Όχι κι έτσι!
Τι σου ‘μελε να πάθεις, Βήγα,
κακότυχη πατρίδα.
Μπήγα, ‘συ είχες μαύρη μοίρα.
Αύγουστος ήτανε, σαν σήμερα,
όταν της γενοκτονίας σου τα κόκκινα τα σύννεφα
σε σκέπασαν μια για πάντα.
Δεν ήρθε μόνο το επιτελικό σχέδιο του Κεμάλ.
Ήρθε πρώτη η μανία των φανατικών.
Από κοντά κι οι Κούρδοι
κι όλες οι φυλές του Ισραήλ μαζί…
σκέτη γενοκτονία.
Ποτάμι το αίμα το ‘χυσες,
Βήγα μου, κακότυχη πατρίδα μου.
Όλο τον Σεπτέμβρη
του χίλια εννιακόσια είκοσι δύο
βρώμαγε η πάνω γειτονιά σου,
ο Ρουμ-μαχαλάς σου.
Βρώμαγε από το αίμα των Ρωμηών.
Και το ποτάμι σου, ο Γρανικός ο ποταμός…
ήταν κόκκινα όλα ως πέρα, ως τη θάλασσα.
Τουμπανιασμένα, κατακρεουργημένα,
άλλα με κεφάλι κι άλλα χωρίς το κεφαλάκι τους
πηγαίναν μιά από ‘δω και μιά από ‘κει
τα κουφάρια των γκιαούρηδων.
Το ποτάμι μεγάλο, ξακουστό,
γιατί εδώ στον Γρανικό
ο Μεγαλέξανδρος ξάφνιασε το σκοτάδι της βαρβαρότητας
κι ήταν ο πρώτος που τον κοκκίνισε,
αλλά, όχι κι έτσι βρε, μάνα μου,
και δεκατριώ’ χρονώ’ παιδιά να σφάξει
και δεκάχρονα ‘ρσενικά να χαλάσει ακόμη!
Όχι κι έτσι!
Θάμαξαν τα μάτια μου απ’ την κακή σου τύχη
μάνα, καημένη μάνα.
Εμείς, οι πρόσφυγες απ’ τη Μικρά Ασία
«Ως λυπούμενοι αεί δε χαίροντες,
ως πτωχοί πολλούς δε πλουτίζοντες,
ως μηδέν έχοντες και πάντα κατέχοντες»
ξεκινήσαμε τη σκληρή μας πορεία
γράφοντας μια άλλη λαμπρή ιστορία
εμείς, οι πρόσφυγες απ’ τη Μικρά Ασία,
εδώ ‘δα, στην απέναντι μεριά.
Ηρωίδα Μικρασιάτισσα μάνα
Ξερριζώθηκες ξαφνικά κι απρόσμενα από την Πατρίδα σου,
το σπίτι σου, το νοικοκυριό σου, την περιουσία σου.
Έχασες τ’ αγαπημένα σου πρόσωπα.
Αντίκρυσες μ’ απόγνωση τον καταστροφικό ερχομό
μιας καταλύτρας εκμηδένισης.
Κυνηγημένη από ένα βάναυσο δυνάστη,
πετάχτηκες, σαν το ναυαγισμένο σκαρί,
στα βράχια μιας άγνωστης ακτής,
για να εξακολουθήσεις να χτυπιέσαι
απ’ τ’ άγρια κύματα του πόνου, της ανέχειας, της συμφοράς.
Ηρωίδα Μικρασιάτισσα μάνα,
που γλύτωσες απ’ το λεπίδι του Τούρκου,
και σε τραβούσαν από το φουστάνι τα ορφανά σου
παραπονεμένα, πεινασμένα, φοβισμένα.
Ζητούσαν κλαίγοντας φαγητό, που δεν υπήρχε
και το χάδι του πατέρα τους, που το ‘χαν στερηθεί.
Μα δεν έμεινες εκεί.
Αγωνίστηκες κι έφτιαξες καρπερή την άγρια γη.
Έσπειρες τον προγονικό σου σπόρο της δημιουργίας.
Τον πότισες με τον ιδρώτα της σκληρής σου εργασίας
κι είδες της αξιοσύνης σου τους καρπούς
γεμάτους από μελιστάλακτους χυμούς.
Ω, ηρωίδα Μικρασιάτισσα μάνα,
πόσα χρωστάει σε σένα η Ελλάδα!
Ο πρόσφυγας
Τον πόνο της καρδιάς μου να τραγουδήσω δεν μπορώ.
Με ρίξανε σε ξένο δρόμο να διαβώ.
Μου δώσανε και τα τραγούδια τους να τραγουδώ
και μ’ άφησαν γυμνό απ’ το είκοσι και δυό.
Δεν έχω δρόμο να διαβώ,
μήτε και λόγο να λαλώ.
Ξένος σε ξένη χώρα περπατώ
και σφιχτοδέθηκε η καρδιά μου απ’ το είκοσι και δυό.
Δεν έχω δρόμο να διαβώ, μεσ’ στου Αιγαίου το νερό,
στην αγκαλιά του ξέμεινα προσμένοντας τον γυρισμό…
Το κουτάλι της προσφυγιάς
Αφού δεν έφαγες απ’ το ψωμί μας,
πώς να νιώσεις την πίκρα του;
Αφού δεν έφαγες με το κουτάλι της προσφυγιάς,
πώς να καταλάβεις την αξία του;
Εσύ, γλυκό, λες, είναι το ψωμί
και η αλήθεια είναι αυτή.
Όμως, εμείς το βρίσκουμε πικρό,
γιατί δεν είναι εύκολο, αδέρφι,
από τη μια στιγμή στην άλλη,
από ευκατάστατος και νοικοκύρης
να βρεθείς μπατίρης σε ξένη γη
ζωσμένη από ανθρώπους χωρίς Θεό.
Δεν είναι εύκολο ξαφνικά
από τον δημιουργικό Ελληνισμό
να κλειδωθείς στον στείρο ελλαδισμό.
Ανταλλαγή πληθυσμών
Συνάχθηκαν του κόσμου οι τρανοί,
και σου χαράξαν τη ζωή.
Βάλανε μια υπογραφή
σου είπαν: «ανταλλαγή πληθυσμών».
Σε δέσανε σαν το σκυλί,
σε σύραν ‘δω και ‘κει,
όμορφα και παστρικά
και όλως δημοκρατικά.
Ψάξε, ψυχή μου, ψάξε
γενιές, πολλές γενιές καημών,
να βρεις το δίκιο σου και κλάψε
στη δίνη της ‘διοτέλειας των ισχυρών.
Νέος Ρωμηός
Δεν κλαίω για την προσφυγιά μας,
το δράμα της ακούσιας μετοικεσίας μας,
που τό ‘παν’: «ανταλλαγή πληθυσμών - συνθήκη Λωζάνης».
Μήτε δάκρυ χάλασα για τις ψυχές που χάθηκαν,
για όσα με βία μας άρπαξαν.
Κλαίω για την κοροϊδία, για το νέο όραμά μας.
Νέα Καρβάλη. Νέα Κεσσάνη. Νέα Απολλωνία.
Νέα Αρτάκη. Νέα Σμύρνη. Νέα Ιωνία.
Μπορεί να γίνει Νέος Ρωμηός;
Ένας ήταν, είναι και θα ‘ναι ο Ρωμηός.
Τώρα κάνω τον καραγκιόζη. Γι’ αυτό κλαίω.
Εδώ στη νέα μας πατρίδα, την Ελλάδα,
‘μας λένε πια Γραικούς (Greeks),
δηλαδή, αγύρτες, απατεώνες, ψεύτες, κλέφτες, αιρετικούς.
Εγώ, ο Ελληνισμός
Σπαρμένος σ’ έναν τόπο
φυτεμένο κόκαλα και ποτισμένο αίμα,
άπλωσα ρίζες και κλωνιά
κι αγκάλιασα μια θάλασσα πλατιά,
με ολοκάθαρα και γαλανά νερά.
Άπλωσα ρίζες και κλωνιά
και σκέπασα κάμπους και τρανά βουνά,
ίσα με ‘κει τον ουρανό ψηλά.
Άπλωσα ρίζες και κλωνιά κι αγάπησα τρελά,
εγώ, ο Ελληνισμός,
έναν τόπο λουσμένο στο φως
και μια απέραντη πατρίδα στέρεη
στημένη πάνω στις φωτακτίνες της δημιουργίας.
Όσο ο ουρανός κι όλοι οι ουρανοί μαζί, τόσο αγάπησα πολύ
μια πατρίδα αστείρευτη, μαρτυρική κι αληθινή,
κτισμένη με τα φωτολίθαρα του σεβασμού της μοναδικότητας του προσώπου.
Μα, από το είκοσι δύο και μετά , μαράζωσα.
Μιζέρεψα μέσα στον ελλαδισμό μας.
Ωστόσο, ό, τι κι αν έχω πάθει,
Πάντα θα βγάζω άνθη.
Ξεκίνα πάλι
Να μη σε σημαδέψει η μοίρα.
Αυτή η κακιά μοίρα να μη σε σημαδέψει.
Είναι να μη σε σημαδέψει.
Σε σημάδεψε; Τέλειωσες.
Είσαι σημαδεμένος…για πάντα.
Είσαι πρόσφυγας.
Αυτοί που μπορεί να σε νιώσουν
είναι πρόσφυγες.
Αυτοί που σε νιώθουν
είναι μόνο οι δικοί σου, εάν έχεις…
«κι αν είσαι τυχερός, ξεκίνα πάλι».
Σανά μανά απ’ την αρχή.
Γίνεται;
Όλα γίνονται.
Δεν μπορώ ν’ απαρνηθώ
Με προσκέφαλο την ξενητειά
και πανοσκέπασμα την προσφυγιά
γύρεψα τη ζεστασιά
μεσ’ στη χειμωνιά
στους ωκεανούς του πουθενά.
Γύρεψα θαλπωρή κι αγάπη
μέσα σ’ όλα τα πελάγη
και Δόξα τω Θεώ
τα βρήκα και τα δυό
μεσ’ στη δική σου αγκάλη.
Μα δεν μπορώ ν’ απαρνηθώ,
τώρα που μεσ’ στα πλούτη ζω,
μήτε τον πρόσφυγα, μήτε τον ξένο, τον φτωχό.
Συγχώρα με γι’ αυτό.
Τα ‘χω μεσ’ στην καρδιά μου φυλαχτό.
Με τον Τούρκο γίνεται φιλία;
Από τότε που έπεσε εκείνο
το αίμα της γενοκτονίας μας, μάνα,
το αίμα των Ρωμηών της Μικρασίας,
πάγωσε τ΄ αχείλι σου.
Και δεν άνοιξε.
Μήτε για ένα τραγούδι.
Μήτε για ένα μοιρολόι.
Μον’ σαν ξεψυχούσε είπε μ’ απορία:
«Με τον Τούρκο γίνεται φιλία;».
Δακρυσμένη Μικρασία
Είναι βαρύς ο πόνος σου…
να τον σηκώσει δεν μπορεί ανθρώπου φαντασία,
δακρυσμένη Μικρασία.
Να τον ξεχάσω προσπαθώ, μα δεν μπορώ.
Ακόμα και μέρα γιορτινή
μιά ασήμαντη αφορμή
μου αναστατώνει την ψυχή,
σα θυμηθώ τον πόνο σου,
‘ματωβαμμένη, αγαπημένη γη,
δακρυσμένη Μικρασία.
Προσκύνημα στις αλησμόνητες Πατρίδες
Εδώ ήρθαμε για να μην ξεχάσουμε,
όχι για να κλάψουμε.
Δεν έχουμε δάκρυ πια.
Στέρεψε ύστερα από μερικές γενιές προσφυγιά.
Έχουμε μόνο χαμόγελο. Χαμόγελο δημιουργίας,
γιατί, εάν χρειαστεί, μόνο εμείς θα τα ξαναχτίσουμε.
Αυτό θα ‘πει: από την τέφρα μας ξαναγεννιόμαστε,
αρκεί και μόνο η στάχτη να’ ναι δικιά μας.
Και τώρα, στον γυρισμό,
θα πάρω από ‘δω
σκόρπια στάχτη και σκόνη,
εκείνη του είκοσι δυό.
Κιβωτός
«Θα στείλω κατακλυσμό. Φτιάξε κιβωτό»,
είπε ο Θεός στον Νώε, εκείνο το γλυκό πρωινό.
Κι ο δούλος ο πιστός, από εκείνη την ημέρα
δούλευε χρόνια και χρονάκια εκεί πέρα.
Όλοι τον περιγελούσαν κάτω από τον καθάριο ουρανό,
μ’ αυτός ήταν κουφός στον εμπαιγμό.
Σαν τέλειωσε, περίμενε, ήσυχα και ταπεινά,
ν’ ανοίξει ο ουρανός, να πνίξει τα βουνά.
Έτσι και ‘γω μαζεύω τα αποκαΐδια
της σφαγμένης μου πατρίδας,
της γλυκιάς μου Μικρασίας.
Ό,τι μπορώ.
Αναμνήσεις, ιστορίες, τραγούδια και χορό.
Φτιάχνω κιβωτό. Περιμένω τον κατακλυσμό,
που θα με φέρει πάλι πίσω, στα μέρη π’ αγαπώ.
Μαγιά
Όσο κι αν νιώθω
το αίμα μου το βυζαντινό
να παγώνει στο είκοσι δυό,
τόσο νιώθω ζωντανός,
σα βλέπω τη μαγιά
να κρατάει σταθερά
Θερμοπύλες και Γραβιά.
Οι άγριοι της στέπας
Ήταν άγριοι της στέπας. Άριστοι ιππείς.
Ζούσαν απ’ τα κοπάδια των προβάτων τους.
Αυτό ήταν όλο• άγριοι της στέπας.
Μια ωραία πρωία είδαν το περίλαμπρο αστέρι,
την Πόλη, τη Νέα Ρώμη
κι ένας από αυτούς έσφαξε τον Κωνσταντίνο
κι έγινε ο ίδιος δήθεν η συνέχειά του!
Μετά ήρθαν άλλοι κι άλλοι
κι όλοι ‘θέλαν να φτιάξουν
και από μιά Αγιά Σοφιά.
Έτσι η Πόλη γέμισε τζαμιά, ποντικούς και γατιά.
Ώσπου ήρθε και ο νέος θεός τους, ο Μουσταφάς
και τα πιο πολλά τα έφτιαξε μουσεία.
Τότε, το χίλια εννιακόσια είκοσι τρία.
Τότε, που ζήσαμε το νεοσύστατον τουρκικόν κράτος
‘πάνω στο στραγγάλισμα της Ιστορίας.