Τα πρώτα χρόνια της ελεύθερης ζωής
Οι πρώτοι Έλληνες κάτοικοι άρχισαν να εγκαθίστανται στις Σάπες από το 1919, όταν ακόμη τα συμμαχικά στρατεύματα είχαν τη Θράκη υπό την κατοχή τους. Στην πραγματικότητα ήταν Έλληνες διωγμένοι από Βουλγάρους και Τούρκους που είχαν εγκατασταθεί στην Ανατολική Ρωμυλία, Ανατολική Θράκη, Ήπειρο κλπ. Μετά την απελευθέρωση της Θράκης και την ενσωμάτωσή της στη Μητέρα Πατρίδα, το Μάιο του 1920, άρχισαν πλέον να επιστρέφουν και λίγο αργότερα, με την καταστροφή της Ιωνίας και του Πόντου, ήλθαν διωγμένοι και πληγωμένοι πολλοί πρόσφυγες που ο καθένας είχε να διηγηθεί και μια προσωπική τραγωδία. Πόσα τράβηξαν αυτοί οι άνθρωποι όσο να ριζώσουν σ αυτή τη γη! Μας τα διηγούνταν οι γιαγιάδες μας τα βράδια γύρω από τη σόμπα, όταν μας μάζευαν και αντί για παραμύθια μας έλεγαν για τις συμφορές που έζησαν.
Ήταν όλοι τους άνθρωποι προοδευτικοί, εγγράμματοι και δουλευτάδες. Ουσιαστικά από τότε αρχίζει η ιστορία της πόλης των Σαπών.
Έγινε Επαρχία του Νομού Ροδόπης με τόσα καπνοχώρια και εύφορα καμπίσια χωριά. Ήταν έδρα Εφορείας, Ταμείου, Αγροτικής Τράπεζας, Δημοτικού Σχολείου, Αστικού Σχολείου και όλες τις υπηρεσίες που ήταν απαραίτητες για τη λειτουργία μιας έδρας Επαρχίας. Έτσι άρχισε πλέον να λειτουργεί κανονικά η κυψέλη με τους πρώτους κατοίκους.
Γιατροί ήταν οι Τσιτσώνης, Μαλακόπουλος, Οικονομίδης. Φαρμακοποιός ο Δαμιανός Χαστάς, με τους δυο γιους του και την κόρη του. Πρόεδροι της Κοινότητας (δεν ήταν τότε ακόμη Δήμος) ήταν οι Παπαστεργίου, Ποάλας, Παπαδόπουλος. Οι πρώτες οικογένειες οι αδελφοί Αγγελίδη, Μπακιρτζή, Καψάλα, Βραδέλη, Πασχαλίδη, Αθ. Κωνσταντινίδη, Κιρκινέζη, Μπομποτά, Σκοπιανού, Χατζηθεοδώρου, Ζαμπογιάννη, Μαλλίδη, Πίνιου και πολλοί άλλοι.
Η δασκάλα Βενετία Γουναροπούλου με τις τρεις κόρες της επίσης δασκάλες, οι δάσκαλοι Λεόντιος Κεφαλάς, Τριανταφυλλίδης. Ο βιομήχανος Εξηντάρης, που πρώτος ηλεκτροδότησε τις Σάπες, νομίζω γύρω στα 1933 και πρώτος έφερε το ραδιόφωνο, εγκατέστησε μεγάφωνα στον πλάτανο της πλατείας για να ακούνε όλοι οι κάτοικοι τα νέα, καθώς και τραγούδια. Έτσι δημιουργήθηκε ένα νέο στέκι, κάτω από τον πλάτανο, πίνοντας το ουζάκι τους, άκουγαν ραδιόφωνο και τότε ήταν ένα εξαιρετικό γεγονός!
Η δεκαετία του 1930-'40
Τη δεκαετία του 1930 - 40 η Κοινωνία των Σαπών έσφυζε από ζωή. Μόλις συνήλθαν οικονομικά κι έβλεπες μια ανθούσα αστική κοινωνία να προσπαθεί να ζήσει, όσα τόσα χρόνια της στέρησαν οι διωγμοί και οι πόλεμοι. Δεν έχαναν λοιπόν καμιά ευκαιρία να γλεντήσουν. Το χειμώνα στα σπίτια, στις ονομαστικές γιορτές, στις απαραίτητες επισκέψεις η μια οικογένεια στην άλλη και το αποκορύφωμα ήταν οι χοροεσπερίδες. Οι τότε δεσποινίδες των Σαπών ήταν πολύ κομψές και πάντα προτιμούσαν την καλύτερη ράφτρα των Σαπών και κατόπιν της Κομοτηνής, τη Χαρικλούδα (όπως την έλεγαν), αδερφή του Σωτήρη Καψάλα, υφασματέμπορο των Σαπών.
Οι χοροεσπερίδες εδίδοντο στην αίθουσα του κέντρου ΠΑΛΑΔΙΟΝ με ζωντανή ορχήστρα. Καθώς οι χοροί αυτοί σημείωναν επιτυχία, έρχονταν και οι Κομοτηναίοι να γλεντήσουν μα και να θαυμάσουν τα όμορφα κορίτσια των Σαπών, γιατί πράγματι είχε διαλεχτά κορίτσια.
Οι αποκριές
Τις αποκριές τις χαίρονταν οι Σαπαίοι, όσο τίποτα. Είχαν χιούμορ, ευρηματικότητα και γλέντι. Πάντα τη διοργάνωση του καρναβαλιού αναλάμβαναν οι μακαρίτες σήμερα Κιρκινέζης Γιάννης και ο Ασπροίτης Γιάννης. Κάθε χρόνο και κάτι καινούριο μας παρουσίαζαν. Την πομπή του καρναβαλιού που ξεκινούσε από το σπίτι του Κιρκινέζη, ακολουθούσε όλος ο πληθυσμός των Σαπών, χορεύοντας και τραγουδώντας με συνοδεία νταουλιών που πάντα κατέληγε στην πλατεία. Ολόκληρες οικογένειες ήταν ντυμένες μασκαράδες. Έχω φωτογραφία της γιαγιάς μου, της κυρα-Λέγκως, που έσερνε το χορό στο δρόμο και την ακολουθούσαν όλοι οι μασκαρεμένοι.
Έβλεπες οδαλίσκες, αγάδες, αράπηδες κ.λ.π. Ο Γιάννης ο Ασπροίτης, ήταν ένας φοβερός χιουμορίστας και πλακαδόρος. Όλο σκάρωνε πειράγματα στους φίλους του. Είχε στο καφενείο του έναν τεράστιο πίνακα όπου είχε τοποθετήσει φωτογραφίες 45 Σαπαίων, που έφεραν το όνομα Γιάννης και στην κορυφή τοποθέτησε έναν κόκορα. Η λεζάντα από κάτω έγραφε: 45 Γιάννηδες ενός κοκόρου γνώση".
Και την Καθαρή Δευτέρα όμως συνέχιζαν τα γλέντια με μουτζουρώματα όπου σ αυτά πρωταγωνιστούσε ο Δημητρός Γιουφτσιάδης.
Οι νοικοκυρές αυτήν την εβδομάδα έτριβαν με άμμο όλα τα κουζινικά να μη μείνει λίπος και ίχνη από τα ξεφαντώματα της αποκριάς, γιατί άρχιζαν η νηστεία και οι παρακλήσεις.
Οι άλλες γιορτές...
Γιορτή μεγάλη θεωρούνταν, πριν από το Πάσχα και η 25η Μαρτίου. Τα πρώτα σκιρτήματα της άνοιξης, οι πρώτες ανθισμένες αμυγδαλιές, τα πρώτα αρώματα στη φύση.
Παρέλαση, σχολική γιορτή, που χρειάζονταν πολλή προετοιμασία, δεξίωση του Προέδρου της Κοινότητας (κονιάκ, λουκούμι) και το βράδυ χοροεσπερίδα.
Ήθελα να προσθέσω ότι οι σχολικές παραστάσεις ήταν πολύ προσεγμένες και θεωρούνταν γεγονός μια τέτοια παράσταση που την παρακολουθούσε όλη η κοινωνία των Σαπών, παρ ότι δεν την άφηναν να διψάσει οι περιοδεύοντες θίασοι της εποχής. Από τις Σάπες πέρασαν μεγάλα ονόματα του ελληνικού Θεάτρου, Κυβέλη, Κατράκης, Αργυρόπουλος, Λογοθετίδης, Δράκου και πολλοί άλλοι. Έφευγαν όλοι ευχαριστημένοι, γιατί το «ΠΑΛΛΑΔΙΟ», όπου δίνονταν οι παραστάσεις ήταν πάντα γεμάτο.
Κάθε Σεπτέμβριο, στις 6 του μήνα, γινόταν η έμπορο-ζωοπανήγυρη στα αλώνια. Γέμιζε ο τόπος από λούνα παρκ, τσίρκο και θιάσους. Για μας τα παιδιά ήταν ευτυχία, δεν ξέραμε πως θα τα προλάβουμε όλα.
Επίσης, οι Σαπαίοι γιόρτασαν την Πρωτομαγιά. Όλοι οι κάτοικοι, παρέες-παρέες, ξεκινούσαν από τα ξημερώματα για το δεντράκι, όπου οι χοροί και το τραγούδια κυριαρχούσαν και ανακατεύονταν οι γαργαλιστικές μυρωδιές από τα φαγητά με τα αρώματα των λουλουδιών. Το σχοινάκι, οι κούνιες και διάφορα παιχνίδια των παιδιών και των μεγάλων έδιναν κέφι. Με τη δύση του ήλιου κατηφόριζαν όλοι για τα σπίτια τους γιατί φοβούνταν το φάντασμα του Χότζα που ήταν θαμμένος εκεί.
Το καλοκαίρι η χαρά των παιδιών ήταν τ αμπέλια (κι είχε πολλά αμπέλια). Το πρωινό ξύπνημα, ξεκίνημα με τον πατέρα και το καλάθι στο χέρι για να γεμίσει με φρεσκοκομμένα σταφύλια πάντα όμως το καλάθι πήγαινε μισό στο σπίτι γιατί έπρεπε να φιλέψουμε μ ένα τσαμπί, όποιον βρίσκαμε στο δρόμο.
Το απόγευμα παιχνίδι στον καινούριο μαχαλά, κρυφτό, τσιλίκι, σχοινάκι, πλακωτό και τόσα άλλα και μετά στο ποταμάκι, το Σάπ-Ντερέ, να παίξουμε με το νερό ή να πεταχτούμε ως το «κρυονέρι», να πιούμε από την πηγή κρύο νερό με την υπόξινη γεύση. Οι μανάδες μας τα βράδια μαζεύονταν έξω από τις πόρτες, αφού κατάβρεχαν το χώμα και κουβέντιαζαν.
Δεν παρέλειπαν οι Σαπαίοι να παραβρίσκονται στα πανηγύρια, στο Πρωτάτο, στο Αρσάκειο, στη Μέστη και σ όλα τα γύρω χωριά, όπου γλεντούσαν με ψητά αρνιά και χορούς.
Μα εκεί που χαίρονταν πιο πολύ ήταν του Αϊ-Γιαννιού του Κλήδονα. Ο καινούργιος μαχαλάς ήταν στις δόξες του. Η γιορτή οργανώνονταν από τις κυρίες Μομότση και Μπομποτά. Κάποιο κοριτσάκι πήγαινε από σπίτι σε σπίτι συγκέντρωνε τα σημάδια (δακτυλίδια, σκουλαρίκια), που ανήκαν σε κοπέλες ή παντρεμένες. Το βάζανε από βραδύς σε μπακιρένιο αγγείο με αμίλητο νερό. Δεν ξέρω πως να εξηγήσω αυτή τη διαδικασία, αλλά προέρχεται μάλλον από παλιό έθιμο που το έλεγαν "ριζικάρια στους πρωτοχριστιανικούς χρόνους. Οι άνδρες δεν έπαιρναν μέρος σ αυτήν την τελετή. Στο μεταξύ τις βραδινές ώρες φούντωνε ο τόπος από τις φωτιές. Φωνές, γέλια αντηχούσαν απ όλες τις γειτονιές και μικροί, μεγάλοι πηδούσαν τις θεόρατες πυρές, που τις τροφοδοτούσαν μ ότι παλιό είχαν στο σπίτι (σπασμένες καρέκλες, κασόνια, εφημερίδες) και το γλέντι κρατούσε μέχρι αργά. Την άλλη μέρα το απόγευμα, στη δροσισμένη καθαρή αυλόπορτα της Κυριακούλας Μομότση, μιας ευγενέστατης κυρίας, γινόταν η τελετή του Κλήδονα. Η οικοδέσποινα είχε συγκεντρώσει τετράστιχα, κυρίως σατυρικά κι ένα κοριτσάκι τραβούσε το αντικείμενο από το μπακιρένιο αγγείο. Σ αυτήν που ανήκε το αντικείμενο αντιστοιχούσε και το στιχάκι που ειπώθηκε προηγουμένως. Και καθώς ήταν σατυρικό προκαλούσε το γέλια.
Στο πάρκο
Το πάρκο των Σαπών, παλιά ήταν όπου σήμερα είναι το Γυμνάσιο και Λύκειο. Ήταν όμορφο παρκάκι. Το χαιρόμασταν όλοι και το περιποιούταν ο Κιμπάρης, ένας καλόκαρδος μουσουλμάνος, που όλοι τον αγαπούσαν, (τότε οι σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων ήταν σχεδόν αδελφικές).
Τα βράδια λοιπόν, οι Σαπαίοι συγκεντρώνονταν στο πάρκο να δροσιστούν και να πιούνε τη γκαζόζα τους στο μικρό κεντράκι που υπήρχε. Το κεντράκι αυτό διέθετε και πίστα χορού και μεγάφωνο με ωραίους δίσκους της Δανάης, Κάκιας Μένδρη, Αττίκ. Ετσι ακούγαμε της μιας δραχμής τα γιασεμιά, δυο μαύρα μάτια κι ένα σωρό άλλα τραγούδια της εποχής. Πάντα δε ακολουθούσε ο χορός των ζευγαριών, ταγκό, βαλς, φοξ τροτ. Νέες και νέοι της εποχής ήταν οι αδελφοί Μπακιρτζή, Καψάλα, Καραμουσαλίδου, Πενηντάρη Χρυσούλα, Μάτω και Δόμνα Γουναροπούλου, οι αδελφοί Χαστά. Πάντοτε τα κορίτσια συνοδεύονταν από τους αδελφούς τους.
Τι όμορφα που ήταν εκείνα τα βράδια, Θεέ μου! Μοσχομύριζε το θυμάρι, το φλισκούνι. Το φεγγάρι θεόρατο πρόβαλλε από το διπλανό βουνό. Ακούγαμε τα τσακάλια, τα σκυλιά και ριγούσαμε.
Ο πόλεμος του ΄40
Θαρρείς την τόση ευτυχία την ζήλεψαν οι Μοίρες και ήλθε ο πόλεμος. Ζήσαμε όλοι το μεγαλείο του 40. Χάσαμε παλικάρια στα βουνά της Αλβανίας. Θυμάμαι το Γιάννη Λιπορδέζη. Ήταν λαμπρός νέος κι έφυγε για τον πόλεμο, τη μέρα που όρισαν τους αρραβώνες του με μια θεία μου. Δεν ξαναγύρισε. Έπεσε στη μάχη του Πόγραδετς. Ήταν γραμμένο τ όνομά του στο βόλι. Δεν ξεχνώ τον πόνο της μάνας του, της κυρα-Κατίνας. Δε θυμάμαι και πόσοι άλλοι σκοτώθηκαν από τις Σάπες. Εμείς μάθαμε να πλέκουμε κάλτσες και πουλόβερ και στέλναμε δέματα στο μέτωπο. Ώσπου ήλθε η κατοχή, που κράτησε 4 ολόκληρα χρόνια.
Η βουλγαρική κατοχή
Κι αρχίζει η μαύρη περίοδος της Βουλγαρικής κατοχής. Οι Γερμανοί, μόλις έσπασε «η γραμμή Μεταξά» μη θέλοντας να απασχολήσουν στρατεύματα δικά τους στη Θράκη, την παρέδωσαν στους συμμάχους τους Βουλγάρους.
Με την εισβολή στρατευμάτων άρχισε και ο εποικισμός. Καραβάνια ολόκληρα πάμπτωχων, ρακένδυτων ανθρώπων άρχισαν να καταφτάνουν με τις βοϊδάμαξες.
Οι κατοχικές αρχές, ήδη, τους είχαν έτοιμη στέγη και εργασία, αφού έδιωξαν τους Έλληνες από τα σπίτια τους, τα μαγαζιά τους, τα χωράφια τους, τα ζώα τους.
Έτσι οι Έλληνες χριστιανοί των Σαπών έμειναν χωρίς δουλειά και στριμωγμένοι σε κάποιο δωμάτιο ή στάβλο. Έπρεπε λοιπόν να παλέψουν για να επιζήσουν. Και το πιο πρόχειρο που σκέφτηκαν ήταν να πουλήσουν ό, τι πιο πολύτιμο είχαν σε χρυσαφικά και ρούχα. Αργότερα γίνανε δούλοι στα ίδια τους τα κτήματα, τα καλλιεργούσαν, αλλά τους έπαιρναν τη σοδειά και τους άφηναν κάτι από φιλευσπλαχνία. Εμάς π.χ. μας πήραν το ξενοδοχείο (κάποιος Σλαύκος, αν θυμούμαι καλά). Την ταβέρνα την πήρε ο κουνιάδος του. Έκαναν βλέπεις οικογενειακή επιχείρηση. Μας περιόρισαν σ ένα δωμάτιο, κάτω, ήμασταν όμως υποχρεωμένοι να περιποιούμαστε το ξενοδοχείο κι αυτοί να εισπράττουν. Επίσης πήραν και το αμπέλι μας και κάτι χωραφάκια που είχαμε (αχ, πόσο μου στοίχισε το αμπέλι, πόσο έκλαψα!). Το παραπάνω περιστατικό το σημειώνω σαν παράδειγμα, γιατί σε όλους τους Έλληνες το ίδιο έκαναν.
Η πείνα
Κι αρχίζει η πείνα του 1941-42. Έτρεχαν οι γονείς μας στα χωριά εκλιπαρώντας για λίγο αλεύρι και πουλώντας ό, τι πολύτιμο είχαν. Ζύγιζαν το κριθαρένιο ψωμί ανά 100 δράμια τη μέρα και μας το μοίραζαν. Δε μας έφτανε όμως και κοιτούσαμε να κλέψουμε κανένα ψίχουλο από τα μικρότερα αδέλφια μας. Πολλά παιδιά έπαθαν αβιταμίνωση. Ευτυχώς έφτασε ο Ιούνης που αρχίζει ο θερισμός και τότε εμείς τα παιδιά πηγαίναμε πίσω από τους θεριστάδες και μαζεύαμε τα στάχια. Έτσι εξοικονομούσαμε 5-6 οκάδες σιτάρι τη μέρα, το αλέθαμε κρυφά στο χειρόμυλο και ζύμωνε η μάνα μας ψωμί στη γάστρα για να μη μας δούνε.
Πολύ πρωί σηκωνόμασταν και κλέβαμε απ το δικό μας αμπέλι σταφύλια, σκεπάζαμε το καλαθάκι με χόρτο να μη φαίνεται. Κάποτε μας έπιασαν, άδειασαν το καλάθι και ποδοπάτησαν το περιεχόμενο. Μπορέσαμε, κρυφά πάλι, να θρέψουμε ένα γουρουνάκι και είχαμε αποθέσει τις ελπίδες μας σ αυτό. Κι όμως, μας περίμεναν, και όταν το σφάξαμε μας το πήραν.
Τι κλάμα κάναμε Θεέ μου!
Η τρομοκρατία
Κάποιο βράδυ χτύπησαν την πόρτα μας και πήραν μαζί τους το θείο μου, το Γιώργο (αδελφό του πατέρα μου). Εκείνο το βράδυ είχαν γεμίσει τις φυλακές με Έλληνες , έναν από κάθε σπίτι. Το Λεωνίδα τον Αγγελίδη, τον Αντωνιάδη, ήρωα του Αλβανικού Μετώπου και πολλούς άλλους που δε θυμούμαι τα ονόματά τους. Τους σάπισαν στο ξύλο και τους πέταξαν έξω από τις πόρτες των σπιτιών τους. Το πρωί βρήκαμε το θείο μου ένα μαύρο κουρέλι, πεταμένο, γιομάτο πληγές. Τον τύλιγε η μάνα μου σε προβιές, γιατί της είπαν πως παίρνει τον πόνο. Μήνες δεν μπορούσαν να περπατήσουν από την φάλαγγα που τους έκαμαν!
Ένα πρωί έρχεται ο πατέρας μου αλαφιασμένος και μας λέει: Βρήκαν το Δημητρό, το Σαγίρη μαχαιρωμένο και πεταμένο στο πηγάδι του Τσάκου.
Ο Τσάκος, ο καλός αυτός Ηπειρώτης, είχε λαχανόκηπο στο δρόμο προς το Αρσάκειο.
Όλοι τρομοκρατήθηκαν. Ήξεραν πως θα ακολουθούσαν και άλλοι. Υπήρχαν στις Σάπες δυο αποβράσματα της Μυστικής Υπηρεσίας, δυο αδίστακτοι μακελάρηδες, που έκαμαν αυτή τη δουλειά. Υπάρχουν θύματά τους και στα γύρω χωριά. Ήταν ο τρόμος των Ελλήνων!
Και το άλλο πρωί χτύπησαν και τη δική μας την πόρτα. Ζήτησαν από τον πατέρα μου να τους ακολουθήσει στην Αστυνομία. Έβαλε η μάνα μου τις φωνές κι από κοντά κι εγώ! (ήμουν 12-13 χρονών). Εμείς τραβούσαμε τον πατέρα μας προς τα μέσα κι αυτοί προς τα έξω!
Επαγγελματίες των Σαπών
Κατά τη χρονική περίοδο 1920-25, περίοδος κατά την οποία ξεριζώθηκε ο ελληνισμός της Ιωνίας, της Ανατολικής Θράκης και της Ανατολικής Ρωμυλίας καθώς και της Βορείου Ηπείρου και σημειώθηκε η είσοδος στην Ελλάδα προσφύγων, ένα κομμάτι από αυτόν τον ποταμό των ξεσπιτωμένων Ελλήνων, ήρθε και εγκαταστάθηκε στις Σάπες.
Με τον ερχομό τους έφεραν και τις εμπειρίες τους στα διάφορα επαγγέλματα, που ασκούσανε στις χαμένες πατρίδες τους.
Έτσι σ αυτό το κεφαλοχώρι της εποχής εκείνης με την πλούσια και μεγάλη περιφέρεια, δημιουργήθηκε μια αξιόλογη αγορά με πλήθος επαγγελμάτων, άγνωστων ως τότε στην μικρή κοινωνία, που ασχολούνταν με τη γεωργία και τη μικρομπακαλική.
Έχουμε λοιπόν πια, μια αγορά από σησαμελαιοτριβεία, τυροκομεία, υφαντήρια, υπέροχων ανατολίτικων χαλιών (οικογενειακές επιχειρήσεις από Έλληνες της Ιωνίας) ταμπάχικα, δηλαδή επεξεργασία δερμάτων, που ήταν συγκεντρωμένα στην έξοδο της πόλης, δίπλα σ ένα ξεροπόταμο. Ραφεία ειδικά που κατασκεύαζαν ποτούρια και σιγκούνια, στολισμένα με σιρίτια, που τότε ακόμα φορούσαν οι γεροντότεροι της εποχής εκείνης.
Οι ράφτες ήταν αρμένηδες, που κάθονταν σταυροπόδι στο πατάρι, ειδικά φτιαγμένο με μαξιλάρες για να είναι άνετο και δούλευαν το σιρίτι πάνω σε χοντρό ύφασμα, που το λέγανε «αμπά».
Έτσι έβγαιναν αξιοθαύμαστα έργα τέχνης, που στόλιζαν την πλάτη και τα μπροστινά κομμάτια καθώς και τα ποτούρια.
Σε ιδιαίτερο δρόμο ήταν συγκεντρωμένα τα μαγαζιά που κατασκεύαζαν παντόφλες, τσαρούχια, γεμενιά (παπούτσια μυτερά συρτά), χαϊμαλιά και χαλινάρια για άλογα. Πολύ μου άρεσε να περιφέρομαι σ αυτό το δρομάκι με την έντονη μυρωδιά των δερμάτων. Επίσης είχαμε τα καλά τσαγκαράδικα (Λεωνίδα Αγγελίδη - αδελφοί Βαφειάδη), που κατασκεύαζαν παπούτσια με παραγγελία με τους καλφάδες και τους τεχνίτες, που δούλευαν στο βάθος του μαγαζιού, στους πάγκους τους, υπό την καθοδήγηση των αφεντικών τους.
Άλλο χαρακτηριστικό επάγγελμα, ήταν αυτό του μπαρμπέρη, που εκτελούσε και χρέη οδοντίατρου κι έδινε τις πρώτες βοήθειες σε υπερτασικούς, χρησιμοποιώντας βδέλλες, που τις τοποθετούσε στο σβέρκο του πάσχοντος και που από το αίμα που ρουφούσαν γίνονταν σαν μπαλονάκια.
Άλλες φορές πάλι, αφαιρούσαν αίμα με βεντούζες από το πίσω μέρος του κεφαλιού. Έτσι έβλεπες πολλούς άνδρες να κυκλοφορούν με ξυρισμένο ένα μέρος του κεφαλιού και εμφανή τα ίχνη της βεντούζας.
Αυτός όμως που είχε την ατυχία να του πονέσει το δόντι, καθόταν στην πολυθρόνα που προορίζονταν για το ξύρισμα με μια λεκάνη στο χέρι, για πιθανή αιμορραγία και ο μπαρμπέρης με μια τανάλια στο χέρι του έβγαζε το χαλασμένο δόντι, μερικές φορές και το γερό!
Στο ίδιο μπαρμπέρικο υπήρχε και σιδερωτήριο καπέλων και φεσιών.
Αυτό βέβαια μέχρι το 1935, οπότε ήλθε στις Σάπες ο πρώτος οδοντίατρος από την Ξάνθη που εγκατέστησε το οδοντιατρείο του σ ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου «Ανδριανούπολις». Κάποιοι λέγανε πως δεν είχε δίπλωμα μα αυτό κανείς δεν μπορούσε να το επιβεβαιώσει ή να το διαψεύσει, αφού ποτέ δεν του έγινε κανένας έλεγχος!
Κάποια μέρα εξαφανίστηκε, όπως ήρθε εντελώς αθόρυβα.
Ακόμη υπήρχαν τα χάνια, όπου έμεναν οι ταξιδιώτες, δίπλα στα ζώα σε κάτι κρεβάτια υπερυψωμένα, ο ένας δίπλα στον άλλον, πάνω σε μιντέρια. Υπήρχαν βέβαια και δυο ξενοδοχεία, του Παπαστεργίου και του Χατζηθεοδώρου για τους ξένους (υπάλληλοι, παραγγελιοδόχοι, ηθοποιοί, που συχνά επισκέπτονταν τις Σάπες). Σαν αίθουσες για τις παραστάσεις τους χρησιμοποιούσαν το «ΠΑΛΛΑΔΙΟ» ενώ οι κουκλοθεατρώνηδες το καφενείο «Ανδριανούπολις».
Τα καλοκαίρια, λόγω του ξηρού κλίματος, μας έρχονταν επισκέπτες από την Κομοτηνή.
Ένα επίσης πολύ χρήσιμο επάγγελμα για την εποχή εκείνη ήταν οι πεταλωτήδες. Τα ζώα τότε ήταν το μοναδικό μέσο μεταφορών και μετακινήσεων, Κυρίως τα άλογα, τα βόδια, τα μουλάρια, αλλά και τα συμπαθητικά γαϊδουράκια. Οι πεταλωτήδες λοιπόν πετάλωναν τα ζώα, που αφού τα ξάπλωναν ανάποδα με τα πόδια δεμένα προς τα επάνω τα περνούσαν πέταλα.
Μια άλλη κατηγορία ανθρώπων ασχολούνταν με την κατασκευή των νυφικών και των παπλωμάτων, τόσο για τους Έλληνες, όσο και για τους μουσουλμάνους από ατλάζι με κίτρινο και ροζ χρώμα με πολύ ωραία σχέδια.
Την εποχή εκείνη υπήρχε αρκετή δουλειά για όλα τα καταστήματα και ο λόγος ήταν ότι, η Κομοτηνή και η Αλεξανδρούπολη, πόλεις πιο μεγάλες, θεωρούνταν ότι βρίσκονταν σε μεγάλη απόσταση, γιατί δεν υπήρχαν μεταφορικά μέσα και η κίνηση ήταν πολύ αραιή. Τα μέσα μεταφοράς ήταν τα ζώα και τα κάρα. Μια φορά την εβδομάδα που γίνονταν το παζάρι, από τα γύρω χωριά ερχόταν σι πελάτες, χριστιανοί και μουσουλμάνοι, με τα ζώα τους και τα κάρα, από την προηγούμενη μέρα και το βράδυ έμεναν στα χάνια, που υπήρχαν τότε. Δεν προλάβαιναν μέσα σε μια μέρα να έλθουν, να ψωνίσουν και μετά να γυρίσουν στο χωριό τους.
Ο ερχομός τους στο παζάρι ήταν για όλους ένα είδος διασκέδασης, εκτός από τη δουλειά.
Ζωή Ρετάλη Χατζηθεοδώρου
[Η κ. Ζωή Ρετάλη Χατζηθεοδώρου, γεννήθηκε το 1928 κι έζησε στις Σάπες τα νεανικά της χρόνια, αλλά πάντα θυμάται και γράφει με νοσταλγία για τον τόπο της. Σήμερα ζει στην Αθήνα].
[Σημείωση 2019: Το Σεπτέμβριο του 2019, έμαθα την απώλεια της Ζωής Χατζηθεοδώρου. Μετά από μια άσχημη ασθένεια που την ταλαιπώρησε τον τελευταίο χρόνο έκλεισε τα μάτια της σε ηλικία 91 ετών! Στην τελευταία μας επικοινωνία μου είπε πως δώρισε στο Ίδρυμα Νιάρχος, όλα τα οικογενειακά της κειμήλια. Καλό σου Παράδεισο, αγαπητή μου Ζωή! ].