσορμπάς ήταν ένα ορεκτικότατο προεισαγωγικό έδεσμα στους γάμους, στα
πανηγύρια και στα «κουρμπάνια», τις ιδιαίτερες οικογενειακές γιορτές. Ήταν μια
ελαφριά κρεμμυδόσουπα με ποικίλα αρωματικά φυτά του κήπου και του λόγγου και
κρεατάκια από τρυφερά αρνοκάτσικα του γαλάτου. Πρόσθετες κατά την όρεξή σου και
μερικές κουταλιές ξινή αγουρίδα από τα αγριοστάφυλα, που κρεμότανε στις αυλές
και τους κήπους, στις κρεβατίνες. Ακολουθούσαν τα «λιανώματα», πιλάφι
αρωματισμένο επίσης, γαρνιρισμένο με εντόσθια του γάλακτος και φρέσκο βούτυρο
από την σπιτικιά τροβάνα. Ακολουθούσε το κουκουρέτσι, η γαρδούμπα, το ψητό του
φούρνου με τις πατάτες και τέλος το ψητό της σούβλας, που σιγοψήνονταν από τα
χαράματα για να μοσκοβολήσει η γειτονιά. Αυτά θυμότανε ο θείος μου από τα
παλιά, έτσι καθώς τον πρωτοείδα διπλωμένον
Σελίδα 73
δυο κάτια στην κόχη. Η μέση του
ήταν σπασμένη από το ξυλοφόρτωμα των Βουλγάρων, για να μαρτυρήσει που είχε
κρυμμένο το πήλινο «τσουκάλι» με τις λίρες. Είχα ξεχάσει τι κατάσταση και τι
κόσμο αφήσαμε πίσω από την τραγική πορεία μας, όταν φύγαμε από το Σαρήσαμπάν.
Δέρναν και τον ξάδελφό μου, μα οι γεροδεμένες πλάτες του άντεχαν. Διπλό και
τρίδιπλο, πιο δυνατό και άγριο έτρωγε το ξύλο ο καψερός ο γέροντας, όσο καιρό
οι βούλγαροι ονειρεύονταν τα ανύπαρκτα τσουμπλέκια και τους γκαζοτενεκέδες τις
λίρες. Ό,τι χρυσαφικά είχε και δεν είχε τα έδωσε από την πρώτη στιγμή. Αγαπούσε
πλιότερο την όμορφη ζωή, ήταν κουβαρντάς, ψυχοπονιάρης και καλοφαγάς,
τσορμπατζής με το όνομα. Τον λέγανε γερο-τσιγκούνη οι ανταγωνιστές του στην
αγορά, οι οβριοί και οι αρμένηδες. Μα αυτός έστελνε φορτώματα τα καλούδια στο
χωριό με τους κερατζήδες. Βοήθαγε τους φτωχούς συγγενείς. Το όνομά του ήταν
γραμμένο στη μαρμάρινη πλάκα των ευεργετών του Σχολείου. Στο τέμπλο των
Ταξιαρχών μια γλυκιά εικόνα του Χριστού του Ναζωραίου φάνταζε «Δαπάναις
Χριστοδούλου, του εκ Ζαγορίου εν τη ξένη ευσεβούς χριστιανού, δια χειρός
Αγιορείτου Ιερομονάχου Καλλινίκου». Έπρεπε να πεθάνει για να καταλάβω ποιος ήταν
ο θείος μου, αυτός ο ταπεινός δούλος του Χριστού. Ήρθε μια μέρα πρωί-πρωί η
ξαδέλφη μου η Άννα και πήρε τη μάνα μου, καθώς κοιμόμουν. Κατά το μεσημέρι
άκουσα την καμπάνα των ταξιαρχών να χτυπάει πένθιμα και το ξύλινο σήμαντρο, το
αγιορείτικο, να ηχεί κι’ αυτό ανάρια, τόκ-τόκ. Όταν μου είπε η αδελφή μου τι
έγινε, έτρεξα να βρω την μάνα μου. Από μακριά είδα στο δρόμο δίπλα στην οξόπορτα
το σκέπασμα με τα χρυσά γράμματα «Χριστόδουλος Χριστοδούλου του Δη μητριού» και
έναν μεγάλο σταυρό λουλουδένιο.
Η αυλή γιομάτη μαυρομαντιλούσες γυναίκες με
κίτρινα κεριά και θυμιατά στα χέρια ανεβοκατέβαιναν από τα κελάρια και τα
μαγεριά στο πάνω δώμα. Δεν έβλεπα παιδιά να βουίζουν στην αυλή, όπως άλλοτε.
Είχα αγκαλιάσει την πρώτη χοντρή κολώνα, που ακουμπά η κουπαστή της σκάλας,
παγωμένος και διστακτικός. Φοβόμουν να πατήσω το πρώτο σκαλοπάτι. Με ρωτούσαν οι
κορακιασμένες αυτές γυναίκες τι ζητάω εγώ - παιδί - σε αυτόν τον σάλαγο του
θανάτου. Με διώχναν όλες σαν να μην ήμουν ο αγαπημένος ανεψιός της Τέτα-
Σούλτως του Χριστοδούλου. Τέλος με άρπαξε μια γνωστή από το μπράτσο και με
ανέβασε στο κεφαλόσκαλο. Ποια ήταν δεν την κατάλαβα γιατί εκείνη τη μέρα όλες οι
γυναίκες ήταν το ίδιο μαυροφορεμένες. Έριξα μια κλεφτή ματιά στη νεκρική κάμαρα
αριστερά και αμέσως με έσπρωξε δεξιά στο μαντσάτο θαρρείς και είχα πάει βίζιτα
να με φιλέψουν μέλι. Μέλι δεν μου έδωσαν, αλλά μου βάλανε στα μουγκά, χωρίς να
μου πούνε το συνηθισμένο «ορίστε», μια τσάσκα μαυροζούμι της
παρηγοριάς,
Σελίδα 74
από μια
κατσαρόλα που έβραζε στη φωτιά, και δυο γλυκά παξιμαδάκια. Όλοι που ήταν γύρω
μου καθισμένοι σε αυτήν την κάμαρα πίναν τον καφέ και λέγανε μια λέξη μονάχα:
«συγχωρεμένος». Εγώ που ήρθα να ζητήσω συγνώμη από τον θείο μου και την
Τέτα-Σούλτω δεν μου ταίριαζε το «συχώριο» στο στόμα μου. Από το ψυχολογικό μου
αδιέξοδο με έβγαλε η μάνα μου. Με πήρε με το στοργικό της χέρι, με οδήγησε να
υποκλιθώ μπροστά στο μακρύ καρυδένιο φέρετρο και να φιλήσω το εικόνισμα που
ακουμπούσε απάνω στα κερένια χέρια του. Σήκωσα με δέος το κεφάλι μου για να ιδώ
αντίκρυ τη μάνα μου, που με άφησε για μια στιγμή μετέωρο και πήγε να πάρει πάλι
την ιεραρχική της θέση ανάμεσα στη θεία και την ξαδέλφη μου. Τα πόδια μου είχανε
κολλήσει στο πάτωμα. Δεν ήξερα τι άλλο εθιμοτυπικό έπρεπε να κάνω. Είδα στη
σειρά τα τρία αγαπημένα πρόσωπα καθισμένα στις καρέκλες με κατεβασμένες τις
βαριές μαύρες μαντίλες στα μάτια, σαν να ήταν δεσποτάδες με επικαλήμαυχα. Στη
συνέχεια καμιά δεκαριά άλλες διακόνισσες-μοιρολογίστρες. Στο κεφάλι του νεκρού
καθόταν ο γιος του ο Μήτρος και δίπλα ο δάσκαλός μας, που ήταν πρωτοψάλτης της
εκκλησίας. Η μεγάλη μου αδελφή δεν φαινόταν πουθενά στη μεγάλη σάλα. Ήταν χωμένη
στα μαγεριά να βράζει τα κόλλυβα και να φουρνίζει τα «ανάπαψα», «τον άρτον της
αναπαύσεως της ψυχής», που θα μοίραζαν αύριο στην κηδεία. Η μάνα μου έκανε νόημα
να πάω κοντά της, με έβαλε να φιλήσω το χέρι της θείας μου, χαιρέτησα τον
ξάδελφο, τον δάσκαλο, την ξαδέλφη μου. Έπειτα καθώς περνούσα βιαστικά μπροστά
από τις άλλες μοιρολογίστρες με ακούμπησαν όλες χαϊδευτικά και όρμησα κατευθείαν
να κατρακυλήσω τις σκάλες. Έψαξα να ιδώ την μικρή Σουλτάνα, την ανεψιά μου, μα
την είχαν εμπιστευθεί σε μια μακρινή γειτόνισσα να μην ακούει τα μοιρολόγια και
τα υστερικά κλάματα, που κατά τα έθιμά μας θα συντάραζαν την γειτονιά, για ένα
εικοσιτετράωρο. Πήγα στα μαγεριά να φιλήσω το ιδρωμένο και κατακλαμένο πρόσωπο
της αδελφής μου, που γυάλιζε στη πυρά του καζανιού και είχε πυρώσει τώρα
μπροστά στην μπουκαπόρτα του φούρνου. Μου συνέστησε να φύγω γρήγορα στο σπίτι
μας και να προσέξω την μικρή αδελφή μας, να μην γευθεί τίποτε από τις
ακατάλληλες για τα παιδιά εμπειρίες του θανάτου. Έφυγα και πήγα στο βάθος της
αυλής κάτω από την μεγάλη μουριά για να συγκεντρωθώ, πριν ξεκινήσω για το σπίτι
μας. Άθελα παρακολουθούσα τον κόσμο που ερχότανε να προσκυνήσει το νεκρό. Τώρα
αυτοί που μπαίνανε ήταν όλο άντρες.
Ο Πρόεδρος της κοινότητας, το
συμβούλιο, ο γραμματέας και το προσωπικό. Ύστερα ο Πριμικήρης με τους
Επιτρόπους της Εκκλησίας και τους Ψαλτάδες. Ο Πριμηκήριος ήταν ένας παλιός
βυζαντινός εκκλησιαστικός τίτλος που χορηγούσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο σε
όσους διαχειρίζονταν τίμια τα «βακούφικα», τα
Σελίδα 75
οικονομικά της κοινότητας, των
εκκλησιών, των Σχολείων, επί τουρκοκρατίας. Από τον τιτλούχο προπάππο του και το
σημερινό όνομα του Πριμικήρη, που ήρθε να αποχαιρετήσει τον θείο μου. Ήρθαν
κοντολογίς όλοι οι αρχόντοι και οι παρακατιανοί του χωριού. Τέλος ήρθαν και οι
τρεις παπάδες με επί κεφαλής τον Πρεσβύτερο. Γιόμισε η αυλή ψαλμωδίες και
θυμίαμα, από τα ορθάνοιχτα παράθυρα της σάλας:
« Ως άνθος μαραίνεται και ως
όναρ παρέρχεται ».
Είχα ξεφύγει από το βαρύ πένθος που επικρατούσε στα
δώματα. Στην μαγική αυλή, κάτω από την μουριά, δίπλα στις ανθισμένες κερασιές,
ένιωθα καλλίτερα τον στίχο του Μελωδού. Είχα μάθει από την μάνα μου τι πλατύ
κόσμο κρύβει ένα ποιητικό άνθος που μαραίνεται και από τον δάσκαλό μου το βάθος
που ενέχει το όναρ της ζωής που παρέρχεται. Σηκώθηκα να φύγω, υπακούοντας τις
συμβουλές της μάνας και της αδελφής. Δεν άντεχα τις θρηνωδίες των Μελωδών. Δεν
ήθελα προ πάντων να ακούσω τα ατέλειωτα δράματα που θα αράδιαζαν οι
μοιρολογίστρες, η κάθε μια τα δικά της. Τέρμα! Ήθελα να φύγω για τα Γιάννινα,
στο σχολειό μου, την άλλη μέρα να μην είμαι στην κηδεία. Αλλά έπρεπε να περιμένω
τον πατέρα μου, που θα έρχονταν κι αυτός να παραστεί στην κηδεία. Νυχτοπερπάτησε
με την Γκέσα να προλάβει, με φίλησε στον ύπνο μου και πήγε να προσκυνήσει τον
νεκρό. Την ώρα της κηδείας καθόμουνα στον νάρθηκα με τα άλλα παιδιά, που
περίμεναν να πάρουν κόλλυβα, άρτο, καθώς και πενταροδεκάρες που μοίραζαν συνήθως
στις κηδείες των αρχόντων. Εγώ δεν περίμενα να πάρω τίποτε τέτοια. Απλώς δεν
ήθελα να μπω στην εκκλησιά να μην ακούσω άλλες νεκρώσιμες ψαλμωδίες. Όταν
τέλειωσαν όλα ήρθε και με πήρε η αδελφή μου για τον τελευταίο ασπασμό. Όσο
περίμενα την σειρά μου έβλεπα τον θείο μου ξαπλωμένο ντρέτα σαν άρχοντα. Η
βασανισμένη μέση του ξεκουράστηκε για καλά. Όλα που φορούσε ήταν ολοκαίνουρια,
βγαλμένα από το σεντούκι της Τέτα-Σούλτως. Λούτρινος σκούφος, γαϊτανοκέντητο
αντερί, ένα φαρδύ σαλβάρι από μάλλινο σαγιάκι, κόκκινο ζουνάρι και χαμηλές
αφόρετες μπότες από λουστρίνι. Το αντερί το είχε παραγγείλει από χρόνια η θεία
μου στο Μελένικο και το μάλλινο σαγιάκι στο Αρτσελεμπί. Το τελευταίο ταξίδι
ήτανε κι αυτό μακρινό και δύσκολο, όπως όλα τα ταξίδια της ξενιτιάς, έλεγα με το
νου μου. Την άλλη μέρα έφυγα με τον πατέρα μου. Η μάνα και η αδελφή μου ήρθανε
μετά τα σαραντάμερα στα Γιάννινα. Εγώ τον είχα ξεχάσει κιόλας τον θείο μου μόλις
βγήκαμε από τα σύνορα του χωριού και φάγαμε το πρώτο νόστιμο κοντοσούβλι στο
Γυφτόκαμπο. Το βράδυ
Σελίδα
76
κοιμηθήκαμε στη Ντοβρά και την άλλη μέρα λακίσαμε για το Λυκόστομο.
Εκεί χωρίσαμε. Ο πατέρας μου συνέχισε το μουλαρόδρομο κι εγώ ταξίδεψα με το
«τραμβάυ». Ήταν ένα μακρόστενο τετράτροχο όχημα, που έμοιαζε περισσότερο με
αμερικάνικη ταχυδρομική άμαξα «γουέστερν», με δυο ή περισσότερα άλογα. Μου άρεζε
ο ρυθμικός εκείνος καλπασμός με τα κουδουνάκια και τα πλούσια χάμουρα. Λίγες
πενταροδεκάρες ήταν το εισιτήριο αλλά η είσοδος στα όμορφα Γιάννινα με την λίμνη
ήταν μεγαλοπρεπής. Σταματούσε πάντα μπροστά στο χάνι μας γιατί κουβαλούσε και
πολλούς πελάτες μας από το σταυροδρόμι αυτό που συναντιόνταν οι μουλαρόδρομοι
του Ζαγοριού και οι καμπίσιοι δρόμοι της ευρύτερης περιοχής του βορειοδυτικού
τμήματος του Νομού Ιωαννίνων. Το Λυκόστομο ήταν μια από τις σπουδαιότερες πύλες
της πόλης. Έχω αναφερθεί στις Γκραβούρες του Μποασουνά:
«Η Ήπειρος λίκνο των
Ελλήνων»
“Le soleil de Juin se levait sur la plaine comme nous quittions
Janina.
II lancait d'obliques fusees a travers les hautes herbes chargees d ’
eau par l ’ orage de la veille
To βιβλίο το είχα πάρει στο χωριό τις
σύντομες πασχαλιάτικες παύσεις και έδειχνα στους φίλους μου τις εικόνες, ανάμεσα
σε όλα τα θρηνούμενα που έγιναν. Μέσα στα λυπητερά άστραψε και μια άλλη
απροσδόκητη νότα χαράς. Ένα ανοιξιάτικο απόγεμα στον όχτο του σπιτιού μας με τις
παπαρούνες, τις μαργαρίτες και τους μενεξέδες, απολαύσαμε με τον φίλο μου Θύμιο
Παπαστέργιο, το ανάγνωσμα «Τα ψηλά βουνά». Ήταν μια εκπαιδευτική επανάσταση μέσα
στην Επανάσταση του Βενιζέλου - Δαγκλή - Κουντουριώτη το 1916 στη Σαλονίκη.
Εμείς είχαμε δαπανήσει τα χρόνια του Δημοτικού με τα «ώα και τα ία».
Ανακουφιστήκαμε έστω και καθυστερημένα που το διαβάσαμε. Παρέθεσα την
μεθυστική γαλλική φράση από τον πρόλογο του Μπουασονά γιατί είναι ένα όνειρο
ταξιδιάρικο για μένα προς τη Δύση με τη μαγική ταχυδρομική άμαξα. Θέλω να ιδώ με
τα ίδια μου τα μάτια τις γκραβούρες, ζωντανές όπως τις είδα και τις έζησα στα
Ζαγοροχώρια. Μέσα μου ξυπνούσε μια καινούρια αγάπη για την γαλλική γλώσσα και
κουλτούρα. Θαρρείς και υπήρχαν στην αφυπνιζόμενη συνείδησή μου όλες οι
οικογενειακές προδιαγραφές, καθώς συμπλήρωνα την πρώτη δεκαετία των εμπειριών
και γνώσεων της ζωής μου. Έτσι θα ήθελα να είναι η ατμόσφαιρα, όταν θα ξεκινούσα
και εγώ την περιήγησή μου, όπως την περιγράφει ο Ελβετός Μποβύ στον πρόλογό
του.
Σελίδα 77
Το Σχολαρχείο
μου ήταν κοντά μας, στο «Αρχιμαντρειό». Κάθε πρωί όμως περνοδιάβαινα μπροστά από
τις κολώνες της Ζωσιμαίας Σχολής για να παραδώσω στην Αστυνομία το «Δελτίο
Διανυκτερεύσεων Πελατών του Ξενοδοχείου» μας. Λογάριαζα πόσα χρόνια ήθελα ακόμα
για να ανεβώ τα μαρμάρινα σκαλιά του Γυμνασίου. Θαρρείς και το είχα πάρει
απόφαση να γίνω λόγιος, όπως ο θείος μου ο Χριστόφορος, που για κακή του τύχη,
όμηρος αυτά τα χρόνια, βοσκούσε γουρούνια στη Βουλγαρία. Θυμήθηκα τον Κώστα τον
Κρυστάλη, που τον κυνήγησαν οι Τούρκοι και δεν πρόλαβε να τελειώσει την
Ζωσιμαία. Ο Σταυραετός του «Βουνού και του Λόγγου» πέθανε 26 χρονών φυματικός
στα τυπογραφεία της Αθήνας. Με βασάνιζε πολύ η θλιμμένη ιστορία του. Ένας
συμπατριώτης τον πρόδωσε και η Ιστορία της Λογοτεχνίας τον κατέταξε ανάμεσα
στους Αγίους των Γραμμάτων. Απορούσα πολλές φορές με τον εαυτό μου και έλεγα
μέσα μου: Εγώ που τα θέλω να τα βλέπω όλα όμορφα και ρόδινα, πως διάολο
ξεπηδούσαν βουνό μπροστά μου τα θλιβερά και τα άσχημα; Θέλω να περιγράφω όμορφα
τα Γιάννινα όπως βλέπω την Αλεξανδρούπολη των παιδικών μου αναμνήσεων. Την
Ήπειρο όπως την βλέπουν οι ρομαντικοί Γάλλοι και ξένοι περιηγητές. Οι Ζαγορίσιοι
στις κακίες τους λένε «γκούπηδες» τους καμπίσιους και οι καμπίσιοι
«καντηλοκλέφτες» τους Ζαγορίσιους. Δεν μου αρέσουν τα περιγελαστικά
τραγούδια:
«Στο Μπισντούνι βράζουν ρύζι
και στα Γιάννινα
μυρίζει»
Είναι μερικοί αργόσχολοι ψευτογιαννιώτες στο «Γυαλί-Καφενέ» που
κοροϊδεύουν τους εργατικούς χωρικούς με τα νοικοκυρεμένα σπιτάκια γύρω-γύρω από
την λίμνη. Φοράνε, λέει, κάτι ορθομύτικα σουβλερά τσαρούχια δίχως φούντες.
Άνθρωποι του θεού και αυτοί, που ασχολούνται με την ψαρική, σκάβουνε τη λιγοστή
γη τους, μαστορεύουν στους μικροταρσανάδες τα πετούμενα μακρόστενα σκαριά της
λίμνης, άλλοι βαρκάρηδες που μας σεργιανάνε στις φεγγαροβραδιές και μας
αφηγούνται τους θρύλους της λίμνης και του Κάστρου. Πού είναι το κακό; Ένας
τέτοιος χωριάτης έξυπνος σκέφτηκε το «Τραμβάυ» με τα άλογα, και έδωσε ένα
ιδιαίτερο χρώμα στην πόλη.
Όσο λείπανε οι γυναίκες στο χωριό βάλθηκα να
συγκεντρωθώ στο δωμάτιό μου. Διάβαζα τα σχολικά μου και έπιανα με ζήλο τα
εξωσχολικά μου διαβάσματα. Τα δημοτικά τραγούδια του Λεγκράν και του Περνώ
βρισκόταν στο επίκεντρό μου. Με είχε προπαιδεύσει η μάνα μου. Η φυσική πηγή του
δημοτικού τραγουδιού.
Σελίδα
78
Ήταν φανερό πως και οι ξένοι από την ίδια πηγή τα άντλησαν, για να
τα μελετήσουν. Αν όχι από την μάνα μου πάντως οπωσδήποτε από τις μάνες, τις
γιαγιές και προγιαγιες της μάνας μου. Μια πρωτοφανής πνευματική ευφορία με είχε
καταλάβει. Άρχισα να φοβάμαι για το μυαλό μου. Τόσοι Δάσκαλοι ζωντανοί, που με
τριγύριζαν και τόσα βουνά από βιβλία που με καταπλάκωναν, πώς θα τα άντεχα;
Τελείωνα το Σχολαρχείο και βρισκόμουν μπροστά στα προπύλαια της Ζωσιμαίας.
Έπρεπε οριστικά να διαλέξω αν θα ακολουθήσω τον Λόγιον ή τον Κερδώον Ερμή.
Πρακτικά δεν είχε τεθεί ακόμα το θέμα στην οικογένειά μου. Αλλά εγώ, με την
παιδική μου ψυχή, είχα σαγηνευθεί, καθώς διάβαζα την Ελληνική Μυθολογία, από τον
«πτερόποδα» λόγιο Ερμή. Τις πρόωρες αυτές σκέψεις μου τις σκίαζαν οι κυρίαρχες
στην οικογένειά μας πρακτικές ιδέες του πάππου μου και του πατέρα μου. Ο
ανεπαίσθητα διαμορφούμενος συναισθηματικός μου κόσμος, η εμφανής πλέον ροπή μου
προς την δημώδη και λόγια ποίηση, η υποβόσκουσα τάση μου προς τον κυρίαρχο τότε
ρομαντισμό του 19ου αιώνα, με γέμισαν δέος και φοβία, καθώς σαράντα μέρες τώρα
έλειπαν στο χωριό η μάνα και η αδελφή. Όλες αυτές οι ψυχοπνευματικές ζυμώσεις
γίνονται στην τρυφερή μου ύπαρξη κάτω από τα ανηλεή συμβάντα μιας συρροής
πολέμων και επαναστάσεων μιας και μόνης δεκαετίας, των αρχών του 20ου αιώνα. Τι
άλλα άσχημα μαντάτα μου επιφύλατται ο αιώνας μου θα το δούμε στο τέλος. Εκείνο
που με απασχολούσε τώρα ήτανε «τι δηλεί ο μύθος» του Ερμή. Έτσι με συμβούλευε ο
πρωτοδάσκαλός μου να σκέφτομαι, κάθε φορά που τον συναντούσα στο χωριό και
χαίρονταν για τις προόδους μου στα Γιάννινα. Έψαχνα με τις δικές μου εμπειρίες
να βρω παραδείγματα στο οικογενειακό μου περιβάλλον. Δυο παιδιά είχε ο πάππος
μου, έλεγα. Τον πατέρα μου και τον θείο μου Χριστόφορο, ο καθένας το δρόμο του.
Τους αγαπούσα και τους δύο. Ποιόν θα ακολουθούσα όμως; Ο ένας διάλεξε τον
«σώφρονα βίον» με τα λίγα γραμματάκια που του χρειαζόταν στη σίγουρη δουλειά του
πατέρα του, έπλασε ανάλογα τον δικό του πνευματικό κόσμο σύμφωνα με την παράδοση
και κούρδισε το βιολί του εναρμονισμένο με τα τραγούδια της μάνας μου. Ήταν ένας
πατριώτης που πίστευε στον δοξασμένο Βασιλιά του «εξαδάκτυλον Κωνσταντίνον τον
Δωδέκατον», που μόλις τελείωνε ο πόλεμος θα εστέφετο στην Ωραία Πύλη της Αγίας
Σοφίας Αυτοκράτωρ. Ο άλλος θείος μου, ο ιδεαλιστής δημοκρατικός επαναστάτης
διάλεξε τον δύσκολο δρόμο του αγώνα και της ομηρίας, ήταν με τον Βενιζέλο. Ο
διχασμός ήταν βαθύς την εποχή εκείνη και αν θα δικαιώνονταν κανένας ήταν
μακρινή υπόθεση της Ιστορίας. Εγώ γιατί βιαζόμουν;
Γύρισαν οι γυναίκες
από το χωριό και μπήκαν στη ρουτίνα της δουλειάς. Ο
Σελίδα 79
πάππος έμεινε να φυλάει τα
πατρογονικά μας. Είχε γύρω του το μεγάλο σόι που τον διακόνευε σαν σεβάσμιο
γενάρχη. Από το δελτίο πελατών του Ξενοδοχείου και από τα συμβάντα στην Λοκάντα,
τίποτα το αξιοπερίεργο προς το παρόν. Κάποτε πέρασε ένα έφιππο απόσπασμα Ιταλών
Επιτελικών από την Αλβανία, που θα έπαιρνε μέρος στη Διασυμμαχική Επιτροπή
χαράξεως των βορείων συνόρων της Ελλάδος. Ήταν οι «σύμμαχοί μας», όπως και οι
Βούλγαροι. Η υποδοχή ήταν εχθρική από τους Γιαννιώτες. Ο πατέρας μου και
μερικοί άλλοι κλείσανε αυθόρμητα τα ρολά με βρόντο. Μας διέλυσαν την Αυτονομία
της Βορείου Ηπείρου, όπως οι Βούλγαροι κατέλαβαν την Ανατολική Μακεδονία και
Θράκη. Είναι γεγονός ότι βρισκόμασταν στα πρόθυρα της Ανακωχής και της Συνθήκης
των Βερσαλιών καθώς άκουσα να συζητάνε στη Λοκάντα. Τι είδος μαγειρέματα ήταν
αυτές οι ανακωχές και οι συνθήκες, κανένας δεν ήξερε. Τον μόνο που διάβαζα καλά
στο ανήσυχο πρόσωπό του, ήταν ο πατέρας μου. Ερχόταν καμιά φορά να ξεκουραστεί
στο κρεβάτι της μάνας μου, ύστερα από τις συζητήσεις, και της γύρναγε την
πλάτη. Σήκωνε τα χέρια του και έπιανε τα σιδερένια κάγκελα του κρεβατιού πάνω
από το κεφάλι του, για να αεριστούν καλλίτερα οι μασχάλες του και να αναστενάξει
ευκολότερα το φαρδύ του στήθος. Ύστερα γυρνούσε με τη ράχη του προς την μάνα μου
και έπαιζε νευρικά ταμπούρλο στον τοίχο με τα δάχτυλά του. Η υπομονετική μάνα
μου τον καταλάβαινε και δεν τον ρωτούσε τίποτε αυτές τις δύσκολες ώρες. Ήξερε να
περιμένη την κατάλληλη στιγμή, που ο πατέρας μου έλυνε μόνος του αυθόρμητα την
γλώσσα του για να συμμετάσχει ισότιμα κι’ εκείνη στις οικογενειακές του
ανησυχίες. Ο Γάλλος Στρατηγός Ντεσπερέ ήταν Αρχιστράτηγος του Μακεδονικού
Μετώπου των συμμάχων μας, στη Σαλονίκη. Ήξερε τα Βαλκάνια μόνο από τους
επιτελικούς στρατιωτικούς χάρτες. Ο πατέρας μου ήταν ανήσυχος με το που θα
πέφτανε οι μολυβιές των συνόρων της Μακεδονίας και Θράκης, κρίνοντας από την
εμπειρία του των συνόρων της Βορείου Ηπείρου.
Ο πατέρας μου και ο μεγάλος
αδελφός μου Κωσταντής είχαν άμεση σύνδεση με την Εθνική Επιτροπή Απελευθέρωσης
της Βορείου Ηπείρου, που είχε έδρα τα Γιάννινα. Είχαν πολλές γνωριμίες και με
τον ανταρτόπαπα στον Βορειοηπειρωτικό Αγώνα Σπυρίδωνα, Επίσκοπο Ιωαννίνων. Ο
πατέρας μου εκμυστηρεύθηκε τις ανησυχίες του στον Δεσπότη και αποφασίστηκε να
πεταχτεί στη Σαλονίκη. Εκεί ο πατέρας μου ήρθε σε επαφή με την μεγάλη παροικία
των Ηπειρωτών, που ανήσυχη παρακολουθούσε τα παρασκήνια από κοντά για το άνοιγμα
της Εγνατίας Οδού προς την Θράκη, την Κωνσταντινούπολη και την Ρωμυλία. Ο
πατέρας μου, όπως κατάλαβα, γύρισε απογοητευμένος. Τα συμπλε-
Σελίδα 80
κόμενα συμφέροντα, έλεγε, των
κυρίαρχων Μεγάλων Δυνάμεων και οι αλληλοσυγκρουόμενες επιδιώξεις των Εθνικών
Κέντρων των Βαλκανικών Λαών κάθε άλλο παρά εγγυόνταν μια δίκαιη ειρήνη στα
Βαλκάνια. Πετάχτηκε στο χωριό να τα συζητήσει με τον πάππο μου, για μια μέρα.
Εκείνος άκουσε σκεπτικός τις λεπτομέρειες των παρασκηνίων. Είχε πλέξει τα δυο
του χέρια γύρω από τα γόνατά του, όπως ο «πωλών επί πιστώσει»,
μισοαπελπισμένος. Ύστερα έβγαλε το σκούφο του και άχνισε η φαλάκρα του από την
στενοχώρια, καθώς αντιφέγγιζε στο φως του δαδιού. Το δαδί απόσωσε το χρέος του
και ο πατέρας μου άναψε την γκαζόλαμπα, που παράστεκε πάνω στο γείσο του
τζακιού. Ύστερα πέταξε στη φωτιά την φλομωμένη στον καπνό καύτρα του δαδιού από
τον τρίποδο «φεγγίτη», που παράστεκε στο εσωτερικό παραγώνι του τζακιού. Ο
πατέρας μου, ποια θα ήτανε η κριτική στάση του γέροντα για τους Φράγκους, την
ήξερε. Ο πάππος μου δεν ήθελε να ξαναβρωμίσει το στόμα του για να επαναλάβει την
ίδια λέξη που είχε ξεστομίσει κάποτε για την αγγλική πολιτική στα Βαλκάνια.
Περίμενε τότε πολλά από τους, προστάτες των ορθοδόξων, Τσάρους της Ρωσίας. Τώρα
που δεν περιμένει τίποτα από τους «άθεους μπολσεβίκους», προτίμησε να
προχωρήσει κατευθείαν στο «πρακτέον». Κατά την γνώμη του πάππου μου έπρεπε ο
πατέρας μου και ο αδελφός μου να μπουν στην Κομοτηνή μαζί με τις πρώτες
προφυλακές του Ελληνικού Στρατού, που θα κατελάμβανε την Θράκη. Ο πάππος μου
ήταν εξαιρετικά ανήσυχος καθώς ο πατέρας είχε διαπιστώσει στη Σαλονίκη, ότι το
Εκστρατευτικό μας Σώμα, που περίμενε εναγώνια το σύνθημα εξόρμησης, θα
πλαισιώνονταν από τα παρδαλά αποικιακά τμήματα των Φράγκων. Ινδοί, Πακιστανοί,
Σενεγάλλοι, Νεοζηλανδοί, Αυστραλοί κ.α. Το χειρότερο προμήνυμα, από την εμπειρία
της Βορ. Ηπείρου ήταν ότι τα σύνορα της Μακεδονίας και Θράκης θα χάραζαν
κυριαρχικά οι Αγγλο-Γάλλοι. Ήταν το τελευταίο πικρό ποτήρι του πάππου μου από τα
μηνύματα των καιρών και η τελευταία συμβουλή που έδινε στον πατέρα μου. Η μέση
του είχε διπλώσει από τα γηρατειά, όπως η μέση του μπάρμπα Χριστόδουλου από το
ξυλοφόρτωμα των Βουλγάρων. Δεν είχε πια την δύναμη ο πάππος μου να πατήσει τον
αναβατήρα του αλόγου του και να πεταχτεί από χάμω, σαν κοζάκος, στη σέλα του,
για να μπει εκείνος πρώτος στα καθαγιασμένα με την δράση μιας ζωής χώματα της
Θράκης. Τώρα χρειαζόταν δυο άντρες να τον ανεβάσουν στο πεζούλι και από κει να
τον καθίσουν στο σαμάρι του μουλαριού. Οι συνομιλητές ψιλοφάγαν και κοιμήθηκαν
βαριά κουρασμένοι αντικριστά στα παραγώνια της φωτιάς. Η λάμπα με κατεβασμένο
το φυτίλι περίμενε να φέξει η μέρα για να φύγει χαράματα ο πατέρας. Ήθελε να
πιάσει μονοήμερα αργά το βράδυ τα Γιάννινα, εμπιστευόμενος στην γοργοπόδαρη
Γκέσα. Την άλλη μέρα κιόλας πατέρας και ...
σελίδα 81
πρωτογιός, κάθισαν στο γραφειάκι
της Λοκάντας να συζητήσουν πάνω στις πρώτες αποφάσεις που πάρθηκαν στο χωριό. Ο
αδελφός χαρούμενος σαν νιόπαντρος και αποστρατευμένος, ανέλαβε με ενθουσιασμό
την οριστική εκκαθάριση των λογαριασμών και την οριστική διακοπή των εργασιών με
το Ξενοδοχείο, την Λοκάντα και τα δέκατα. Δεν θυμάμαι πόσους μήνες χρειάστηκε η
εκκαθαριστική περίοδος. Χαιρόμουνα κι εγώ με την επιτυχή δραστηριότητα του
μεγάλου μου αδελφού, όταν μου είπαν ότι μόλις πάρω το πτυχίο του Σχολαρχείου τον
Ιούνιο, φεύγουμε όλοι για το χωριό. Λυπόμουν που δεν θα ανέβω στα προπύλαια της
Ζωσιμαίας και θα αποχαιρετούσα τα αρχοντικά Γιάννινα και την λίμνη με τις
κλαίουσες και τους θρύλους της. Χαιρόμουν όμως, που το θαμπό όνειρο της
Αλεξανδρούπολης όπου γεννήθηκα, κόντευε πια να γίνει πραγματικότητα. Χαιρόταν η
μάνα μου για το «μικρό Παρίσι της». Χαιρόταν ο πατέρας, που θα ανανέωνε το
Ξενοδοχείο του στην Κομοτηνή. Το είχε χτίσει το 1910 και το 1912 το άφησε,
στολισμένη νύφη, «γιάμα» στους Βουλγάρους. Γιάμα σημαίνει «διαρπαγή ξένων
περιουσιών από ορδές, στίφη και όχλο». Σημαίνει «λεία πολέμου» ευγενέστερα και
σύννομα προς το Διεθνές Δίκαιο. Όποια εκδοχή και αν πάρετε, είναι για τους
«παθόντας και μαθόντας» μια λέξη φοβερή και συνακόλουθη με τις λέξεις: πόλεμοι,
γενοκτονίες, ομαδικές σφαγές, ομηρίες, βιασμοί, ξεριζωμένες πατρίδες, προσφυγές,
πείνες και ομαδικοί τάφοι. Ήτανε λέξεις, που τις διάβαζα στα λόγια και τα
πρόσωπα των μεγάλων και λιγότερο καταλάβαινα τότε την βαθύτερη σημασία τους. Μια
«ανθοδέσμη λέξεων», στην παιδική μου τότε φαντασία, που ευχαρίστως ο πατέρας μου
θα την προσέφερε στη Σαλονίκη στον Στρατάρχη ΝτΈσπεραί.
Ας αφήσουμε την
Πηνελόπη της Ιστορίας να υφαίνει και να ξεϋφαίνει το ατέλειωτο μαγνάδι της, όπως
μου είπε ο δάσκαλός μου, μόλις πήγα στο χωριό με το «άριστα» του Σχολαρχείου. Ο
αθεράπευτος φυσιολάτρης είχε ταυτίσει το χωριό του με το σύμπαν και το Θεό με τη
φύση. Δεν καταλάβαινα ακόμα την βαθύτερή του φιλοσοφία. «Ο Θεός εν τη φύσει»
ήταν το πρώτο βιβλίο που μου έδωσε μόλις τον χαιρέτησα. Ούτε τον συγγραφέα
συγκράτησα ούτε καλά - καλά το περιεχόμενό του μπορώ να σας περιγράψω. Μπορώ
όμως να σας βεβαιώσω ότι μου άφησε μιαν αξέχαστη παράδοξη γεύση και μια δίψα για
τη γνώση και τη μάθηση. Εγώ δεν είχα καταλάβει τότε ότι ο έμπειρος παιδαγωγός
μου αυτή τη δίψα ήθελε ακριβώς να υποκύψει εντός μου. Γιατί αμέσως μετά μου
άνοιξε μπροστά μου ένα πολύ μεγάλο και πολύ πιο δύσκολο βιβλίο. Ξεδίπλωνε φύλλο
- φύλλο την ίδια την φύση σαν Ευαγγέλιο:
«Μεγάλυνον την ψυχήν μου Κύριε, ως
εμεγαλύνθησαν τα Έργα Σου». Δεν ήταν ο Πρωτοψάλτης που γοήτευε με τα μεγαλυνάρια
το εκκλησίασμα. Ήταν κυρίως ο μοντέρνος παιδαγωγός που έφερνε τις νέες μέθοδες
του « Σχολείου Εργασίας», τους Σχολικούς κήπους και προπαντός την διδασκαλία στο
ύπαιθρο με τις συχνές εκδρομές. Τις εκδρομές τις συνέχιζε και μετά το κλείσιμο
των Σχολείων. Είχε οργανώσει ένα είδος Περιπατητικής Σχολής τα καλοκαίρια,
ελεύθερης, που την παρακολουθούσαν εκτός από τους σχολικούς του