Στην μια γωνιά η πρωτομάνα - μετά χαράς. Σεβάσμια αρχόντισσα, κλειδοκρατόρισσα του νοικοκυριού. Στην άλλη μεριά η δεύτερη, καλοστεκούμενη και υπάκουη σα νύφη. Καμιά ζήλια ή μάλωμα κάτω από την σκέπη του Δημογέροντα δεν πέρναγε. Όλα τρέχανε όμορφα. Στο μύλο πήγαινε το στάρι η νεότερη. Στη βρύση πηγαινοέρχονταν οι παραστεκάμενες κοπέλες του νοικοκυριού. Στάθηκε γενναιόδωρος ο γενάρχης μας στην πρωτομάνα μας. Της έγραψε ένα σπίτι που είχε στην αυλή μας, ξέχωρο, το σπίτι της Στάμως, που έμεινε στην οικογενειακή μας ιστορία με το όνομά της.
Μόλις φτάσανε στο δέκατο τρίτο, με την δεύτερη, παιδί ο Καπετάν-Μιχάλης είπε το αμήν. Ο τελευταίος γιος του ήτανε ο πάππος μου. Δέκα τριών χρονών ο Κωσταντής ακολούθησε την ίδια μοίρα της ξενιτιάς με τα δώδεκα αδέρφια του. Φόρεσε το καινούριο σαλβάρι που του έραψε η μάνα του. Λαφρύ καλοκαιριάτικο υφαντό να μη συγκαίγεται στο περπάτημα ο ξενιτεμένος μας. Το έβαψε καφετί σε νωπά καρυδότσουφλα και ξεκίνησε - ώρα του καλή - στην ξενιτιά μικρό και άπραγο παιδί. Πέταξε αποφασιστικά τον τορβά στον ώμο του και κόλλησε σε ένα καραβάνι πεζολάτης. Μόνο στα δύσκολα περάσματα των ποταμιών πιανότανε από την ουρά των μουλαριών να μην πνιγεί. Έτσι καθώς βρεχότανε ξέβαψε το φρεσκοβαμμένο σαλβάρι του και βάψανε καφετιά τα σκέλια του. Με τα ίδια ρούχα περπάταγε μέρες και βδομάδες. Με τα ίδια ξάπλωνε κατάχαμα στα κονάκια δίπλα στη φωτιά να στεγνώσει. Των τσαρουχιών οι πάτοι δεν φτουρήσανε άλλο. Τούμειναν οι μαδημένες φούντες και τα ξεχαρβαλωμένα βάρδουλα. Ξυπόλητες οι πατούσες του πατούσανε πότε το μαλακόχωμα στα ισιώματα και πότε -χαλασιά τ’- τις κοφτερές στουρναρόπετρες στα κακοτράχαλα βουνά της Ηπείρου και της Μακεδονίας. -
Μπρε, μακρύς πολύ ο δρόμος, απορούσανε οι ταλαίπωροι ξενιτεμένοι μας.
- Και η υπομονή πιότερη, απαντούσανε οι έμπειροι αγωγιάτες.
«Υπομονή», ήτανε η καθημερινή τους κουβέντα. Tα άλλα τους λόγια ήταν τα μακρόσυρτα τραγούδια του καημού και της μεγάλης προσμονής.
Ακόμα τούτ’ την άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες. Τούτο το καλοκαίρι, όσο ναρθεί ο Μόσκοβας, ραγιάδες, ραγιάδες. όσο ναρθεί ο Μόσκοβας να φέρει το σεφέρι. Και το σεφέρι των ξενιτεμένων - άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο - τραβούσε κατά τον Βοριά - Μακεδονία, Θράκη, Ρωμυλία και Μολδοβλαχιά.
Το μεγάλο σεφέρι της λευτεριάς όμως, αργούσε να κατέβει από τον Βοριά. Δυό μεγάλες αυτοκρατορίες παλεύανε κάθε τόσο, μα οι αμφίρροπες εκστρατείες δεν είχανε σωμό. Ωστόσο το σαράκι των αλύτρωτων δούλευε μέρα - νύχτα.
Ως πότε παλικάρια θα ζούμε στα στενά, μονάχοι σαν λιοντάρια στους βράχους, στην σκλαβιά;
Το τραγούδι χούγιαζε στα Μπαλκόνια: Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρωμιοί, Τούρκοι κι ’ Αρβανίτες, Σηκωθείτε όλοι, μια ορμή.
Τέτοιος έφτανε ο επαναστατικός απόηχος από την Ευρώπη στα Βαλκάνια με τα τραγούδια και το Σύνταγμα του Ρήγα. Ο καλός ο Λόγος του σπορέα φύτρωνε γόνιμος σε όλα τα έθνη. Οι δημογέροντες κάτι πισπιρίζανε στα κρυφά. Ο Προύθος και ο Δούναβης, ο Έβρος και ο Βαρδάρης πάσχιζαν ενωμένοι να μπουν στην ίδια κοίτη. Από πάνω έως κάτω. Τα μαυροθαλασσίτικα κύματα πάφλαζαν στα στενά του Βοσπόρου και του Ελλήσποντου να ενωθούν με τα ασπροθαλασσίτικα κύματα του Αιγαίου.
Πρώτο το γένος των Ελλήνων ετοιμάζονταν στα Βαλκάνια, στεριά και θάλασσα, για τον μεγάλο λυτρωμό. Τα κρυφομηνύματα πηγαινοέρχονταν από την Οντέσα και την Πόλη μέχρι το Ταίναρο και την Κρήτη. Σκουρογόνατοι νησιώτες ναυτικοί μας, κρύβανε μηνύματα της Φιλικής Εταιρίας στα κοντοβράκια και τις φουφούλες τους. Κουβαλούσαν λιανοντούφεκα και μπαρούτια από τη Δημητσάνα και την Ιτάλια, διπλαμπάρωτα στη σαβούρα των καϊκιών τους. Τα ξεφόρτωναν στα παραλίμανα της ερημιάς και στα δέλτα, τα πολυδαίδαλα, των μεγάλων ποταμών. Φιδοσέρνονταν ύστερα με μικρές ψαρόβαρκες και πρόχειρες πλεούμενες καλαμωτές στα κανάλια, στα μεσόγεια της Ελλάδας και των Βαλκανίων, μέχρι το τελευταίο αυλάκι, στις ελώδεις και παραλίμνιες περιοχές. Αρμάτωναν τα ατίθασα ορεινά κάστρα της Πίνδου, της Ρούμελης και της Μάνης, τους πύργους των Καρπαθίων, τα κάστρα των Ιλλυρικών Άλπεων και του Αίμου.
Μάταια η Ιερή Συμμαχία και η Τουρκική Θηριωδία στραγγάλισαν την φωνή του Ρήγα στο Βελιγράδι, και έπνιξαν στο αίμα τον Ιερό Λόχο στο Δραγατσάνι, τις ναυτικές εξεγέρσεις στα Ψαρά και την Χίο. Ο μεγάλος ξεσηκωμός δούλευε - κρυφή νεροσυρμή - χρονικίς. Φιδοσέρνονταν ασταμάτητα και αθόρυβα στις συνειδήσεις των Βαλκανικών λαών. Βοηθούσαν και οι παπαδάσκαλοι του Έθνους με τα κρυφά σχολειά. Αλληγορικά παραμύθια «για το ξανθό το γένος» που θα μας βοηθήσει. Για κοιμισμένους πρίγκιπες που θα ξυπνήσουν ξαφνικά με τις πύρινες ρομφαίες, όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου. Μια κοινή γλώσσα της λευτεριάς διαπερνούσε τις παράταιρες ντοπιολαλιές των Βαλκανίων, όσο που ήρθε κάποτε «το πλήρωμα του χρόνου» και έδεσε αυτός ο πολύμυθος πνευματικός και συναισθηματικός οργασμός των λαών. Ένας παμβαλκανικός ξεσηκωμός του «Δώδεκα», που γκρέμιζε σαν χάρτινους πύργους τα κάστρα της Σουλτανικής Αυτοκρατορίας. Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι, Μαυροβούνιοι, ενωμένοι στα 1912. Γιάννινα, Σκόδρα, Μοναστήρι, Θεσσαλονίκη, Αδριανούπολη, όλα τα τελευταία κάστρα της Τουρκιάς πέφτανε σε όλη την Χερσόνησο του Αίμου, από τον Δούναβη ίσαμε του Αιγαίου τα γαλανά νερά. Ένας αλαλαγμός χαράς αντιβούηξε όταν πέσανε τα Γιάννινα:
«Επέσανε τα Γιάννινα, μάτια πολλά το λένε, όπου γελούν και κλαίνε.»
Ανατρίχιαζε η ραχοκοκαλιά της Πίνδου, των Ιλλυρικών Άλπεων και του Αίμου. Νικηφόρα πάφλαζαν τα κύματα του Αιγαίου στ’ ακρογιάλια της Θράκης, στον Ελλήσποντο και στην Λήμνο. Κι’ όταν το θωρηκτό Αβέρωφ καταντρόπιασε το θωρηκτό των Τούρκων Γιαβούζ, «Αλλάχ, Αλλάχ» θρηνολογούσαν από την αντίπερα όχθη: «Νταγιάν, Γιαβούζ, Νταγιάν, βάστα, Γιαβούζ, βάστα», φώναζαν οι Τούρκοι. Μα το πληγωμένο θεριό, γεμάτο αβαρίες, κρύφτηκε στα στενά του Ελλησπόντου, εκεί που υπερήφανος ο Σουλεϊμάν Πασάς, πριν πεντακόσια χρόνια πάτησε το καταραμένο πόδι του στη Θράκη για να φτάσει αργότερα ο Βαγιαζήτ στα πρόθυρα της Βιέννης. «Πάλι με χρόνια με καιρούς» γυρνούσε το φύλλο της Ιστορίας.
Όσο γινότανε αυτός ο σαματάς, αυτή η αιώνια «ιστορία των πολέμων και των επαναστάσεων», το «Δέντρο της γενιάς μου όλο και άπλωνε τα κλαριά του».
Αφήσαμε τον πάππο μου να πολεμάει με μισό τσαρούχι και να πορεύεται με έναν τουρβά στο ώμο του, αμούστακο παιδί, στην τύχη και στην μοίρα του. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, όπως στα παραμύθια της γιαγιάς μου. Τον ίδιο δρόμο με τ’ αδέλφια του. Τον χιλιοπατημένο δρόμο της Εγνατίας οδού των Ρωμαίων κατακτητών, των Φράγκων Σταυροφόρων και των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Πάτησε όλα τα Τούρκικα κονάκια, τα ηπειρώτικα χάνια σε όλη την πολυήμερη διαδρομή για να φτάσει στη γη της επαγγελίας.
Από το βιβλίο "Ένα δέντρο απλώνει τα κλαριά του"
Πέρασε πόλεις και χωριά, παντού Ηπειρώτες - φούρνο, μαγαζί και χάνι! Ένας άγιος ξάφνου βρέθηκε μεσοστρατίς μπροστά του. Ένας μεγαλονοικοκύρης Χαντζής και μαγαζάτορας. Φευγάτος από την εποχή του Αλή-Πασσά, είχε στήσει το κονάκι του στο Χαϊβάν-Παζάρ της Γκιουμουλτζίνας. Μια παλιά πόλη γύρω από τα βυζαντινά Κομουτζινά τείχη. Κουμουτζίνα, Γκιουλτζίνα την λέγανε παραφθαρμένα οι Τούρκοι κατακτητές, Κομοτηνή κατά το Άννα η Κομνηνή επί το βυζαντινότερον καθόρισαν την οξύτονη κατάληξη οι βυζαντινολόγοι καθηγητές μου το 1920, όταν ύστερα από πεντακόσια χρόνια λευτερώθηκε η πόλη. Κομοτίνη με γιώτα επέμειναν στην παροξύτονη κατάληξη οι μειοψηφούντες δημοτικίζοντες γραμματολόγοι.
Προς το παρόν ο Κωσταντής συνεχίζει την πορεία του.
Όλοι οι βλάχοι μια γενιά, τού ’πε ο Χαντζής, και τον χτύπησε στον ώμο χαϊδευτικά. Βρεθήκανε και μακρινοί συγγενείς. Τον πήρε με καλό μάτι ο χωρια-νός μας. Τούδωσε απλόχερα φαί και ύπνο στην αρχή. Ύστερα τού’κοψε μια πληρωμή - απ’ Άη-Γιώργη σε Άη-Δημήτρη. Έτσι ήτανε το συνήθειο των « χουσμεκιαρέων » που κάνανε τα «χουσμέτια», τις βαριές και ταπεινές δουλειές των αρχόντων. Τον κράτησε κοντά του σαν ψυχοπαίδι του. Ήτανε ψηλό και γεροδεμένο παιδί ο Κωσταντής μας. Ξεσέλωνε τα άλογα, ξεσαμάρωνε τα μουλάρια, τιμάρευε τα πληγιασμένα γαϊδούρια. Σκούπιζε με τα σαμαροσκούτια τον τίμιο ιδρώτα των ζωντανών και βόλευε όμορφα τους πελάτες στα γιατάκια τους. Μοίραζε την ταϊ με τάξη στα παχνιά κι αφού πλυνότανε καλά βοήθαγε και στο μαγέρικο το μεσημέρι. Όταν το βράδυ φεύγανε οι παζαρίτες με τα ζωντανά τους έπιανε την σκούπα και καθάριζε τ’ αχούρια από την καβαλίνα και τα κάτουρα. Το Σάββατο καθώς ο ήλιος ακουμπούσε στην κορυφογραμμή της Ροδόπης και το ποτάμι χρύσιζε, ο Κωσταντής έπεφτε στο βυρό κάτω από την γέφυρα του Κολακλόγλου για να ξεπλύνει την βρωμιά της καβαλίνας και τις αμαρτίες της ψυχής του. Τι αμαρτίες άραγε να είχε; Ήτανε αγνό χωριατόπαιδο ο Κωσταντής. Η μόνη αμαρτία που πίστευε ήταν που άφησε την μάνα του σαν κλώσα μοναχή. Ο γέρακας της ξενιτιάς της είχε φάει ένα-ένα τα κλωσσόπουλα. Άφησε τον τάφο του πατέρα του με ένα στερνό κερί που το άναψε φεύγοντας. Γονάτισε και ακούμπησε τον βαρύ όρκο του σαν τον τραγικό όρκο του άλλου Κωσταντή της γνωστής δημοτικής παραλογής.
«Μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη...»
Τα τραγούδια της ξενιτιάς τα σιγανομουρμούριζε και στη δουλειά του και στη σχόλη του. Μαζί με τον τουρβά του, κουβαλούσε ο καλός μας και τις αναμνήσεις του. Τα κατάραχα της Ροδόπης του φέρνανε μπροστά του τους δρυμούς της Πίνδου. Θυμόταν το ποτάμι που ψάρευε στο χωριό του. Τώρα εδώ κουβαλούσε τον μπόγο με τ’ απαλλαξίδια του να τα βουτήξει στο νερό και να τα μισοστεγνώσει. Πού είναι η μάννα του γιά να τα μοσχοπλύνει; Καθώς τραβούσε την ακροποταμιά στον πλούσιο Θρακιώτικο κάμπο μάζευε και μερικές χεροβολιές σκουπόχορτο για να πλουτίσει τα σκουπόξυλα που είχανε φαγωθεί από την τίμια και προκομμένη δουλειά του Κωσταντή. Όλα τούτα τάβλεπε και τα κρυφοκαμάρωνε τ’αφεντικό. Τάξη και οικονομία για τον Οικονόμου σήμαινε προκοπή.
- Μπρε παιδί, έλεγε το αφεντικό.
- Χαλάλι του το ψωμί του, λέγανε οι πελάτες, ευχαριστημένοι.
Όταν πήρε για καλά την ανάσα του το παιδί, άντρας πια, αποφάσισε να συνεχίσει το ταξίδι στη Βλαχιά. Με τις οικονομίες του αγόρασε μια όμορφη, γερή και γοργοπόδαρη φοράδα, από το Χαϊβάν-Παζάρ, το αλογοπάζαρο. Κάθε Τρίτη, μπροστά στο Χάνι, στην Κεντρική Πλατεία γινότανε το βδομαδιάτικο παζάρι με τα λογής-λογής αγροτικά προϊόντα και παντοειδή ζώα. Ο Κωσταντής ήτανε ανοιχτό βιβλίο. Ήξερε ν’ακούει και να μαθαίνει. Ψήθηκε στη σκληρή δουλειά και το καθημερινό αλισβερίσι. Έγινε ο τζαμπάζης, ο εξπέρ στις συναλλαγές. Έγινε ο Μιχάλολού Κωσταντή Εφέντης. Ο Τσορμπατζής, ο άξιος γιος του Καπετάν Μιχάλη του Ζορμπά, του Δημογέροντα του Ζαγοριού. Αφήσαμε τον Δημογέροντα να κοιμάται στην αιωνιότητα με το στερνό κερί του Κωσταντή και τον βαρύ του όρκο για ταφόπετρα. Εδώ αρχίζει η πραγματική, η δημιουργική ιστορία του πάππου μου. Αγόρασε την φοράδα, την σέλωσε και την έντυσε νύφη με τα καλλίτερα χάμουρα και χαϊμαλιά. Πήρε ζιγκιά και σπιρούνια κι’ένα δισάκι πέτσινο, για το μεγάλο ταξίδι. Παράγγειλε κι’ένα «γιαμουρλούκι» από χοντρό αδιάβροχο σαγιάκι φαρδύ-φαρδύ να σκεπάζει τα γόνατά του και τα καπούλια της φοράδας του, κόντρα στη βροχή και τ’αγιάζι στα τσουχτερά Βαλκάνια. Τ’αφεντικό του όλα τούτα τα κρυφοκαμάρωνε. Ώσπου μια μέρα τον κάλεσε στο σπίτι του να τον φιλέψει. Αφού τσουγκρίσανε τα κρασοπότηρα τον παρακάλεσε να γονατίσει. Τούριξε μια χούφτα λίρες από τον πλούσιο μπεζαχτά του στο μαύρο φουντωτό κεφάλι του. Ύστερα τον έπιασε από το χέρι του τον σήκωσε και τον φίλησε. -
Χώμα, παιδί μ’, να πιάνεις και μάλαμα να γένει.
Την ίδια ευχή του έδωσε και η μάνα του όταν έφευγε από το χωριό. Μαζί με το καρβέλι και το κλειδοπίνακο τούριξε και λίγα γρόσια στον τουρβά του, για μαγιά, η καψερή η μάνα του. Την ώρα που προβόδαγε στον «Γκοτζιά» και κλαίγανε τα σόγια στο λαιμό του, τον σφιχταγκάλιασε τελευταία και η μάνα του, για να του περάσει στο μουσκεμένο σβέρκο του ένα χρυσό Κωσταντινάτο. Ήταν ο φύλακας Άγιός του και η Αγία Ελένη, αυτή η ίδια μάνα του Κωσταντή που τον είχε αγκαλιάσει, και δεν τον άφηνε να φύγει.
Ο «Γοτζάς» ήταν ένας παράξενος πετρωτός λόφος πάνω από την μεγάλη χαράδρα της ποταμιάς. Τον είχε ξεράσει από παλιά κάποιο δαιμονικό ηφαίστειο, δίπλα στο καταπράσινο ξωκλήσι του Άη-Δημήτρη. Είναι ο τόπος του χωρισμού όπου: «από το κλάημα το πολύ χορτάρι δεν φυτρώνει» .
Καθώς ανέβαινε ο Κωσταντής με την φοράδα του το ύψωμα του Ντικελί-Τας, είδε να προβάλλει ένας πολύ ψηλός μιναρές. Καθώς το μαγαζί της αγοράς εξακολουθούσε για καιρό να φυτοζωεί, ο Κωσταντής μελετούσε τους ανθρώπους και τους τόπους του χωριού. Δίπλα στο κεντρικό Τζαμί ένα μεγάλο οικόπεδο με ένα χάνι μισογκρεμισμένο και γύρο-γύρο άδεια μαγαζιά. Κάθε Παρασκευή, που είναι μέρα γιορτινή της εβδομάδος για τους μωαμεθανούς, όπως η δική μας Κυριακή, γινότανε το βδομαδιάτικο παζάρι.
Η κατοικία που έκτισε πριν από το 1900 ο Κωσταντής Εφέντης και που διέμενε μέχρι τη Βουλγαρική Κατοχή του 1941 ο εγγονός του Κων/νος Ποάλας του Μιχαήλ, ο οποίος και διετέλεσε Πρόεδρος της Κοινότητας Σαπών μετά το 1935. Μετά την απελευθέρωση η οικογένεια δεν επέστρεψε και η κατοικία έμεινε κενή μέχρι την εγκατάσταση εκεί με ενοίκιο του γιατρού και Δημάρχου Σαπών Χρ. Τσιτσώνη. Σήμερα δεν υπάρχειμ αφού έχει γκρεμιστεί από το Δήμο λόγω φθοράς! [Αρχείο: Θεόδ. Ζαμπογιάννη του Μιχ.].
Ο χότζας, που ήτανε και σαμαράς το επάγγελμα, τα είχε κανονίσει σοφά. Το τζαμί ήτανε μεγάλο και επιβλητικό. Πέτρα πελεκητή, μαρμάρινες φαρδιές σκάλες, μεγάλες τζαμαρίες χρωματιστές. Μπαίνοντας οι προσκυνητές άφηναν τα «γεμενιά» τους σε ένα προθάλαμο και πατούσαν ξυπόλητοι, πάνω σε ένα παχύ στρώμα από απανωτά κελίμια και περσικά χαλιά, για να προσκυνήσουν. Ήταν το πλουσιότερο τζαμί μετά το Γκιμουλτζινιώτικο τζαμί της Μουφτείας. Ήταν όλα τάματα που φέρνανε οι προσκυνητές από το χατζηλίκι. Ανάλογη επιβλητικότητα είχε και ο μιναρές. Ήτανε πανύψηλος με δυο εξώστες έναν για το καθημερινό ναμάζι κι έναν ψηλότερο για το μπαϊράμι. Πέντε φορές την ημέρα ανέβαινε τα στριφογυριστά πέτρινα σκαλιά του ο χότζας μας. Είχε το κουλάϊ του ο λειτουργός του Αλλάχ. Το σαμαράδικο ήτανε πόρτα-πόρτα με τον μιναρέ. Είχε αραδιάσει μερικά δοκάρια μπρος το μαγαζί του και δίπλα στο τζαμί για να δένουν τα γαϊδούρια τους οι παζαρίτες προσκυνητές. Ο Σεμερτζή Χότζας ήταν μια πολυσχιδής και επιβλητική προσωπικότητα για το κεφαλοχώρι και την ευρύτερη περιοχή. Ο Μουφτής της Γκιμουλτζίνας τον είχε περί πολλού. Αξίζει να σας τον περιγράψω σαν έναν Δάσκαλο - Μολλά και σαν άνθρωπο, έναν θυμόσοφο Ναστραντίν. Το χρέος μου αυτό είναι μεγαλύτερο γιατί ο Σεμερτζή Χότζας δεν στάθηκε φίλος και υποστηρικτής πιστός του πάππου μου στα χρόνια της ανόδου του. Στάθηκε πιστός στον πατέρα μου και τα μεγάλα αδέλφια μου όταν βρήκαμε ρημαγμένη από τους βαλκανικούς πολέμους την πατρική μας περιουσία, στις Σάπες, στην Κομοτηνή και την Αλεξανδρούπολη, το 1920. Ο Χότζας μας ήτανε στητός, ψηλός σαν μιναρές, το ίδιο μπόϊ με τον πάππο μου. Φορούσε ένα φέσι πυργωτό φρεσκοκαλούποτο πάντα που τον έκαμνε ψηλότερο. Το μπρισίμι της φούντας γυάλιζε στο πλάι. Ένα πλούσιο άσπρο χρυσοκέντητο σαρίκι σαν φωτοστέφανο, έδειχνε πως κάποια ανώτερη θέση είχε στη θρησκευτική ιεραρχία. Οι φτωχοί Χοτζάδες και μαθητευόμενοι Μουεζίνηδες της περιοχής κάθε Παρασκευή ερχότανε να τον προσκυνήσουν. Τα χρυσοκέντητα θεόρατα γεμενιά του είχανε την ξεχωριστή ιεραρχική τους θέση στον προθάλαμο του τζαμιού. Χειμώνα-καλοκαίρι φορούσε ένα παπλωματένιο παλτό σαν ράσο και μάλλινο λαιμοδέτη για να προστατέψει την γλυκόλαλη φωνή του με την χαρακτηριστική ελαφριά βραχνάδα. O θυμόσοφος χαρακτήρας του Σεμερτζή Χότζα αφαιρούσε από το θείο λειτούργημά του τον παλιό ισλαμικό φανατισμό των Σελτζούκων κατακτητών. «Αλλάχ μπιρ Ντουνιαντά», ο Θεός είναι ένας για την ανθρωπότητα, οι προφήτες είναι διαφορετικοί ανάλογα με τις ιστορικές περιστάσεις τα Έθνη και τους λαούς. Οι λαοί αλλάζουν τόπους, μετακινούνται. Συγχρωτίζονται με άλλους αλλοεθνείς και αλλόθρησκους λαούς. Ήξερε να ερμηνεύει σύμφωνα με τα ιστορικά δεδομένα της εποχής του, το κοράνι. Τα ίδια ένοιωθε και ο πάππος μου, όταν από παιδί άκουγε τα βυζαντινά ψαλτήρια και τετραβάγγελα. Ήτανε πολύ θρήσκος ο πάππος μου.
Τρεις μεγάλες εκκλησιές είχε το χωριό του και δώδεκα παρεκκλήσια. [Λάιστα Ηπείρου]
Ανέβαινε στα πιο ψηλά καμπαναριά να φτάσει το Θεό του, όπως ο χότζας στο μιναρέ να φτάσει το δικό του Αλλάχ. Τώρα που κοσμογύριστος γνώρισε όλες τις φυλές του Ισραήλ και όλες τις θρησκείες, είδε κι αυτός ότι ο ίδιος γαλάζιος ουρανός σκέπαζε καμπαναριά και μιναρέδες. «Ήμαρτον Θεέ μου» έλεγε ο πάππος μου και σταυροκοπιόταν μόνος του, νομίζοντας πως αμαρτάνει «διανοία», κάνοντας τέτοιες ιερόσυλες σκέψεις. Είπαμε πως ήταν ανοιχτό βιβλίο ο αγνός αυτός χριστιανός μας. Ήξερε να ακούει και να μαθαίνει. Ο χότζας κάθε πρωί, μετά το «σάμπα ναμάζ» περνούσε από το μαγαζί να ρίξει την ευλογημένη κουβέντα στον καλό του χριστιανό φίλο, να πιει και τον καφέ του. Καθώς είχε χουφτώσει μια μέρα το ζεστό φλιτζάνι του καφέ και ρούφηξε το άρωμά του ο χότζας, του πέταξε μια ξαφνική κουβέντα.
Το οικόπεδο με τα ερειπωμένα χτίσματα που ήτανε «βακούφικο», ιδιοκτησία του τζαμιού, πουλιόταν σε καλή τιμή. Από την πρώτη στιγμή που ο πάππος μου άρχισε να μελετάει τόπους και ανθρώπους όπως είπαμε, τόβαλε κι όλας στο μάτι του. Την άρπαξε την πρόταση το πρωί και στο «κεντί ναμάζ», το απόγευμα, η συμφωνία έκλεισε. Τόσες λίρες, τόσα μετζίτια, τόσα ο χότζας για τζαμπασλίκι, τόσο νόμιμο πεσκέσι στον Κατή και τον Μουφτή, που βάλανε όλοι τους τη βούλα. Γρήγορα μπήκαν οι κασμάδες στα χαλάσματα και μήνα με το μήνα μπαίνανε τα θεμέλια και χρόνο με το χρόνο τελείωνε ένα-ένα τμήμα. Θα χρειάστηκαν 3-4 χρόνια να ολοκληρωθεί το συγκρότημα ανάλογα με τις δουλειές και τα καπιτάλια που έρχονταν από τη Ρουμανία Φούρνο, μαγαζί, χάνι, γιαχανάς, που έβγαζε σαμόλαδα, ταχίνια και χαλβάδες, αποθήκες για ξυλεία και πετρέλαια, αχυρώνες για χορτονομές, ξέχωρα αμπάρια για σουσάμια, στάρια και κριθάρια- Την όλη κίνηση γι αυτό το πολυμάγαζο βοηθούσε και η μεγάλη άπλα που είχε η πλατεία του τζαμιού και οι άλλοι γύρω χώροι και δρόμοι. Αιωνόβια πλατάνια, ένα μεγάλο σιντριβάνι πολύκρουνο για να πλένονται οι πιστοί για το ναμάζι, τάσια κρεμασμένα με αλυσίδες για να πίνουνε νερό, μαρμάρινες πλάκες με ρητά του κορανίου, δυο καφενέδες χουζουρλίδικοι με τα μεντέρια και τους ναργιλέδες. Από την άλλη μεριά του τζαμιού ο Ζεϊνέλ Αγάς, ο ναλμπάντης, είχε στήσει το πεταλωτήριο και δίπλα το χαρέμι του με 3-4 γυναίκες και 18 παιδιά. Ζεστός φίλος και καλός πελάτης του πάππου μου. Ψώνιζε την ζάχαρη με το μισόσακκο για τις χανούμισσες και του φερνε ξεροψημένα «καντίν γκιουμπέ» -της γυναίκας αφαλός- και άλλα σοροπιασμένα γλυκά του ταψιού. Έτρωγε ο Κωσταντής Εφέντης γεύονταν και οι φίλοι του. Όταν τελείωσαν τα κτίσματα ο πλούσιος αφέντης μας έριξε και ένα πανωσήκωμα με τέσσερα δωμάτια για να φέρει τη γυναίκα του με τα δυο παιδιά του. Βαρέθηκε να πηγαινοέρχεται με το άλογο στα Ζαγόρια κάθε δυο-τρία χρόνια. Η ζωή χωρίς γυναίκα ήταν κακορίζικη στα ξένα.
Η οικογένεια ήρθε, μα δεν μπόρεσε να εγκλιματισθεί σε ένα τουρκοχώρι δίχως εκκλησιά και σχολείο. Νοίκιασε ο πάππος μου ένα σπίτι στη Γκιμουλτζίνα κοντά στον Αη-Γιώργη κι έγραψε τα παιδιά στο ελληνικό σχολειό. Τρεις μήνες τα καλοκαίρια, όταν η ελονοσία θέριζε τον κάμπο, η φαμίλια ανέβαινε στο Σαπτσή. Είχε ήπιο ημιορεινό κλίμα το μεγαλοχώρι και όλα τα αγαθά του Αβραάμ. Σύκα από το «μελεμέζι», καρπούζια και πεπόνια με τον αραμπά, μέλια, ταχίνια και χαλβάδες. Ολόκληρο το μαγαζί κάτω από το σπίτι της για την νοικοκυρά, μετά χαράς αφέντη μου. Κι ο πάππος μου χαιρόταν σαν πατέρας την φαμίλια του. Χαλάλι τους τα κόπια και οι αγώνες του. Και τους χειμώνες τα χαιρόταν Τα παιδιά, όταν κατέβαινε με γιομάτα τα δισάκια χίλια δυο καλά. Πήγαινε στον Αη-Γιώργη και στα ριζά του κάστρου να προσκυνήσει τα παλιά βυζαντινά εικονίσματα, να μην τουρκέψει, πήγαινε να χωθεί στις κατακόμβες της Παναγιάς της θεομήτορος. Πήγαινε στα ελληνοχώρια, στη Γρατινή, στη Μαρώνεια και στα Άβδηρα. Όταν πήγαινε στα Ζαγόρια λοξοδρομούσε δώθε-κείθε να επισκεφθεί συγγενείς και πατριώτες. Στο Δοξάτο και στη Δράμα. Στο Σιδηρόκαστρο και στο Μελένικο. Διέσχιζε τους αρχαίους Φιλίππους για να πάει στην Καβάλα και το Σαρή-Σαμπάν. Από τη Σαλονίκη ανέβαινε στα Βιτόλια και ξανακατέβαινε στη Βέροια. Θαρρείς πως η Αρχαία, η Βυζαντινή και η Νέα Ιστορία ξετυλιγότανε κουβάρι στο υποσυνείδητο του. Δυο φορές πήγε στο Αγιονόρος να προσκυνήσει. Να μυριστεί την αγιοσύνη της παλιάς βυζαντινής εικόνας.
Κουβαλούσε από τον Άθω καρυδιές, λεφτοκαριές, να τις φυτέψει ν αγιάσει το χώμα του χωριού του. Έπαιρνε μπόλια εφτά λογιών της Χαλκιδικής για να μπολιάσει της αυλής του τη μηλιά. Κρύβανε οι γιαγιές τα μήλα στα προικοσέντουκα και μοσχοβόλαγαν τα ρούχα. Τα βάζανε κι οι νιόπαντρες στα μαξιλάρια τους, όσο λείπανε οι άντρες τους στην ξενιτιά. Πότε οι καψερές θα μύριζαν αντρίκιο ιδρώτα στο προσκέφαλο και τίμια βαρβατίλα στα στρωσίδια; Χαλάρωσαν με τα χρόνια τα άγρια ήθη του χωριού. Οι γυναίκες ταξίδευαν, μαθαίνανε γράμματα. Τα παιδιά σπούδαζαν. Λόγιοι, δάσκαλοι, γιατροφιλόσοφοι. Φάρδυνε η Γης κι ανοίξανε οι ορίζοντες με τα μέσα επικοινωνίας. Τα τραίνα και οι τηλέγραφοι, οι ατμομηχανές που σέρνανε δεκάδες βαγόνια πίσω τους, τα μεγάλα ατμόπλοια -πολιτείες ολόκληρες- σκίζανε ωκεανούς. Την ώρα που κατέρρεε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, μια καινούρια δύναμη ξεπηδούσε από τα σπλάχνα της. Μυρίστηκαν οι Φράγκοι τα πηγάδια της Ρουμανίας, της Μοσούλης, της Μέσης Ανατολής. Η παλιά Εγνατία οδός των αυτοκρατοριών της Ρώμης και του Βυζαντίου ξαναζωντάνευε. Τα είπαμε αυτά και παραπάνω. Εδώ Θα τονίσουμε την αλληλουχία, την αμφίδρομη επιρροή των επαναστάσεων, της κοινωνικής και της τεχνικής επανάστασης.
Η δουλειά στο Σαπτσή αναπτύσσονταν ραγδαία. Τριάντα νοματαίοι, και λίγοι ήτανε, στο καινούριο συγκρότημα. Καμιά δεκαριά στο παλιό μαγαζί, στο τσαρσί, που λειτουργούσε περισσότερο σαν ένα συγκρότημα αποθηκών ξυλείας, πετρελαίων και άλλων εμπορευμάτων.
Η δράση πια αναπτύσσονταν προς την περιφέρεια. Σε κάθε χωριό κι ένα μαγαζί τοποθετούσε πατριώτες που έρχονταν από το χωριό. Ερχότανε χουσμεκιαρέοι και γινότανε νοικοκυραίοι με τον καιρό.
Το δόγμα του πάππου μου, βοηθούντος και του Σεμερτζή Χότζα: «Όπου ιδείς ένα τζαμί, κτίσε κι ένα μαγαζί». Αυτοί οι ήμεροι χωρικοί του κάμπου δεν είναι παρά απόγονοι των νομάδων Σελτζούκων, που ήρθαν από τα βάθη της Ανατολίας, πριν από κοντά πεντακόσια χρόνια. Η ανάγκη να μετακινούνται συνεχώς για να βρούνε καλύτερες βοσκές τους έκανε σκληρούς πολεμιστές. Έτσι λένε οι σοφοί του κόσμου, που πλήθαιναν κι αυτοί τελευταία. Υπάρχουν παραδείγματα πολύ παλιά, στη Μεσοποταμία και στο Νείλο, στο Γάγγη και στο Γιάνγκ-Τσέ, τον κίτρινο ποταμό. Οι νομάδες ημέρεψαν και έκαναν δικούς τους μεγάλους πολιτισμούς. Η Ιστορία, κρυφή νεροσυρμή, έτρεχε και οι άνθρωποι του μόχθου σιγά-σιγά το νιώθανε. Η σακοράφα δεν κρύβεται στο άδειο σακί, έλεγε ο πάππος μου. Θα ρθει η ώρα που θα ξεμυτίσει. «Μπού ντουνιά τσερκίντιρ. Άσκολσούν τσιβιρινέ». Αυτός ο κόσμος είναι τροχός, χαρά σ αυτόν που τον γυρίζει, έλεγε ο Σεμερτζή Χότζας.
Δίπλα στο μαγαζί ο πάππος μου είχε διαμορφώσει ένα «μουσαφίρ οντασί» ευρύχωρο. Του θύμιζε τα «μαντζάτα» του Ζαγορίου. Ένα τζάκι, ένας χαμηλός σοφράς και γύρω-γύρω μαλακά μεντέρια για να κάθονται οι μουσαφιρέοι σταυροπόδι. Το χειμώνα καίγανε δυο φούρνοι, μέρα-νύχτα. Ένας έβγαζε ψωμί, κουλούρια σουσαμένια και σιμίτια. Έψηνε και ψηστικά του κόσμου. Ο άλλος έψηνε σουσάμια για την παραγωγή, ταχίνια, σαμόλαδα, χαλβάδες. Μια θαλπωρή, ζέστη και αρώματα πλημμύριζε τα διαμερίσματα του συγκροτήματος. Τέσσερα-πέντε χάλκινα μαγκάλια χωνεμένο κάρβουνο, βοηθητικά για να ζεστάνουν απάνω το σπίτι και κάτω το μαντζάτο. Επάνω στο σοφρά στρωμένα δείγματα, σουσάμια, στάρια και κριθάρια.