μαθητές Kαι πολλοί ξενιτεμένοι παραθεριστές πατριώτες σπουδαστές από την Ζωσιμαία, το Τσοτύλι, τη Σαλονίκη κλπ. Τα ξωκλήσια με τα χαρακτηριστικά το καθένα τοπίο ήταν τα σημεία αναφοράς για να ξεκινήσει μια οργανωμένη εκδρομή αναψυχής και χαράς με επιλεγμένα τραγούδια, σχολικά, δημοτικά. είχε δεχτεί με ενθουσιασμό το ζωντανό αναγνωστικό του Δημοτικού «Τα ψηλά Βουνά» και την εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση της Επαναστατικής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης. Αν και βαθύτατα Θρησκευτικός απέφευγε τους στείρους βυζαντινισμούς, αν και δημοτικιστής στηλίτευε τις ακρότητες των Ψυχαριστών. Ο εκδρομικός του όμιλος αποκτούσε μια δική του ψυχή. Ακούμπουσε σε ένα λεπτό μαύρο μπαστουνάκι με ασημένια λαβή και στη πορεία το μετέτρεπε σε μπαγκέτα χαράς. Κάποτε μας είχε αναπτύξει μια διδασκαλία του. «Γιατί ο γάμος στο χωριό μας λέγεται Χαρά». Βρισκόμασταν στο ωραιότερο τοπίο του χωριού, στον Άγιο Χαράλαμπο. Άρχιζε ανεπαίσθητα από ένα μάθημα πατριδογνωσίας για τα γύρω βουνά, ποτάμια ξωκλήσια τοπία και κοντινά χωριά. Ερχόταν στον συγκεκριμένο Άγιο Χαράλαμπο και δημιουργούσε μια ατμόσφαιρα Παπαδιαμάντη, με αναφορές καλλιλογίας σε αποσπάσματα διηγημάτων του. Μεταπηδούσε έντεχνα από τον Θεό στη φύση για να καταλήξει σε απλά μαθήματα φυτολογίας γύρω από ένα αγριολούλουδο η ζωολογίας ξεκινώντας από ένα χρυσοκάνθαρο, που τα λέγαμε «ζουζούνια» και τα δέναμε κάποτε με μια κλωστή παίζοντας για να πετούν τριγύρω μας ζουζουνίζοντας. Έφτανε στα «άγρια και ήμερα ζώα» του Στέφανου, στον «Σταυραετό του Κρυστάλλη». Κάποτε μας οδήγησε σε μια ημερήσια εκδρομή στο ρημαγμένο Μοναστήρι του Παλιοχωριού, στην άγρια βουνίσια φύση ανάμεσα στον Πάπιγκο, την Γκαμήλα και τον Αώο ποταμό. Με την ίδια διδακτική διαδικασία για την πατριδογνωσία της περιοχής και τα αλλα, για τον «Θεό εν τη φύσει». Ήταν κάποτε ένα ακμαίο χωριό, που συντηρούνταν απο τους ξενιτεμένους και δεν το λέγαν Παλιοχώρι. Άλλαξε όνομα γιατί οι καλοσυνάτοι κάτοικοι δεν άντεξαν την ανημέρωτη φύση, τις φαρμακερές οχιές και τους λυσσασμένους λύκους. Σκόρπισαν στα γύρω χωρία και στην ξενιτιά. Στο ρημαγμένο Μοναστήρι είχε απομείνει μια γριά κουτσή καλόγρια, που ζούσε με άγρια γκόρτσα, βαλανίδια και λεφτόκαρα γυρνούσε κούτσα - κούτσα στα κοντινά χωριά όσο άντεχε η καψερή, με την Άγια Κάρα αγκαλιά σε αργυρό κουτί. Μάζευε πενταροδεκάρες και λίγο λάδι για τα παλιά βυζαντινά εικονίσματα.
«Είναι στα ρημοκλήσια, που γκρεμίζονται, θλιμμένες Παναγιές, χλομές εικόνες,
σελίδα 83
και μοναχά αγαπάνε τα αγριολούλουδα, κρινάκια, κυκλαμιές, σπάρτα, ανεμώνες».
Με αυτούς τους θλιβερούς λυρικούς στίχους του Ποιητή, έκλεισε την διδασκαλία του ο Δάσκαλός μας, πριν από το χαρούμενο πάλι ξεκίνημα της επιστροφής των εκδρομέων. Δεν πέρασε πολύς καιρός και στην άγρια φύση του Παλιοχωριού δεν απέμεινε παρά ο ξύλινος Σταυρός και το άγιο σκήνωμα της καλογριάς να φυλάει το γκρεμισμένο Μοναστήρι του Παλιοχωριού. Τα παλιά εικονίσματα και την Αγία Κάρα τα περιμάζεψε ο Δεσπότης στα Γιάννινα. Κάποτε τα καλοκαιρινά απομεσήμερα η μεγάλη μου αδελφή τραγουδάει:
«Κυνηγός που κυνηγούσε εις τα δάση μια φορά,
έτυχε να συναντήσει μια ερημοεκλησιά ...»
Το ακούω σαν απόμακρη μουσική στο βαρύ καλοκαιριάτικο ξύπνημά μου, λαμποφέγγουν μέσα μου οι Θλιμμένες Παναγιές και οι χλωμές εικόνες με τα αγριολούλουδα στο ξεχασμένο Παλιοχώρι. Ίσως κάποιος κυνηγός από τα κοντινά χωριά, που κυνηγάν τα πλούσια θηράματα της περιοχής, να συναντήσει την ερημοκλησιά του τραγουδιού.
Δεν ήταν μόνο ο Δάσκαλος, που ήρθε σε στενότερη επαφή, το καλοκαίρι ετούτο. Στην οικογένειά μας μπήκε μια καινούρια αδερφή για μένα, η νύφη μας, γυναίκα του μεγάλου μου αδελφού. Την γνώρισα αρραβωνιασμένη, όταν μικρόν με συμμάζευε στο πλούσιο αρχοντικό του πατέρα της, για να παίξω στη μεγάλη αυλή τους, με τα πολλά παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα. Ήταν μια πατριαρχική οικογένεια με εννιά παιδιά παντρεμένα εκτός από την τελευταία κόρη τους την αρραβωνιασμένη. Ο πατέρας της ήταν ο μεγαλονοικοκύρης του χωριού, ένας πλούσιος προβατάρης, με πεντακόσια τόσα γιδοπρόβατα και άλλα πενήντα βοϊδομούλαρα. Τα αγόρια του ήταν από χρόνια μεγαλέμποροι εγκατεστημένοι στην Καβάλα. Ο γέροντας ο Κυρ-Γιώργης, ο Τριανταφύλλου με το όνομα, άντεχε ακόμα σαν ένας δραστήριος ζωέμπορας. Οι ληστοσυμμορίες τον είχαν στο στόχαστρο. Ταξίδευε στα ζωοπάζαρα Ήπειρο, Θεσσαλία, Μακεδονία και λοξοδρόμαγε για να μην πέσει στα καρτέρια των ληστών. Κάποτε πιάσανε όμηρο τον μικρό του γιο και τον εξαγόρασε με χρυσό. Είχε και χασάπικο δίπλα στην κεντρική γέφυρα, κάτω από την αυλή μας. Παρακολουθούσα την επιτηδειότητά του και την γρηγοράδα του στα σφάγια. Δεν μου άρεζε το θέαμα καθώς σφάδαζαν τα σφιχτοδεμένα τετράποδα κάτω από την βαριά πατούσα του με τα ψηλά ματωμένα ποδήματα. Φορούσε ένα πέτσινο κοντοβράκι της δου-
σελίδα 84
λειάς που το ξέπλενε μαζί με τα χασαπομάχαφα ο βοηθός. Το λαγαρό ποταμάκι δίπλα κοκκίνιζε και κείνος φόραγε μιαν άσπρη μπλούζα σαν γιατρός. Τα πλυμένα τ’ άπλωνε στην κουπαστή του γεφυριού μαζί με τα τομάρια να στεγνώσουν. Ύστερα πριν αρχίσει η διανομή στην Πελατεία, άρπαζε ένα χοντρό στρατσόχαρτο και το στριφογύριζε σε μεγάλο χουνί. Το γέμιζε με τρυφερά γλυκάδια του γαλάτου, σπλήνες και συκώτια και τα ακουμπούσε στην αγκαλιά μου. Με χάι- δευε στην πλάτη για να με σπρώξει ταυτόχρονα με μια προστακτική φωνή: Χάι, χάι Γιωργάκη, γρήγορα τώρα στο σπίτι και στο τηγάνι! Έτσι καλοσυνάτος και προστακτικός ήταν όταν πήγαινα στο σπίτι του να παίξω με τα εγγόνια του. Είχε δυο νύφες σούζα και τις πρόσταζε: Έι, έι, μωρή. Γρήγορα κεράστε το συμπεθεράκι μας. Τα ήθελε όλα γρήγορα, έτσι ήταν ο αυθόρμητος χαρακτήρας του· Έτσι ήταν και η αρχοντο - συμπεθέρα μας, η Κυρά-Ζήσω. Το ίδιο γρήγορα επαναλάμβανε κι αυτή την προσταγή στις νύφες της για να φτάσει μπροστά μου ο δίσκος με το χλωροτύρι, την κολάστρα, ή την κρέμα και τ’ ανθόγαλα. Εδώ η ντρουβάνα δούλευε κάθε μέρα. Εμείς είχαμε 6-7 κατσίκες και η μισές ήταν στέρφες. Αραιά και που ντρουβανίζαμε στο σπίτι μας. Οι σύμμαχοι προχωρούσαν στη Μακεδονία, μαζί με τον Ελληνικό Στρατό και ο Βασιλιάς: «Του αϊτού ο γιος πάει κι αυτός εμπρός ...» «Σέρρες, Δράμα και Καβάλα θάνε πάντα ελληνικές και οι Βούλγαροι φευγάλα θ’ ανεβούν στις Τζουμαγιές ...» Μόλις οι προφυλακές φτάσανε στο Νέστο ποταμό, ο πατέρας μου βρέθηκε γρήγορα στο Σαρή-Σαμπάν, με τον Μπάρμπα-Γιάννη και ο αδελφός μου στην Καβάλα με τους κουνιάδους. Έτοιμοι, πατέρας και γιος, να εξορμήσουν δυο ώρες με το τραίνο από το Νέστο στην Κομοτηνή. Όταν φτάσανε στην πόλη κάποτε, η Κομοτηνή έμοιαζε βομβαρδισμένη. Δεν την βομβαρδίσανε οι Σύμμαχοι. Έγινε αυτό που λέμε «γ ι ά μ α». Οι Βούλγαροι φεύγοντας ξεσήκωσαν και ξήλωσαν τα πάντα. Δεν άφησαν ούτε πόρτες ούτε παράθυρα. Στο ερειπωμένο Ξενοδοχείο και στο σπίτι μας είχαν εγκατασταθεί οι Γάλλοι Επιτελείς του Στρατηγού Σαρντού, με τα γραφεία και τα κρεβάτια εκστρατείας. Το χάνι και το υπόλοιπο συγκρότημα το είχαν καταλάβει αποικιακά τμήματα Ινδών, Πακιστα- νών και Συνεγαλέζων. Ο αδελφός μου, με τα γαλλικά του, ένα δωμάτιο που
85
ζήτησε να μείνουν σαν ιδιοκτήτες κάπου, δεν εισακούστηκε. Περίμεναν πολύ καιρό τριγύρω από τα κτήματά τους, φιλοξενούμενοι εδώ και κει στις γειτονιές. Οι Ινδοί τους τάιζαν καμιά φορά από το συσσίτιό τους, δεν βρίσκονταν εύκολα ακόμα τα τρόφιμα. Τα τραίνα της Θεσσαλονίκης μετέφεραν μόνον Στρατό και πολεμοφόδια, «Ίπποι οκτώ - άνδρες είκοσι τέσσαρες», έγραφαν τα φορτηγά βαγόνια. Οι Πακιστανοί δεν επέτρεπαν στους «ιδιοκτήτες», πατέρα και γιο, να πλησιάσουν στο τμήμα τους καθόλου, επειδή, κατά το Κοράνιο, θεωρούνταν «μιάσματα χριστιανοί που τρώνε απαγορευμένο χοιρινό κρέας». Μόνο με την υπομονή και επιμονή κατόρθωσαν ύστερα από πολλά διαβήματα να πείσουν τον Στρατηγό Σαρντού να εκκενώσει τουλάχιστον το σπίτι, για να εγκαταστήσουν την πολύπαθη προσφυγική τους οικογένεια. Χρειάστηκε άλλος ένας μήνας και πλέον για να επισκευασθεί και επιπλωθεί το σπίτι για να δοθεί στο χωριό το σύνθημα για το ξεκίνημα. Όσο καιρό η οικογένειά μας έμενε ακέφαλη χωρίς τον πατέρα μου και τον αδελφό, τόσο πιο πολύ τους είχα αποτρελάνει όλους με τα παράτολμα παιχνίδια, τις αταξίες, τις απαιτήσεις και ιδιοτροπίες στο φαγητό μου. Είχα αποτρελαθεί κυριολεκτικά και «άλλαξε εντός μου ο ρυθμός του κόσμου». Δεν ήμουν πια ο καλός μαθητής. Ο δάσκαλός μου έψαχνε να βρει τα βαθύτερα ψυχολογικά αίτια. Μιλούσε για ορμονογόνο αναστάτωση των ενδοκρινών αδένων, για πρόωρο μετάβαση από την προεφηβική στην εφηβική ηλικία. Οι δικοί μου δεν τα καταλάβαιναν τα δασκαλίστικα και έβγαλαν το συμπέρασμα ότι είμαι Χαζούρας. Ο Χαζούρας ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Κατάγονταν από ένα κοντινό δασκαλοχώρι στα ριζά της Γκαμήλας. Τα χωριά στην Ήπειρο παίρνουν ένα χαρακτηριστικό όνομα από την γενικότερη επαγγελματική κατεύθυνση των κατοίκων. Έτσι μιλάμε για τα μαστοροχώρια της Κόνιτσας, που έχουν τεχνουργήσει περίφημα αρχοντικά και εκκλησιές από την Μακεδονία μέχρι την Πελοπόννησο. Για τα γανωχώρια της Θεσπρωτίας, που τριγυρνούσαν Ήπειρο - Μακεδονία οι τεχνίτες τους, όχι σαν απλοί γανωτήδες, αλλά σαν τεχνουργοί χαλκωμάτων και ασημοκαπνισμένων στολιδιών. Άλλα χωριά αποτελούνταν από δασοτεχνίτες, τυροκόμους, ταβαντζίδες και ξυλογλύπτες. Οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες της εποχής εκείνης επέβαλαν ανάλογη γαιωοικονομική σύνθεση. Όλοι αυτοί οι τεχνίτες περνούσαν περιοδικά και από το χωριό μας. Για μένα ήταν χάρμα οφθαλμού να παρακολουθώ τις τεχνικές λεπτομέρειες του κάθε μάστορα. Από το δασκαλοχώρι είχαμε και στο χωριό μας έναν δάσκαλο από τα παλιά χρόνια. Ήταν ένας πολλαπλώς άξιος δάσκαλος για να βγάζει καλούς μαθητές, αλλά και καλούς δασκάλους. Είχε δώδεκα παιδιά, πρόεδρος των πολυτέκνων στα Ζαγόρια, όταν έπεσαν τα Γιάννινα. Στην πρώτη επέτειο που θα παρίστατο ο Βασιλιάς ήταν προσκεκλημένος και ο Πρόεδρος
86
των Πολυτέκνων στη δεξίωση. Όταν ο Βασιλιάς πληροφορήθηκε το γεγονός της ευγονίας του Προέδρου, ανεδέχθη την βάφτιση του τελευταίου τέκνου του. Με την υψηλή αυτή κουμπαριά ο δάσκαλός μας κατάφερε να σπουδάσει από τους δώδεκα εννιά δασκάλους και καθηγητές. Από αυτό το ευτυχές δασκαλοχώρι κατάγονταν και ο Χαζούρας. Ήταν ένας μορφωμένος δάσκαλος και καλός πελάτης μας στα Γιάννινα. Απέφυγα να τον αναφέρω ανάμεσα στα αξιοσημείωτα πρόσωπα της πελατείας μας γιατί ήθελα να αποφύγω να αναφερθώ στο τραγικό του τέλος. Αρκετές θλιβερές ιστορίες σας ψυχοφόρτωσα έως τώρα, με την γιαγιά μου, τον θείο Χριστόδουλο, την καλόγρια και τα δυο πιστά μουλάρια μας, που γκρεμοτσακίστηκαν για χάρη μας. Το πραγματικό του όνομα το έχασε μαζί με την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του όταν μια μέρα τον φέρανε δεμένο στο Ξενοδοχείο. Χτυπούσε τις καμπάνες τα μεσάνυχτα και αναστάτωσε το χωριό. Οι φήμες λέγανε ότι τα πολλά τα γράμματα τον τρέλαναν, ότι είχε πάει μετεκπαίδευση στη Γαλλία, κόλλησε μαλαφράντζα και η ωχρά σπειροχαίτη τον χτύπησε στο κεφάλι, άλλοι ότι αγάπησε μια δασκάλα και εκείνη δεν ανταποκρίθηκε. Η ουσία είναι ότι ήρθαν την άλλη μέρα από την Θεσσαλονίκη ο αδερφός του με έναν νοσοκόμο, του πέρασαν τον ζουρλομανδύα, τον βάλανε σε μια κλειστή «Βικτόρια» και χάθηκε στο βάθος της οδού Ανεξαρτησίας. Είχα ένα τετράδιο με την επιγραφή «ΓΙΑΤΙ;» Εκεί έγραφα τις απορίες μου, σύμφωνα με τις οδηγίες του δάσκαλου γαμπρού μου. Τα έδειχνα πολλές φορές και στον Χαζούρα, πριν χάσει τα μυαλά και το πραγματικό του όνομα. Την ώρα που ξεκίνησε μου έριξε μια θολή ματιά περίεργη, μέσα από το θαμπό τζάμι της άμαξας, σαν να ήθελε, κι αυτός με την σειρά του, να με ρωτήσει «ΓΙΑΤΙ;» Θέλω να ξεκόψω με τα Γιάννινα, το παρελθόν, να χορτάσω χωριό, το παρόν και ν’ ανοίξω τα φτερά για το μέλλον, στη Θράκη. Όσο έλειπαν οι άντρες και προετοίμαζαν τις ρημαγμένες φωλιές, σαν τα στοργικά λελέκια, για την άνοιξη, και ο πάππος μου είχε διπλωθεί στα δυο, ένοιωθα στο σπίτι μας να υπάρχει ένα κενό εξουσίας. Ήθελα να πηδήξω το στάδιο της εφηβείας και να γίνω με μιας «άντρας». Είναι φανερό ότι αυτό που μου συνέβαινε δεν ήταν η περίπτωση του Χαζούρα, που εντελώς επιπόλαια, θέλησαν να μου προσάψουν το θλιβερό παρατσούκλι του. Ήθελα να υπερασπισθώ τον εαυτό μου, αλλά και τον ίδιο τον Χαζούρα για το μοιραίο ατύχημα της ζωής του. Παίζαμε συχνά τους κλέφτες και αστυνόμους, τώρα στο χωριό, και ένα βράδυ άργησα πολύ. Ήξερα πως οι γυναίκες με περίμεναν ανήσυχες στα σκαλοπάτια και απέφυγα να χτυπήσω την εξώπορτα. Πήδηξα τον φράχτη από την πίσω αυλή και χώθηκα στο πλυσταριό. Έκλεισα από μέσα τον περάτη και βάλθηκα να πλυθώ μόνος μου. Όχι δεν κλειδώθηκα γιατί φοβήθηκα την μάνα μου. Ήθελα να ξεκόψω πια οριστικά από την
87
στοργική φροντίδα της μάνας μου και της αδελφής, κοτζάμ μαντράχαλο, να με σαπουνίζουν. Με παρακαλούσαν από την κλειδαρότρυπα ν’ανοίξω. Κρέμασα μια πετσέτα στην κλειδωνιά. Πείστηκαν για την ανδρική μου σταθερότητα και αποσύρθηκαν στο σπίτι. Πέρασα μετά στο μαγειριό και αυτοεξυπηρετήθηκα στο φαγητό μου. Φρέσκο ψωμί στην πινακωτή, ένα κομμάτι πίτα κάτω από την γάστρα, τυρί, ντομάτα, ψημένες πιπεριές στο φανάρι. Η πορεία της ανεξαρτησίας μου πήγαινε καλά, σαν το ποντίκι που χορεύει όσο λείπει ο γάτος. Κάποτε γύρισε ο πατέρας μου να παραλάβει τη φαμίλια του. Είχα μαζέψει την ουρά στα σκέλια μου και στάθηκα τυχερός που δεν παραπονέθηκε η μάνα μου για τα ψευτοκαμώματά μου. Τα παιχνίδια μου τώρα ημέρεψαν. Όταν η νύφη μου πήγαινε στα γονικά της, πήγαινα κι εγώ μαζί να παίξω φρόνιμα στη μεγάλη αυλή τους, με τα παιδιά. Ο Κυρ-Γιώργης, ο συμπέθερος ξάπλα σε ένα χοντρό μάλλινο χράμι, στο φαρδύ πεζούλι της αυλής επόπτευε τις κινήσεις των γυναικών και παρακολουθούσε τις αταξίες των παιδιών. Μόλις έμπαινε στον οβορό κι ακουγότανε η βαριά μαγκούρα στο πλακόστρωτο, τρέχανε οι νύφες με τα μαξιλάρια παραμάσχαλα να του ζώσουν ολοτρόγυρα την κουρασμένη μέση του πάνω στο παχύ χράμι της πεζούλας και να ξεκουράσουν τα πόδια του αφέντη από τα βαριά ποδήματα της δουλειάς. Ακολουθούσε η ιεροτελεστία για το ποδόλουτρο και το νίψιμο του προσώπου. Προηγούνταν η μεγάλη νύφη με την χαλκωματένια γανωτή λεκάνη, ακολουθούσε η άλλη με το ζεστό γκιούμι του νερού και παράμερα η Κυρά-Ζήσω η συμπεθέρα με τις πετσέτες στον ώμο και το σαπούνι στο χέρι. Το σαπούνι το πρόσφερε στον άντρα της με ανάστροφη την παλάμη «για να μην μαλώνουν μεταξύ τους». Ήταν η προληπτική άποψή της, αλλά με την σύνεσή της είχε γίνει και κανόνας της ζωής της. Εκείνος πάλι, ζωηρός από φυσικού του, φρούμαζε σαν άλογο, να φύγουν τα νερά από τα μεγάλα κρεμαστά μουστάκια του. Είχε κι άλλες, καλές κατά βάθος, ιδιοτροπίες. Ίσως να ήταν συνακόλουθες προς το σκληρό επάγγελμά του. Ακόμα θάταν δύσκολο να κουμαντάρει με το μαλακό το μεγάλο οικογενειακό τσούρμο των παιδιών και των ξένων τσομπαναρέων, που είχε στη δούλεψή του. Μόλις με το μούχρωμα ακουμπούσε ο ήλιος στα κατάραχα έπρεπε ο σοφράς του βραδινού φαγητού να στρωθεί, να φάνε και να κοιμηθούν για να είναι με τη χαραυγή ξεκούραστο το κορμί και λαγαρό το μυαλό. Μόλις έδινε το πρόσταγμα έπρεπε να αδειάσει η αυλή νωρίς - νωρίς. Οι κόρες και άλλες νύφες έπρεπε να τρέξουν στα δικά τους νοικοκυριά να συμμαζέψουν τα παιδιά τους και τα γίδια, που γυρνάν με το ηλιοβασίλεμα από την κοινοτική βοσκή. Αν τυχόν καθυστερούσαν, αμολούσε σουριχτή την τσουμάκα του στο πλακόστρωτο απλά να τους τρομάξει. Ήταν το ίδιο κόλπο με τον πάππο μου, που έσερνε την μπαστούνα του στο ταβάνι δίχως ποτέ του
88
να με αγγίξει. Έτσι στρωτή - στρωτή κυλούσε η ζωή μας τους τελευταίους μήνες καθώς δεματίζαμε τους γιούκους και τα μόμπιλα, που θα φορτώναμε στο καραβάνι για τα «πιστρόφια» μας στην ξενιτιά. Πολλές ιστορίες και ανέκδοτα σωρεύτηκαν στην ευφάνταστη μνήμη μου που θα τροφοδοτούν στο μέλλον τις αναμνήσεις μου, όταν διαφορετικοί τόποι και νέοι χρόνοι θα μεταλλάξουν την ζωή μου. Στα πρώτα δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς στο χωριό που είχα στερηθεί τα παραμύθια της γιαγιάς, ήθελα συνέχεια το γλυκόλαλο παραμύθι της μάνας μου για το σπίτι που γεννήθηκα και τη γαλάζια θάλασσα του Αιγαίου, καθώς χάνονταν τα καΐκια στον ορίζοντα με τους παπαφίγκους, με τα μεγάλα ολόλευκα πανιά και τελευταία τον ακραίο σταυρό στο μεγάλο κατάρτι. Το άκουε και η μικρή αδελφή μου, που γεννήθηκε στην Κομοτηνή, και την πήραμε μαζί μας στο χωριό βυζανιάρικο. Μα για τούτην ήταν απίστευτο παραμύθι, αφού δεν έζησε τίποτε από αυτά που έζησα εγώ και τα θυμόμουν και θα ξαναζούσα τώρα πια μεγάλος ζωντανότερα. Η αδελφή μου Ευαγγελία ήταν νήπιο ακόμα και δεν ένοιωθα κανέναν δεσμό και ενδιαφέρον. Μάλλον ένα ενοχλητικό για μένα πειραχτήρι. Δεν είχε παιδιά της ηλικίας της να παίζει στην αυλή μας. Ξαπλωμένος καθώς ήμουν κάποτε και διάβαζα, με γαργάλισε στο πόδι μου. Τρόμαξα. Την έσπρωξα ασυναίσθητα και χτύπησε ο σβέρκος της στη σιδερένια κόψη μιας φτσέλας, που κουβαλάνε από την βρύση το νερό. Το χτύπημα ήταν αιματηρό και επικίνδυνο, στη βάση του κρανίου, «στο δέντρο της ζωής» όπως άκουγα κατατρομαγμένος να λένε γύρω μου οι μεγάλοι. Λιποθύμησε και όσο νάρθει ο γιατρός της βάλανε ζεστό λάδι στην πληγή. Χάθηκα στα κελάρια όσο να μάθω από τον γιατρό αν ζει ή πέθανε. Ευτυχώς το τραύμα πέρασε με την φροντίδα του γιατρού και μόνο ένα σημαδάκι της απέμεινε να με θυμάται, όσο ζει, αφού γρήγορα με συγχώρησε για το κακό που άθελά μου της έκανα. Το ταξίδι της επιστροφής το είχε οργανώσει με άνεση αυτή τη φορά ο πατέ-
89
ρας. Ήταν όλα όμορφα προσχεδιασμένα, μέχρν την τελευταία λεπτομέρεια. Οι δρόμοι ήταν ανοιχτοί. Κανένας φόβος από εχθρούς και επιδημίες. Διάλεξε δυο καλούς αγωγιάτες συγχωριανούς με οχτώ μουλάρια, για ένα ταξίδι άνετο μέχρι την Κοζάνη. Έξι μουλάρια για έξι άτομα καβάλα και δυο για έκτακτο φορτίο κυρίως ρουχισμού, στρωσίδια και φλοκάτες, χρήσιμο και στη διαδρομή, στα υπαίθρια κονάκια μας, βραδινά και μεσημέρια, όσο ο καιρός θα ήτανε καλός. Οι έξι ταξιδιώτες ήτανε ο πάππος μου, ο πατέρας με τη μάνα μου, εγώ με την μικρή αδελφή και η νύφη μας η Στάμω με το μωρό στην αγκαλιά. Η μεγάλη αδελφή μου θα παρέμενε για χρόνια στο χωριό δεμένη με την «ασάλευτη ζωή» του δασκάλου, μόνη φύλακας στα πατρογονικά μας, όπου και εγκαταστάθηκε με την οικογένειά της. Ο μουλαρόδρομος ήταν μακρύς και δύσκολος. Το καραβάνι μας αποτελούνταν από γέρους, γυναίκες και παιδιά. Ο πατέρας μου δεν ήθελε να κουράσει την οικογένεια. Για τον λόγο αυτό προκαθόρισε με τους κερατζήδες περισσότερες επισταθμίες και πολύωρες ενδιάμεσες αναπαύσεις. Ο ένας κερατζής, ήταν και ο εμπειρότερος οργανωτής και συμποσιάρχης του χωριού μας στους γάμους και στα πανηγύρια. Του ανέθεσε, χωρίς να λυπηθεί τις δαπάνες, την επιμέλεια για την πιο ευχάριστη διαμονή και την διατροφή κατά την όρεξη των μελών της οικογένειας. Θυμόταν πάντα ο πατέρας την τραγική πορεία της προσφυγιάς και ήθελε, θαρρείς, να βγάλει τα απωθημένα του. Ο δεύτερος κερατζής ήταν στους γάμους ο «οινοχόος», «ο κεραστής», που ρύθμιζε τις κάνουλες στα κελάρια, γέμιζε τα λαγήνια και βοηθούμενος από μια πλειάδα όμορφων κοριτσιών, τροφοδοτούσε συνέχεια τα ποτήρια των συμποσιαστών. Ήταν κοντός, χοντρός και κακομούτσωνος, αλλά πολύ ευχάριστος χωρατατζής. Συμπλήρωνε τα διονυσιακά του καθήκοντα με αστεία και πικάντικα ανέκδοτα καθώς και «περιγελαστικά» τραγούδια, δημοτικά:
«Οχλεμπονιάρης βήχαγε κι η κόρη αναστενάζει...» «Ο κακαντράκης χόρευε κι η νύφη αναστενάζει...» «Άιντε, μπρε Χαραλάμπη να σε παντρέψουμε...»
και άλλες αυτοσχέδιες παρωδίες. Όταν αποφάν και οι οργανοπαίκτες αρχίζουν τα μακρόσυρτα τραγούδια «της τάβλας», του τραπεζιού. Αλλά εδώ δεν πρόκειται για γάμο, για να επιμείνω στην πλήρη περιγραφή των γαμήλιων επιδόσεων των μεταφορέων. Καταφεύγω σε αναδρομές ή παρεκβάσεις, όταν εμφανίζονται νέα πρόσωπα επί σκηνής, όπως εδώ με τους αγωγιάτες μας, ή μου εμφανίζονται απροσδόκητα νέες καταστάσεις και συμβάντα στον ομαλό δρόμο της ιστορίας μου. Ίσως η αθεράπευτη περιέργειά μου και αχαλίνωτη φαντασία
90
μου με σπρώχνουν να βλέπω πρόσωπα και πράματα πιο έντονα. Πρέπει να πω πως το καραβάνι στο ξεκίνημα θα ήτανε μεγάλο. Και άλλες οικογένειες σε ξεχωριστούς ομίλους, συγγενικές ή μη, θα συμπορεύονταν μαζί μας. Ήταν τα ξαδέλφια μου, ο Μήτρος και η Άννα με τα τρία παιδιά τους για το Σαρή-Σα- μπάν. Θα παρέμεινε η Τέτα-Σούλτω - καλά τα τέλη της - φύλακας των παραδόσεων, πιστή στον θείο μου Χριστόδουλο να ακουμπήσει κάποτε κι’ αυτή τα κουρασμένα κόκαλα της στο οστεοφυλάκιο του Αγίου Αθανασίου, πλάι στον άντρα της. Ήταν η θεία μου με τα τρία ξαδέλφια μου, που ο θείος Χριστόφορος είχε γυρίσει από την ομηρία και τους περίμενε στη Σαλονίκη να τους παραλάβει. Ήταν ένας άλλος θείος της μάνας μου που, αρραβώνιασε τον γιο του στην Καβάλα «τηλεγραφικά» από το χωριό του, με μια όμορφη και άξια, τίμια μεγαλοκοπέλα. Ο πεθερός περιχαρής για την επιτυχή εκλογή της νύφης του, την οδηγούσε τώρα στον άγνωστο για την κοπέλα νυμφίο. Ήταν και άλλοι πολλοί συγχωριανοί, που καθώς θα προχωρούσε το καραβάνι, καθένας θα τραβούσε στον προορισμό του, στην Μακεδονία και την Θράκη, από την Σαλονίκη μέχρι την Πόλη. Έτσι γινόταν την εποχή εκείνη ομαδικά η μετανάστευση στην απέραντη, χωρίς σύνορα, Οθωμανική Αυτοκρατορία, για λόγους ασφαλείας. Τώρα όμως με το Ελληνικό δεν είχαμε πια τον φόβο των Τούρκων και Βουλγάρων. Μας αδίκησαν όμως οι Σύμμαχοί μας στην οριοθέτηση των βορείων συνόρων μας. Ήταν η μόνη στενοχώρια που βασάνιζε τον πάππο μου και τον πατέρα μου τώρα, τον μεγάλο μου αδελφό, που έμεινε στην Κομοτηνή, προσπαθώντας να «απελευθερώσει από τα χέρια των απελευθερωτών συμμάχων μας τα υπό στρατιωτική κατοχή κτήματά μας», όπως μας έγραφε, όσο στο χωριό βρισκόμασταν σε στάση αναμονής. Μας περιέγραφε ακόμα τα ερειπωμένα ντουβάρια που βρήκε στις Σάππες και την Αλεξανδρούπολη. Ο άλλος αδελφός μου πολεμάει ακόμα στη Μικρασία για να συμπληρώσει μια δεκαετία στη γραμμή των πρόσω. Στα σύντομα δελτάρια της λογοκρισίας, που αραιά και που ανταλλάσσουμε, αδυνατούμε να γράψουμε για το μέγεθος της οικογενειακής μας καταστροφής και για τα παράπονά μας κατά των συμμάχων μας. Ήμαστε απόλυτα βέβαιοι ότι αδυνατεί κι αυτός να μας στείλει ένα μήνυμα κατά πόσον διαφαίνεται το μέγεθος της Μικρασιατικής Εθνικής Καταστροφής, που επέρχεται και το κυνικό ξεπούλημα, από τους συμμάχους.
Μια βδομάδα, πριν ξεκινήσει το καραβάνι, άρχισαν να μας επισκέπτονται οι συγγενείς και φίλοι. Όλοι βαστάνε ένα συμβολικό δώρο στο χέρι: Μια σακουλί- τσα καρύδια, λεφτόκαρα, ένα μήλο κόκκινο, ένα κυδώνι, ένα μαντιλάκι κεντημένο με μια μαργαρίτα ή ένα μονόγραμμα. Ήρθε και ο σκηνίτης ο κουμπάρος Κώστα-Κάτσανος, με μια ούρντα να μας χαιρετήσει, πριν φύγει κι αυτός για τα
91
χειμαδιά. Την παραμονή το βράδυ, που μαζεύτηκαν σπίτι μας και οι πιο στενοί συγγενείς, ήρθαν να μας χαιρετήσουν και οι οργανοπαίκτες του χωριού - δυο βιολιά κι ένα κλαρίνο, το λαγούτο κι ένα ντέφι. Άρχισαν με ένα συγκινητικό του χωρισμού των ξενιτεμένων:
«Ποιος τόειπε, ποιος ελόγιασε, ταδέρφια δεν πονιούνται! τ ’ αδέρφια σκίζουν τα βουνά κι οι αδερφές τους κάμπους, κι η μάνα σκίζει θάλασσα να πάει να τσ ’ανταμώσει. Σαν πήγε και τσ ’αντάμωσε σ ’ ένα ξηρό ποτάμι, Από τα δάκρυα τα πολλά κι από τα μοιρολόγια, Ο ποταμός κατέβασε μια θάλασσα γιομάτη...».
Μια το παίζαν τα βιολιά και μια το τραγουδούσε ο κόσμος όλος. Ύστερα παίξανε ένα μουσικό κομμάτι: «τα γάλατα» όπου πρωταγωνιστούν τα βιολιά και μεταγγίζουν στον ακροατή μεθυστικό «βράδυ στο βουνό» με όλους τους αρμονικούς ήχους, με τα κυπροκούδουνα των κοπαδιών, μια νυκτωδία πουλιών της μέρας, που πάνε να κουρνιάσουν στις φωλιές τους, ο κότσυφας, ο κορυδαλλός, το αηδόνι, ο κούκος ο μοναχικός τα πουλιά της νύχτας, ο γκιώνης, ο νυχτοπάτης, το σουραύλι του βοσκού, το σφύριγμα του νυχτοπερπατητή στο μοναχικό ερημικό δάσος, όλα σε μια σύνθεση από τον αριστοτέχνη βιολιστή χωριανό μας, τον Καρκατσούλη. Ποιος θα μπορούσε τώρα πια να ξεχάσει την ειδυλλιακή αυτή εικόνα σε όποια άκρη της γης κι αν ταξίδευε. Οι κοπέλες γιόμισαν τα πήλινα λαγήνια με νερό από την κεντρική βρύση του χωριού από βραδύς και κορφολόγησαν μια χερουλιά ανθισμένα υδρόβια χόρτα από το ποταμάκι. Με το πρωινό ξεκίνημα του καραβανιού από το σπίτι, οι συγγενείς θα χύναν τα λαγήνια για να τρέξει το ταξίδι όπως το νερό και θα κρεμούσαν το χόρτο πάνω από τον οβορό σε ένδειξη ότι οι ξενιτεμένοι έφυγαν. Οι επισκέπτες αραίωσαν και έμειναν για να διανυκτερεύσουν μαζί μας, η μεγάλη μου αδελφή με τον Δάσκαλο και η μάνα της νύφης μας Στάμω, η συμπεθέρα μας, η Ζήσω.
Πέρασαν δέκα χρόνια σχεδόν περιπετειών μιας ευτυχισμένης οικογένειας του παλιού Ντεντέ-Αγάτς, όπως σας την έδειξα σε μια παλιά φωτογραφία. Ίσως απόψε θα χρειαζόταν μια καινούρια οικογενειακή φωτογραφία, αλλά στο χωριό μας δεν υπήρχε φωτογράφος. Εδώ οι απλοί μας άνθρωποι, τρεις τουλάχιστον χιλιετίες πριν ανακαλυφθούν, η φωτογραφία και ο κινηματογράφος, φωτογρα- φούνται με κινούμενες ποιητικές εικόνες. Τα βουνά, οι κάμποι, η θάλασσα, ο ποταμός, θεοποιούνται. Ο άνθρωπος μιλάει κατ’ ευθείαν με τον Θεό. Οι φωτοσκιάσεις στο γλυκοχάραμα και οι αποχρώσεις στα δειλινά, δεν σου δίνουν ...
92
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΣΕΛΙΔΑ 92 Παναγιώτης Μιχ. Ποάλας (αριστερά), Μιχαήλ Τζαμπούρας (δεξιά) στη Φιλαδέλφεια Μικράς Ασίας στο Σαλιχλή, νότιο Μέτωπο, Σύνταγμα Πλαστήρα.
μόνο το ανθρώπινο περίγραμμα. Σου αποκαλύπτουν τον πλούσιο ποιητικό του κόσμο μέσα του, την ψυχή του την ξέχειλη, σαν τα κρασοπότηρα στις ευωχίες του. Ζωγραφίζονται με φυσικούς μουσικούς φθόγγους και τονικές αποχρώσεις με τα αηδονολαλήματα στο ψηλότερο καντίνι του βιολιού. Οι διαφορές ανάμεσα στις δυο φωτογραφίες είναι καταφανείς. Ο παππούς δίπλωσε, ο πατέρας άσπρισε, ο κότσος της μάνας μου ξέφτισε, η γιαγιά μου πέθανε - όπως πέθανε- κι εγώ ξεπετάχτηκα από την αγκαλιά της ένας παίδαρος γιομάτος όνειρα. Τα δυο αδέρφια μου στην παλιά φωτογραφία ακουμπούν τα χέρια τους στους ώμους του πάππου μου, σαν να θέλουν να πάρουν αμπάριζα και προγονική δύναμη, από τον Καπετάν-Μιχάλη για τους μακρόχρονους στρατιωτικούς αγώνες τους. Ο Κωσταντής πήρε το όνομα και τη χάρη του πάππου του. Τρέχει τώρα προπομπός στην Θράκη με το άλογο να καταγράψει τα ερείπια της παλαιάς οικογενειακής αίγλης του 19ου αιώνα, που συσσώρευσε η πολεμική λαίλαπα των αρχών του 20ου αιώνα. Ο δεύτερος πολεμάει ακόμα στο Εσκί-Σεχίρ, στο Καλέ Γκρότο και στο Σαλιχλή, με την ίδια ματωμένη χλαίνη της Βορείου Ηπείρου και της Μακεδονίας για να συμπληρώσει την δεκαετή θητεία του το 1922, όταν με το σύνταγμα του Πλαστήρα ακολούθησε τον προδομένο Στρατό και Λαό, στην Επανάσταση της Χίου. Για μένα το τραγικότερο πρόσωπο στάθηκε η γιαγιά μου. Στην περιγραφική φωτογράφηση που επιχειρώ την τελευταία αυτή
93
βραδιά του αποχαιρετισμού το τραγικότερο τώρα πρόσωπο είναι η μεγάλη μου αδελφή. Δεν είναι πια η ντυμένη σαν αρσακειάδα κοπέλα της παλιάς φωτογραφίας. Είναι μια μάνα με δυο κόρες, με τις πρώτες ασημένιες τρίχες κάτω από το φακιόλι της, ντυμένη τις μακριές φούστες του χωριού μας, την κεντητή μπρο- στέλα και την επίσημη γαϊτανοκέντητη φλοκάτη. Από την στιγμή που τραγούδησε με τα λαλούμενα τον «χωρισμό των αδελφών» κλαίγοντας, οι στίχοι τριγυρίζουν στο μυαλό της και κάθε τόσο κρύβει τα βουρκωμένα μάτια της με μια μεγάλη μαντίλα στο πρόσωπό της και σκουπίζει τα δάκριά της. Νιώθω τα ροζιασμένα δάκτυλά της να μου χαϊδεύουν κάθε λίγο το κουρεμένο μαθητικό μου κεφάλι. Από την άλλη πλευρά ο Δάσκαλός μου καταθέτει τις τελευταίες υποθήκες του για την μελλοντική ανάπτυξή μου εκεί που θα πάω στο γυμνάσιο. Στην άλλη άκρη του καναπέ η συμπεθέρα κρατάει στην αγκαλιά την εγγονή της, την Δεσποινούλα, που πήρε το όνομα της μάνας μου. Δίνει και αυτή τις δικές της τελευταίες υποθήκες στην κόρη της πώς να συμπεριφέρεται στην καινούρια μεγάλη οικογένεια που μπήκε.
Ήρθε και η κατάλληλη στιγμή και η ώρα του σοφρά με τα πλούσια φαγητά, που θα αποφορτίσει την βαριά συγκινησιακή ατμόσφαιρα. «Και οίνος ευφραίνει καρδίας ανθρώπων», είπε ο Δάσκαλος. Ο συμπέθερος φρόντισε να μας στείλει από το πρωί μπόλικο κρεατικό, φανερά συγκινη μένος για τον αποχωρισμό της μικρότερης κόρης του. Δυο σφαχτά κατσικάκια για τον φούρνο, ολόκληρο το αμφίπλευρο «μπριζολίκη» ενός μοσχαριού του γαλάτου, κομμένο και χτυπημένο με τον «στούμπο» σε μοναχικές μπριζόλες, έτοιμες για ψήσιμο στα κάρβουνα, λίγα αρνίσια παιδάκια και τρεις μεγάλες πλόσκες κρασί. Εφόδια αρκετά για να καλύψουμε το αποχαιρετιστήριο δείπνο και τα πρώτα γεύματα του ταξιδιού. Όλες τις ετοιμασίες τις είχε αναλάβει η αδελφή μου και η συμπεθέρα, ολόκληρο το απόγευμα βοηθούμενες από δυο - τρεις άλλες συγγένισσες. Η αδελφή μου ξέροντας τις προτιμήσεις μου ετοίμασε κατάλληλα το πιάτο μου με γλυκάδια, μια μικρή μπριζόλα «ορφανή», δίχως κόκαλο, και ένα αρνίσιο παιδάκι. Τα λαγήνια του κρασιού πηγαινοέρχονταν στο κελάρι μας. Τις πλόσκες του συμπέθερου τις αφήσαμε να τις κρεμάσουμε πισωσάμαρα από τα λουριά τους για το ταξίδι. Το κέφι γύρισε στο αστείο και τα πειράγματα και καθένας έλεγε σε ποιο τοπίο της διαδρομής θα ήταν καλλίτερα να σταθμεύσουμε στη διαδρομή για να χωνέψουμε και το υπόλοιπο κρεατικό με τις πλόσκες του κρασιού. Ο πάππος μου, έμπειρος από μεγάλα ταξίδια και μεγάλα κυνήγια, είχε την γνώμη να αφήσουμε την όλη φροντίδα στους δυο αγωγιάτες γιατί στο πολυήμερο ταξίδι θα χρειασθούμε να προμηθευθούμε και να ψήσουμε πολλά ακόμα κοντοσούβλια και να ξαναγιομί- σουμε πολλές φορές τις πλόσκες με κρασί.
94
Με την τελευταία κουβέντα του πάππου μου το τσιμπούσι σταμάτησε, οι λάμπες χαμήλωσαν και μισοζαλισμένοι οι συνδαιτυμόνες αποκοιμήθηκαν για να ξυπνήσουν μπονόρα. Την υπόλοιπη διαδικασία για ομαδική αναχώρηση, αγκαλιάσματα, κλάματα στο ξερό τοπίο του Γκοτζά, όπου χορτάρι δεν φυτρώνει, τα άσπρα μαντήλια που ανεμίζουν οι ξενιτεμένοι καθώς ανεβαίνουν την ακροποταμιά, και τα μαύρα φακιόλια, που σηκώνουν στον αγέρα αυτοί που μένουν, για το εκκλησίασμα στον Αη-Δημήτρη τον καβαλάρη και «ταξιδιάρη» άγιο του χωριού, τα έχω περιγράφει στην αρχή σε άλλη ευκαιρία Στο πρώτο μεσημεριάτικο πίκ-νίκ συναντηθήκαμε οι συγγενείς και φίλοι ταξιδιάρηδες. Πέντε μερόνυχτα κράτησε ο μουλαρόδρομος. Από την Κοζάνη θα ταξιδεύαμε με το πρωτόφαντο τότε μέσο, το αυτοκίνητο. Στριμωχτήκαμε έξη νοματαίοι και ένα κοριτσάκι στην αγκαλιά, σε ένα «Φορντάκι» αμερικάνικο, σαν εκείνο που είχα δει στα Γιάννινα στις ταινίες του Σαρλώ των αδελφών Μανίκα. Ρόδες μικρές με ακτίνες σαν πλεκτοβελόνες, λάστιχα συμπαγή, μια καρότσα χαμηλή και ανοιχτή με μια μαύρη αδιάβροχη τέντα στα κεφάλια μας. Για να ξεκινήσει έπρεπε να βγάλει το σακάκι του ο σοφέρ, να ανασκουμπωθεί και με μια μακριά μανιβέλα να πολεμήσει αρκετά για να πάρει φόκο η παράξενη μηχανή. Το τιμόνι ήταν άκρη - άκρη και το λεβιέ έξω από το καρότσι, στο σκαλοπάτι της καρότσας, έτσι που να βολευτούν δυο ξερακιανοί επιβάτες δίπλα στο σοφέρ. Στα πίσω κάθισμα καθόταν τρεις μέτριοι επιβάτες και σε δυο σκαμνάκια πρόσθετα αντικριστά και στριμωγμένα δυο παιδάκια. Κακήν κακώς η οικογένεια στριμώχτη- κε. Στο πίσω κάθισμα έκατσαν αυτοί που ζαλίζονταν, ο πάππος μου, η μάνα μου και νύφη. Στα σκαμνάκια η αδελφή μου και η μικρούλα Δέσποινα, που την παίρνανε περισσότερο στην αγκαλιά τους οι δυο γυναίκες εναλλάξ. Ένας ακατάλληλος για αυτοκίνητο καρόδρομος μας ταλαιπώρησε μέχρι την Βέροια, με τις πολλές λακκούβες. Χρειάστηκε μερικές φορές ο πατέρας κι εγώ να σπρώξουμε λιγάκι για να βγάλει μια ανηφόρα σε μια απότομη στροφή στο Βέρμιο. Οι γυναίκες ζαλίστηκαν, ο καπετάνιος διέθετε και φακέλους για την ναυτία. Η νύφη που πρώτη φορά έβγαινε από το χωριό, έκρυβε τα μάτια της πίσω από τον ώμο της μάνας μου γιατί δεν μπορούσε να βλέπει τα δέντρα και τα τηλεγραφόξυλα να περπατάν ανάποδα κατά πάνω της. Φτάσαμε στη Βέροια στο χάνι του Βράκα, τον φίλο και συμπατριώτη μας, που μας είχε φιλοξενήσει αρκετές μέρες στις δύσκολες ώρες της προσφυγικής πορείας με την άρρωστη γιαγιά μας. Μείναμε πολύ λίγη ώρα να μας κεράσουν η γυναίκα και η κόρη του Βράκα με τις σχετικές οικογενειακές φιλοφρονήσεις και τα νέα του Χωριού. Ο σοφέρ γέμισε βενζίνη και έβαλε μπρος με την μανιβέλα το καμινέτο της μηχανής. Από δω και πέρα, μέχρι τη Θεσσαλονίκη ο δρόμος ήταν υποφερτός.
95
Στη Θεσσαλονίκη μείναμε 2-3 μέρες να ψωνίσουμε ρουχισμό από τα οβρέι- κα μπεζεστένια, τις περίφημες εμπορικές στοές, όπου εύρισκες όλων των ειδών την μανιφατούρα. Τα επιβατικά βαγόνια ήταν σαν κλουβιά στενά των δέκα θέσεων με δυο αντικριστούς ξύλινους καναπέδες. Δεν υπήρχε διάδρομος επικοινωνίας μα τα άλλα κουπέ. Ένα μακρινό ταξίδι για μια πολυμελή οικογένεια, σαν την δική μας, με γέρους και μικρά παιδιά, ήταν προβληματικό. Τα τρένα βραδυπορούσαν, ήταν μικτά, επιβατικά και φορτηγά βαγόνια στον ίδιο συρμό, σταματούσαν σε όλους τους σταθμούς, κάναν πολλές μανούβρες, οι γραμμές και οι γέφυρες κατεστραμμένες από τους πολέμους, δεν ήταν ασφαλείς και λειτουργούσαν με πρόχειρες κατασκευές και παρακαμπτήριος σιδηρογραμμές. Η μέση ταχύτητα δεν ξεπερνούσε τα τριάντα χιλιόμετρα. Μέχρι την Κομοτηνή θα χρειαζόμασταν 15 ώρες τουλάχιστον. Αφοδευτήρια για τους επιβάτες στο τρένο δεν υπήρχαν. Ο προνοητικός πατέρας μου φρόντισε να προμηθευθεί από τα οβρέικα και δυο ευτελή δοχεία της νυκτός. Ένα για την συχνουρία του πάππου μου και ένα για τις υπόλοιπες ανάγκες της οικογένειας. Εγώ προσωπικά δεν είχα πρόβλημα. Πηδούσα σε κάποιο ερημικό σταθμό από την αντίθετη πλευρά του σταθμού και εκτελούσα αξιοπρεπέστερα το φυσικό μου χρέος. Ο πατέρας δεν είχε ιδιαίτερα προβλήματα και πήγαινε στα αφοδευτήρια του σταθμού. Οι υπόλοιποι ήταν εγκλοβισμένοι και έπρεπε να κρατάμε μια κουβέρτα για παρα- βάν όσο να κάνει τα τσίσια του ο σεβάσμιος γέροντας και τα κακά της η ντροπαλή νύφη μας. Για μένα τον αθεράπευτα ρομαντικό και φυσιολάτρη, που ήθελα να τα βλέπω όλα όμορφα και ειδυλλιακά στη ζωή μου, ήταν μια τραυματική εμπειρία, την ώρα που ήμουν μεθυσμένος από την πανέμορφη διαδρομή της Μακεδονίας και Θράκης. Είχα τον ακάθιστο καθώς πήγαινα από το ένα παράθυρο στο άλλο, για να χαρώ πρώτα - πρώτα την φιδωτή πορεία του συρμού σοφά προσαρμοσμένη με την ποικίλη ιδιοσυστασία του εδάφους, υψομετρικά, λόφους, λοφίσκους, υδρογραφικά, ποτάμια και παραπόταμοι του Αξιού, Στρυ- μόνα, Νέστου, λίμνες και λιμνούλες, έλη και βάλτους. Ένα πανόραμα θελκτικό ξανοίγονταν μπροστά μου από βουνά, κάμπους, ιστορικές πόλεις, όμορφα χω- ριουδάκια, τοπωνύμια, όπως ο πρωτοδάσκαλός μου με είχε μάθει να διαβάζω, να μελετώ και να αισθάνομαι την πατριδογνωσία, την Ιστορία και την Γεωγρα- φία σε συνδυασμό πάντοτε. Πολλές φορές στους σταθμούς πλησίαζα το μεγαθήριο της ατμομηχανής με τους μουντζούρηδες μηχανικούς για να θαυμάσω από κοντά αυτόν τον μεγαλειώδη μηχανισμό με την τεράστια ελκτική δύναμη να σέρνει πίσω του δεκάδες επιβατικά και φορτηγά βαγόνια. Από την προβλήτα του λιμανιού και τον σταθμό του Βαρδαρίου φόρτωνε τόνους εμπορεύματα και εκατοντάδες επιβάτες και τραβούσε κατά τον Βορρά, προς το Κιλκίς και την
96
λίμνη της Δοϊράνης. Ύστερα προχωρούσε ανατολικά σύρριζα τις υπώρειες του Μπέλες και της Ροδόπης, Μουριές, Πορόια, Ροδόπολη, Σιδηρόκαστρο, Σέρρες, Δράμα, Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη, Φέρραι, Σουφλί, Διδυμότειχο, Αδριανούπολη και Κωνσταντινούπολη. Χάρμα ήταν οι ομοιόμορφοι γραφικοί Σταθμοί με το κόκκινα ευρωπαϊκά κεραμίδια του μεγάλου Κεραμοποιείου Αλ- λατίνη της Θεσσαλονίκης. Οι Σταθμάρχες με τα κόκκινα πηλίκια που χτυπούσαν το καμπανάκι και σήκωναν το σήμα της αναχώρησης, οι υπάλληλοι των εκδοτηρίων και οι κλειδούχοι που ρύθμιζαν την κίνηση στους σταθμούς με τις μανούβρες στις ράμπες φορτοεκφορτώσεων στις αποθήκες εμπορευμάτων και αποσκευών, τις διασταυρώσεις των αντιθέτων συρμών. Με είχε εντυπωσιάσει το σκληρό ακροβατικό έργο των κινουμένων υπαλλήλων της αμαξοστοιχίας, τους ελεγκτές και επιθεωρητές, που ήταν υποχρεωμένοι να ακροβατούν χειμώνα - καλοκαίρι από τις εξωτερικές σκάλες των βαγονιών για να ελέγχουν κάθε τόσο την κίνηση των επιβατών. Ακόμα και την νύχτα με χιονόνερο, με ένα κλεφτοφάναρο στη ζώνη τους, κρεμασμένοι από τις παγωμένες σιδερένιες λαβές έπρεπε να εκτελέσουν το ελεγκτικό τους καθήκον. Αυτά είναι τα υπέρ και τα κατά των μεγαλειωδών επιστημονικών εφευρέσεων, ενός τεραστίου οργανισμού που σφιχταγκαλιάζει όλη την υδρόγειο και λέγονται Σιδηρόδρομοι! Στην Κομοτηνή φτάσαμε νύχτα. Ο αδελφός μου μας περίμενε με δυο άμαξες. Μια παλιά Βικτόρια με δυο άλογα. Ο πάππος και η οικογένεια βολεύτηκε και σε ένα μόνιππο λαντώ, ο πατέρας, ο αδελφός και εγώ. Τις αποσκευές θα τις παραλαμβάναμε την επομένη με το κάρο. Καθώς τραβούσε μπροστά το λαντόνι οι δυο άντρες μιλούσαν για την κατάσταση και εγώ στο μισοσκόταδο έψαχνα να ιδώ τα χνάρια της παλιάς Γιμουλτζίνας, που είχαν απομείνει θαμπά στη μνήμη μου, όταν το 1912 μπαίναν στην πόλη οι «σύμμαχοί» μας οι Βούλγαροι. Τα αραιά «λουξ» της ασετιλίνης, που άναβαν οι γκαζιέρηδες του Δήμου δεν με βοήθησαν να βρω τα παλιά σημάδια της πόλης. Μπήκαμε στην μεγάλη αυλή και το πρώτο σημάδι που αναγνώρισα από τα παλιά ήταν το μπαλκόνι με την ανθισμένη αουστόρια, ίδια όπως τότε που παρακολουθούσα την παρέλαση του βουλγαρικού στρατού με τα γουρουνοτσάρουχα, τα άσπρα τερλίκια και το τριαντάφυλλο στην κάνη των όπλων. Από την συζήτηση των δυο ανδρών στο λαντόνι μόνο δυο λέξεις βούιζαν στα αυτιά μου: Όλα ερείπια, που επαναλάμβανε ο αδελφός μου. Τα ήξερε ο πατέρας μου αλλά νόμιζε ότι στο διάστημα που έλειπε στο χωριό θα είχε αποκατασταθεί η ελληνική Διοίκηση και θα είχε γίνει η καταγραφή των ζημιών για τις περίφημες αποζημιώσεις των πολεμοπαθών, που ουδέποτε καταβλήθηκαν. Το σπίτι είχε στοιχειωδώς επιπλωθεί, κάτι ψιλο- φάγαμε και πέσαμε ξεροί στον ύπνο, κουρασμένοι από το μακρινό ταξίδι με τις
97
διάφορες περιπετειώδεις φάσεις, τον μουλαρόδρομο και τα τσάφ-τσούφ του αυτοκινήτου και της ατμομηχανής. Οι Γάλλοι και οι άποικοι είχαν αποσυρθεί από το Ξενοδοχείο, το Χάνι και το συγκρότημα. Απέμειναν στα Γραφεία 5-6 Γάλλοι επιτελείς τοπογράφοι, που με τον Στρατηγό Σαρντού θα καθόριζαν τα σύνορα, και στην αυλή μας 2-3 αραπάδες ιπποκόμοι. Την άλλη μέρα ο αδελφός μου με τον πατέρα μου πήγαν στα γραφεία να συνεννοηθούν πότε επιτέλους θα παραδώσουν τα επίτακτα οι Γάλλοι. Ο πάππος στην αυλή πρωί-πρωί βγήκε για να πλυθεί στην αντλία και να ξανασάνει. Οι υπόλοιποι βγήκαμε στο μπαλκόνι και ανταλλάζαμε ματιές περιέργειας με τους αραπάδες. Στο χωριό και τα Γιάννινα, μόνο στα καρναβάλια βλέπαμε ψεύτικους, βαμμένους με φούμο, αραπάδες. Τέλος έγινε η πλήρης απελευθέρωση των κτημάτων και ανέκυψε στο οικογενειακό μας συμβούλιο το πρόβλημα της ανασυγκρότησης. Η γνώμη του πάππου μου επεκράτησε. Ο ίδιος με τον αδελφό μου, οικογενειακώς, θα πήγαιναν στο Σαπτσή, να αναστήσουν, όπως παλιά, από ένα μικρομάγαζο, την παλιά δουλειά, φούρνο, μαγαζί, χάνι και μελλοντική διεύρυνση του εμπορίου. Ο πάππος μου πίστευε ότι η παλιά αίγλη και επιρροή του θα βοηθούσε. Ήδη ο αδελφός μου είχε βολιδοσκοπήσει τα πράγματα. Ο Σεμερτζή-Χότζας, ο Ζεϊνέλ-Αγάς, ο Οσμάν μπέης και όλη η πελατεία της ευρύτερης περιφέρειας, οι μεγαλέμποροι και εισαγωγείς της Αλεξανδρούπολης, της Κομοτηνής, τα πέντε αδέλφια της νύφης μας, γνωστοί αλευρέμποροι της Καβάλας, προθυμοποιήθηκαν όλοι να συνδράμουν στην αναβίωση της παλιάς συνεργασίας. Μια απροσδόκητη πηγή αρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου στάθηκε ο θαυματουργός «φετφάς» του Χότζα. - «Αίπτιρ», κήρυττε ο Σεμερτζή-Χότζας κάθε γιορτινή παρασκευή και μέρα παζαριού στο μεγάλο τζαμί των Σαππών. - «Αίπτιρ», αμαρτία, επαναλάμβαναν οι Χοτζάδες και Μουεζίνηδες στα καμποχώρια και στους «γιακάδες» της Ροδόπης. Είχαμε πει άλλοτε ότι ο στενός φίλος του πάππου μου Σεμερτζή - Χότζας, εκτός από τα κλειδιά του παραδείσου με τα πιλάφια και τις οδαλίσκες «ουρί», έπρεπε να εγγυηθεί το «αναμάρτητον» των προσκυνητών της Μέκκας. Ο δαιμόνιος ερμηνευτής του Κορανίου πειθανάγκαζε τους οφειλέτες να αναγνωρίσουν και να καταβάλουν τα παλιά τους χρέη, στον Παλιό Τσορμπατζή Μιχάλ ολού Κωσταντή Εφέντη, που μια ζωή ολόκληρη αφειδώς τους δανειοδοτούσε. Την κατάσταση βοήθησε και ο αδελφός μου. Γνωρίζοντας την τουρκική γλώσσα και την παλιά αραβική γραφή, ανέλαβε καθήκοντα «Κιατήπη», Δημογραμματέως προσωρινώς για να διευκολύνει την βαθμιαία εγκατάσταση και θεμελίωση της Ελληνικής Διοικήσεως. Ασκούσε τα καθήκοντά του από το Γραφείο του καταστήματος του, που ήταν δίπλα στη Δημαρχεία. Έτσι στο μαγαζί μπαι-
98
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ Σάππες 1940. Περίοδος καρναβαλιού. Οικογένειες Κωνσταντίνον Μιχ. Ποάλα (δήμαρχος Σαππαίων), Παπαστεργίου, Ζαμπογιάννη, Πίνιον κ.α. (σημείωση δική μου: Η φωτογραφία δεν είναι το 1940, αλλά του 1936. Η διαπίστωσή προέκυψε από σύγκριση με άλλες δυο φωτογραφίες στις οποίες υπάρχουν 3 πρόσωπα (Ποάλα, Παπαστεργίου και Χρ. Ζαμπογιάννη) με τις ίδιες ακριβώς καρναβαλικές αμφιέσεις),,,
νόβγαιναν εκατοντάδες δημότες Οθωμανοί καν χωρικοί από την περιφέρεια, οπότε έχοντας υπ’ όψη τον φετφά του Χότζα, κατέβαλαν τμηματικά το παλιό χρέος τους και ανανέωναν τις συναλλαγές με το νέο μαγαζί. Έτσι σε ένα χρόνο δίπλα στο μαγαζί άνοιξε ο φούρνος, δίπλα στο φούρνο ο γιαχανάς, το χαλβατζίδικο, το χάνι κ.ο.κ. Για τον πατέρα μου στην Κομοτηνή τα πράγματα ήταν δύσκολα. Για να επισκευασθούν, να επιπλωθούν και να επανδρωθούν με κατάλληλο προσωπικό, μηχανήματα και κάρα, ολόκληρο το μεγάλο αυτό συγκρότημα, απαιτούνταν πολλά κεφάλαια. Ο πατέρας μου πηγαινοέρχονταν στις Σάπες για να συσκεφθεί απαραίτητα με τον πολύπειρο πάππο μας. Γρήγορα κατέληξαν στο συμπέρασμα οι τρεις άντρες από κοινού, να ενοικιάσουν το Ξενοδοχείο, το εστιατόριο και το καφεζαχαροπλαστείο για δυο ή τρία χρόνια το πολύ, όσο να επιστρέφει και ο δεύτερος αδελφός μου Παναγιώτης από το πολεμικό μέτωπο της Μικρασίας. Προβλέποντας ότι η αλυσωτή ανάπτυξη των εργασιών στις Σάπες έβαινε ραγδαία, υπέγραψαν συμβόλαιο για το ξενοδοχείο, εστιατόριο και καφεζαχαροπλαστείο για μια τριετία. Το χάνι και το υπόλοιπο συγκρότημα θα το κρατούσε ο πατέρας μου. Δύο ήταν τα βασικότερα άρθρα, το ένα οικονομικού και το άλλο πατριωτικού περιεχομένου. Το οικονομικό εξυπηρετούσε τον πατέρα μου, γιατί με την προκαταβολή και τα μηνιαία ενοίκια θα αξιοποιούσε τις εργασίες του βαθμιαία στο υπόλοιπο συγκρότημα. Ο ενοικιαστής ανελάμβανε να παραδώσει στον ιδιοκτήτη με την λήξη της τριετίας, ολόκληρο το οργανωμένο συγκρότη-
99
μά του αποζημιούμενος για το διατεθέν κινητόν κεφάλαιον και τον «αέρα». Θα χωρούσε μια παράταση ενοικίασης για ένα έτος ακόμα κοινή συναινέσει. Με το δεύτερο άρθρο η παλιά ονομασία του Ξενοδοχείου «Ήπειρος», αν και οι δυο συμβαλλόμενοι ηπειρωτικής καταγωγής αγαπούσαν την ιδιαίτερη πατρίδα τους, θα μετονομάζονταν στο εξής «ΑΙΜΟΣ». Την εποχή εκείνη ολόκληρη η Βόρεια Ελλάδα συνταράσσονταν από τα συλλαλητήρια για τον καθορισμό των συνόρων μας. Ειδικά οι Θράκες ζητούσαν να φτάσουν μέχρι το όρος Αίμος ώστε οι επαρχίες του Κίρτζαλη και της Ανατολικής Ρωμυλίας να περιληφθούν, σαν, εθνικά και οικονομικά, φυσική ενδοχώρα των νομών Ροδόπης, Αλεξανδρούπολης και Αδριανούπολης. Ο Αρχιμανδρίτης Κωνσταντινίδης Μιχαήλ, που κατάγονταν από την Μαρώνεια, λαμπρός ιεράρχης και ο πρώτος ευρυμαθής γυμνασιάρχης μου, ηγούνταν με τα εμπρηστικά κηρύγματά του, των από άμβωνος και εξώστου, συλλαλητηρίων. Εξαίρετος ρήτορας συντάραζε τα πλήθη με «τας ιερεμιάδας και τας αράς της Αποκαλύψεως του Ιωάννου», όπως έγραφαν συνεπικουρούντας και οι τοπικές εφημερίδες. Η οικογένειά μου βρισκόταν στο επίκεντρο αυτών των εθνικών εξάρσεων. Οι ατέλειωτες μυθολογικές και ιστορικές επικλήσεις, που αντλούσε από την πλούσια ρητορική φαρέτρα το γνήσιον τέκνον της αρχαίας Ορφικής Θράκης και συνεχιστής της Ορθοδόξου Βυζαντινής αίγλης, τοποτηρητής και διάδοχος του χηρεύοντος Μητροπολιτικού Θρόνου Ροδόπης και Μαρωνείας Μιχαήλ, συγκλόνιζαν την θρησκευόμενη και πατριωτική οικογένεια των ηπειρωτικών παραδόσεων εκ καταγωγής και των Θρα-
100
κικών Ονείρων «των από αιώνος ενδημούντων στο δεσποτοβούνι της Ροδόπης και το Δέλτα του Έβρου, Πάππου μου, Πατρός και τέκνων», κατά την έκφραση τριών ηπειρωτικής καταγωγής Δημάρχων της Κομοτηνής, Σούζου, Ζωίδη και Μπλέτσα, που τους γνώρισα προσωπικά και εγώ, σαν άρχοντες και γειτόνους. Η παλιά πολυεθνική κοινωνία της Θράκης και ειδικά της Κομοτηνής και των Σαππών παρέμεινε αναλλοίωτη στα οχτώ χρόνια που λείψαμε. Οι παλιοί μουσουλμάνοι έποικοι δήλωσαν υπακοή στο Ελληνικό Κράτος φανατικοί εχθροί των σαρωτικών μεταρρυθμίσεων των Νεότουρκων. Μια πολύ μικρή μειονότητα εποίκων «βουλγαριζόντων» μη αποδεχθέντων την βουλγαρική υπηκοότητα παρέμεινε δηλώνοντας Ελληνικήν υπηκοότητα. Ο ελληνικός κύκλος των παλαιών ελληνικών οικογενειών αποκαταστάθηκε αμέσως με την επαναλειτουρ-
101
γία των εκκλησιών, σχολείων και των οικογενειακών εθιμοτυπικών σχέσεων, τις βεγγέρες, τα απρέ-μιντί, τις μαντολινάτες, τα βιεννέζικα βαλς και τους κρυφούς έρωτες. Η Ελληνική κοινωνία των αλυτρώτων της Θράκης προσπαθούσε μέσα από τα πρώτα σκιρτήματα της απελευθέρωσης να αντλήσει μια επίφαση έστω ζωής και χαράς, έως ότου επουλώσει τις χαίνουσες ακόμα πληγές.
Βρισκόμασταν στο καλοκαίρι της πρώτης χρονιάς από την απελευθέρωση. Έως ότου ανοίξουν τα σχολεία στην Κομοτηνή ο πατέρας μου αποφάσισε να οδηγήσει την οικογένειά του στην πρώτη νοσταλγική επίσκεψη στις Σάππες και την Αλεξανδρούπολη. Ο προπομπός αδελφός μου Κωσταντής κατάφερε σε λίγους μήνες, με την βοήθεια της πολύ δραστήριας νύφης μας, να νοικοκυρέψει στοιχειωδώς τα κατοικήσιμα διαμερίσματα. Ήταν το ευτυχέστερο καλοκαίρι για μένα. Ένα ζωηρό 12χρονο αγόρι γιομάτο τρομερές εμπειρίες και βιώματα, που οι έκτακτες περιστάσεις ασυνείδητα συσσώρευσαν μέσα μου, αισθανόμουν τώρα συνειδητά να περνάω σε ένα μεστό στάδιο ζωής. Καινούριες εντυπώσεις, νέα περιστατικά άνοιγαν καινούριους δρόμους μπροστά μου. Ο αδελφός μου πατούσε στα ίδια προκομμένα χνάρια του πάππου μας. Το παλιό «κονσούλτο» επαναλειτούργησε με τα ίδια πρόσωπα. Ο Σεμερτζή-Χότζας,ο Ζεϊνέλ-Αγάς, ο πεταλωτής με το πλούσιο χαρέμι, ο Οσμάν Μπέης ο Πομάκος, ο Μποχόρ, ο εβραίος μανιφατουρατζής, ο Μπεζεριάν Κιρκόρ, ο αρμένης υφασματοπώλης, ο Τοπαρίτσας, ο γιος του παλιού συνεταίρου του πάππου μου, ακόμα και ο βούλγαρος Παπάς, ο Σίτσαν Πόπ, από το Σιτσανλίκ. Σαν παπάς ένιωθε τον εαυτό του περισσότερο «ορτοντόξ» παρά «Μπούλγκαρ». Χωρίς να ξέρει ελληνικά μπορούσε να απαγγείλει ολόκληρα κομμάτια του Ευαγγελίου από στήθους, όπως ο Χότζας τα εδάφια του Κορανίου, χωρίς να ξέρει αραβικά. Κοινή γλώσσα τους εξακολουθούσε να είναι η τουρκική, που κυριαρχούσε αναγκαστικά στο πολυεθνικό μωσαϊκό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, άλλοτε. Τα τμήματα στο πο- λυμάγαζο του πάππου άρχισαν και αυτά να επαναλειτουργούν γρήγορα το ένα μετά το άλλο. Αποκτήσαμε δυο άλογα χρήσιμα για τη δουλειά μας. Τα «τζα- μπαζλίκια» και τις διαδικασίες αγοράς, τις είχε αναλάβει ο Ζεϊνέλ Αγάς. Την τελική επιλογή την έκαμε ο πάππος μου. Το ένα ήταν μαύρο γεροδεμένο για το καθημερινό μαγγανοπήγαδο της δουλειάς, που γυρνούσε την μυλόπετρα για το άλεσμα και εκχύμωση του σουσαμιού. Δεν θα σταθώ να σας περιγράφω τώρα ολόκληρη την περίπλοκη διαδικασία της παραγωγής και τα σκληρά καθήκοντα των δίποδων και τετραπόδων «χουσμεκιαραίων», της εποχής εκείνης, όπου το οχτάωρο και η Κυριακή αργία αποτελούσαν όνειρα θερινής νυκτός, ακόμα. Θυμήθηκα τα δυο μουλάρια του πατέρα μου στους δύσκολους καιρούς της προσφυγιάς με πόση αυταπάρνηση προσέφεραν τη ζωή τους, το ένα στη μάχη της
102
Πολύ περισσότερη γοητεία ασκούσαν σε μένα οι αφηγήσεις της, γιατί ζωήρευαν και συντηρούσαν μέσα μου τις θαμπές εικόνες που κουβαλούσα, καθώς, πεντάχρονο αγόρι, ακολούθησα την περιπετειώδη τύχη της οικογένειάς μου. Τώρα που γύρισα στα μέρη που πρωτοαντίκρυσα τον ήλιο, ιχνηλατώ τους τόπους των αναμνήσεων και αναζητώ τους ανθρώπους με τα θαμπά πρόσωπα. Ανάμεσα στις ειδυλλιακές αφηγήσεις για το παλιό Ντεντέ-Αγάτς και το νεοκλασικό σπίτι που γεννήθηκα, ένα δραματικό περιστατικό με την υγεία μου, που μου άφησε σοβαρά σωματικά και ψυχικά τραύματα στα πρώτα χρόνια, κατείχε κεντρική θέση, καθώς ήταν νωπό ακόμη. Το 1911 το ξενοδοχειακό συγκρότημα ήτανε ακόμα γιαπί ανοιχτό, χωρίς κουφώματα. Η μάνα μου άφησε την μόνιμη κατοικία της στο Ντεντέ-Αγάτς, όπου σπούδαζαν τα παιδιά της, στη γιαγιά μου
103
και πήρε εμένα στην Κομοτηνή σε ένα νοικιασμένο σπίτι αντίκρυ από το γιαπί, όπου εγώ με τα γειτονοπούλα έπαιζα κρυφτό. Κάποια στιγμή, ιδρωμένος όπως ήμουν, με κάρφωσε το ρεύμα της οικοδομής και αρρώστησα βαριά. Ο οικογενειακός μας γιατρός απέδιδε τον υψηλό πυρετό στην συνήθη τότε αρρώστια, την ελονοσία, και εφήρμοζε την ρουτινιέρικη θεραπευτική αγωγή με τα σκονάκια της κινίνης των φαρμακοτρίφτηδων και τα απαίσια εκείνα ρετσινόλαδα και μουρουνέλαια. Ανήσυχη η μάνα μου κάλεσε τον τακτικό παιδίατρο, που με παρακολουθούσε στην Αλεξανδρούπολη από την γέννα μου. Ο παιδίατρος ήταν ένας έμπειρος ιατροφιλόσοφος γέροντας με μια άσπρη γενειάδα. Είχε σπουδάσει στο Παρίσι τον καιρό της Κομμούνας, που είχε συνταράξει τον κόσμο τότε. Ήταν συμπατριώτης και οικογενειακός μας φίλος. Ερχότανε τακτικά με ένα μόνιππο δίτροχο αμαξάκι στη βιλίτσα μας, που το οδηγούσε ο ίδιος Αφού διαβεβαίωνε τους γονείς μου για την άριστη σωματική μου διάπλαση και πνευματική μου ανάπτυξη, διατύπωνε τις ανησυχίες του για την κατάσταση στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη. Διάβαζε τον γαλλικό τύπο, που έρχονταν τακτικά στη γαλλική παροικία της Αλεξανδρούπολης με τους Γαλλικούς Σιδηροδρόμους. Την φορά αυτή ήρθε με το τραίνο στην Κομοτηνή περισσότερο ανήσυχος. Ανοιξε την τσάντα του, έβγαλε το μακρυπόδαρο ακουστικό κέρας και με ακροάστηκε προσεκτικά στην πλάτη και στο στήθος. Ύστερα άπλωσε ένα άσπρο καθαρό μαντηλάκι στο σώμα μου και ακουμπούσε το αυτί του να με αφουγκρασθεί καλλίτερα. Μετά ακουμπώντας την αριστερή παλάμη στο κορμί, χτυπούσε σε όλα τα σημεία με τα δυο δάκτυλα, τόκ - τόκ, όπως δοκιμάζουμε το κρασοβάρελο, αν είναι γιομάτο ή μισό. Άνοιξα το στόμα μου να δει την επίστρωση της γλώσσας μου, την πάτησε και με τη λαβή ενός κουταλιού να εξετάσει τις αμυ-γδαλές μου. Τελικά έβγαλε μια μεγάλη σύριγγα και μου έκανε 3-4 επώδυνες παρακεντήσεις στο αριστερό κάτω ημιπλεύριο, αναρροφώντας μεγάλη ποσότητα υγρού, που σε λίγο με ανακούφισε. Αλλά η περίπτωση ήταν πολύ σοβαρή. Έπρεπε να εγχειρισθώ το ταχύτερο. Την άλλη μέρα οι γονείς μου πήραν το τραίνο για την Πόλη. Με τις συστάσεις του γιατρού μας, πήγαμε στο καλύτερο ίδρυμα και την εγχείρηση ανέλαβε να την κάνει ο περίφημος χειρουργός Σγουρδαίος, «άρτι αφιχθείς εξ Εσπερίας», ιδιαίτερος γιατρός της Σουλτανικής Αυλής.
Οι γονείς μου δεν πίστευαν ότι βγήκα ζωντανός από το χειρουργείο. Ο για-τρός τους ανακοίνωσε ότι έγινε «πλευροεκτομή» και μου αφαιρέθηκαν δυο ψευδοπλευρές από το κάτω αριστερό ημιπλεύριο. Η κατάστασή μου θα απαιτήσει αρκετό χρόνο μετεγχειρητική παρακολούθηση στο νοσοκομείο. Έγκυος η μάνα μου στην αδελφή μου, πέρασε σαράντα μέρες και νύχτες στο προσκέφαλο μου για να βελτιωθεί κάπως η κατάστασή μου. Οι γιατροί βεβαίωναν τώρα τους ...
104
γονείς ότι είμαι πια εκτός κινδύνου και οι νοσοκόμες ζητούσαν από την μάνα μου να με ονομάσει Λάζαρο, καθώς αναστήθηκα κυριολεκτικά από την τη σοβαρή αρρώστια. Πέρασα μια πολύ ευχάριστη αναρρωτική περίοδο 2-3 μηνών στο Σαπτσή, όπου κάθε Παρασκευή ερχόταν ο παιδίατρος μας για να παρακολουθήσει. Το καλό κλίμα και η πλούσια διατροφή με ωφέλησαν. Αλλά καθώς συρρικνώθηκε το αριστερό ημιθωράκιο με την αφαίρεση των δύο πλευρών, ο αριστερός πνεύμονας ακινητοποιήθηκε λόγω συμφύσεων. Το ψυχικό τραύμα που μου δημιουργήθηκε στα προεφηβικά μου χρόνια από την ασήμαντη τελικά αυτή σωματική αναπηρία γρήγορα ξεπεράστηκε, ώστε η θαυμαστή λειτουργία του δεξιού πνεύμονα να μου έχει εξασφαλίσει ήδη μια σταθερή σφριγηλή μακροβιότητα γεμάτη αισιοδοξία. Ο γιατρός μας είχε αποκτήσει φήμη στην περιοχή μας και κάθε Παρασκευή, μέρα παζαριού, δεχόταν πολλές επισκέψεις σε ένα ισόγειο δωμάτιο που του είχαμε παραχωρήσει. Στην εμπόλεμη περίοδο είχε καταφύγει στη Θεσσαλονίκη. Τώρα με την απελευθέρωση γύρισε και αυτός για να ανακτήσει την παλιά και ακόμη μεγαλύτερη φήμη και πελατεία. Ο τίτλος του ιατροφιλόσοφου αποκτούσε ουσιαστικό περιεχόμενο στο πρόσωπό του. Προσωπικά για μένα υπήρξε απλά ο ιδεώδης «κουράντης» γιατρός, που με παρακολουθούσε από την εμβρυακή μου κατάσταση στην κοιλιά της μάνας μου, με γέννησε στα χέρια του, μου έσωσε την ζωή στη βαριά νηπιακή μου αρρώστια και με ξαναβρίσκει τώρα «άρτιον μείρακα» για να με παρακολουθήσει στην δυσκολότερη εφηβική καμπή της ζωής μου μέχρι την ημέρα του θανάτου του. Όταν έφυγε υπέργηρος από την ζωή, είχα την αίσθηση, εικοσάχρονος άνδρας πια, ως κάτι από την πνοή του είχε εμφυσήσει μέσα μου. Σαν γιατρός εμπνέονταν από την φυσική φιλοσοφία του Ιπποκράτη, σαν κοινωνικός άνθρωπος από την φιλοσοφία του γαλλικού διαφωτισμού και του ουτοπιστικού σοσιαλισμού. Ήξερε να μιλάει στους απλούς ανθρώπους και να μεταδίδει τα επιστημονικά μηνύματά του χωρίς ηχηρές λέξεις και φανταχτερές ορολογίες. Την εποχή εκείνη κυκλοφορούσαν διάφορες μονομερείς διαιτολογικές θεωρίες που εξασφάλιζαν διαρκή νεότητα και μακροβιότητα, όπως του Μέντσικωφ και άλλων θαυματοποιών «περί γιαουρτοφαγίας ή εκχυλίσματος σταριού». Επίσης θαυματουργικά θεραπευτικά εκχυλίσματα βοτάνων πρακτικών θεραπευτών όπως των περίφημων «Βικογιατρών» του Ζαγορίου Ιωαννίνων. Ο ιατροφιλόσοφος Ζαμάνης, με την πατριαρχική του γενειάδα, ήταν ένα ολοστρόγγυλο μυαλό, ένας εγκύκλιος στοχαστής. Μετά τον πρωτοδάσκαλο των παιδικών μου χρόνων στο χωριό, ήταν ο δεύτερος σημαντικός δάσκαλός μου στα βασικά Γυμνασιακά και φοιτητικά μου χρόνια. Η μορφή του με ακολουθούσε παντού στην Κομοτηνή, στην Σαλονίκη, στην Αθήνα, καθώς στις παύσεις και τις σχόλες ...
105
έτρεχα κοντά του στην Αλεξανδρούπολη, να πάρω αμπάριζα και ανάσα ζωής από την πνοή του, όσο ζούσε. Ο Δάσκαλος μου έζησε και σπούδασε στην Γαλλία, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα των μεγάλων βιολογικών ανακαλύψεων και του «Κοινωνικού Δαρβινισμού», όπου φυσικοί και κοινωνικοί νόμοι ταυτίζονταν. Ένας τέτοιος επιστήμονας πολυμερής δεν δεχόταν την μονομέρεια των προαναφερθέντων διαιτολογικών και θεραπευτικών θεωριών, αν και δεχόταν τις επί μέρους ιδιότητες των διαφόρων τροφίμων και βοτάνων. Πίστευε ότι η ευζωία και μακροβιότητα είναι η συνισταμένη πολλών παραγόντων, χωρίς τους οποίους, κλιματολογικούς ιδιοσυγκρασιακούς κ.α. παράγοντες, το μεμονωμένο τρόφιμο ή ένα μόνο βότανο είχε την ίδια αξία όπως οι «μοσκάδες», τα ξόρκια δηλαδή του Χότζα. Ο γιατρός μας, που εργάστηκε χρόνια στην περιοχή μας, είχε ανάλογες μελέτες να επιδείξει για ένα ιδεώδες προϊόν, π.χ. το σουσάμι. Οι μωαμεθανοί της Θράκης αντί ελαιόλαδο, καταναλίσκουν αποκλειστικά σισαμέλαιο και όλα τα παράγωγα του σησαμιού, σησαμόπολτο-ταχίνι και χαλβάδες. Η καλλιέργεια, εμπορία και βιοτεχνική επεξεργασία του σησαμιού απασχολούσε ένα τμήμα του πληθυσμού του νομού Ροδόπης. Η οικογένειά μας επί τρεις γενεές είχε κύρια απασχόληση την εμπορία και βιομηχανοποίηση του εκλεκτού αυτού προϊόντος. Το σησάμι περιέχει άμυλο και έλαιον μισό-μισό και έχει ένα ιδιάζων άρωμα, ώστε να χρησιμοποιείται ευρύτατα σαν καρύκευμα στην αρτοποιία και την Ζαχαροπλαστική. Θα μπορούσα να ισχυρισθώ ότι προσωπικά υπήρξα ένα υποδειγματικό άτομο, που γεννήθηκε, έζησε και αναπτύχθηκε κάτω από ιδεώδεις συγκυρίες οικογενειακών συνθηκών και θαλπωρής, παρά τις κατά καιρούς περιπέτειες, κάτω από ευτυχείς περιστάσεις φυσικές και κοινωνικές, κληρονομικές, ιδιοσυγκρασιακές κλιματολογικούς όρους διαβίωσης κ.τ.λ. Στο οικογενειακό μας τραπέζι, το ταχίνι με ζάχαρη ή μέλι ήταν καθημερινό συμπλήρωμα. Οι μωαμεθανοί το αποκαλούσαν «κουβέτ μαντζούν», δυναμωτικό παρασκεύασμα, ευζωίας, μακροβιότητας αλλά και ευγονίας. Οι ορεσίβιοι προγονοί μου ενσυνείδητα επέλεξαν σαν βάση των εργασιών την υγιεινή περιοχή των Σαππών και την επαγγελματική τους ενασχόληση με την αρτοποιία και το σησαμελαιοτριβείον. Ο κάμπος της Κομοτηνής κατείχε τα πρωτεία στην Ελλάδα σαν ελονοσιογόνος περιοχή. Είναι μια φοβερή ασθένεια, η ελονοσία, εκφυλιστική, που οδηγεί τελικά στην φυματίωση. Η οικογένειά μας δεν δοκιμάσθηκε ποτέ από την ελονοσία, διαβιώνοντας κυρίως στην Αλεξανδρούπολη και τις Σάππες. Με την απελευθέρωση, οι εργασίες του πατέρα μου, ανάγκασαν την μητέρα μου μαζί με μένα και την μικρή αδελφή μου, να εγκατασταθεί και να παραμείνει στην Κομοτηνή. Πρώτη φορά μετά την βουλγαρική κατοχή το 1920 λειτούργησαν δύο τάξεις ημιγυμνασίου. Εγώ είχα τελειώσει το Σχολαρχείο στα ...
106
Γιάννινα και έπρεπε να εγγραφώ στην πρώτη τάξη του τετραταξίου Γυμνασίου με το παλιό εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά εσφαλμένα με κατέταξαν στην πρώτη του εξαταξίου, με το νέο. Τελικά με κατέταξαν στη Δευτέρα, ενώ θα έπρεπε να με κατατάξουν κανονικά στην Τρίτη του εξαταξίου Γυμνασίου, αλλά δεν υπήρχε πλήρες Γυμνάσιο ακόμα. Δυστυχώς και στο διτάξιο ημιγυμνάσιο δεν υπήρχαν ούτε καθηγητές ούτε μαθητές. Μια γενιά στην κατοχή είχε μείνει αναλφάβητη. Ήμουνα 12 ετών και οι περισσότεροι συμμαθητές μου ήταν εικοσάρηδες μουστακαλήδες, καθυστερημένοι μαθητές του 1912. Γυμνασιάρχης ήταν ο αρχιμανδρίτης Μιχαήλ. Είχα και μερικές συμμαθήτριες, που μοιάζαν μάλλον για μαμάδες. Τα πρώτα δυο χρόνια της μαθητείας μου πήγαν κακήν κακώς, έως ότου ήρθε η καταστροφή της Μικράς Ασίας και η εκκένωση της Ανατολικής Θράκης, οπότε η Κομοτηνή και η περιοχή της πλημμύρισε από ατέλειωτες σειρές βοδάμαξα ρακένδυτων και πεινασμένων προσφύγων. Αλλά δεν είχαμε ούτε σπίτια να τους στεγάσουμε και να τους θρέψουμε, ούτε σχολεία για να στεγάσουμε τις
χιλιάδες των μαθητών και των δασκάλων, που ξημεροβραδιάζονται πάνω και κάτω από τους αραμπάδες με μισή κουβέρτα ή μισή ψάθα στρώμα, στην αναβροχιά και γίνεται στέγαστρο πάνω από τα τρομαγμένα κεφάλια τους, όταν δυναμώνει η βροχή. Η Κομοτηνή, χωρίς να έχει την ανάλογη υποδομή, έγινε η πρωτεύουσα της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Έγινε η έδρα Διεθνών Επιτροπών Αποκαταστάσεως Προσφύγων της Κοινωνίας των Εθνών, άλλων Επιτροπών Ανταλλαγής Πληθυσμών, όπως Ελληνο - Τουρκική και Ελληνο-Βουλγαρική. Στην περίοδο αυτή τρία μεγάλα ωστικά ρεύματα πανικόβλητων προσφύγων συνωθούνταν στην στενωπό της Ροδόπης. Ένα από την Μικρά Ασία, ένα άλλο από την Ανατολική Θράκη και ένα τρίτο από την κατάρρευση της Κριμαϊκής εκστρατείας κατά των μπολσεβίκων. Έγινε προσπάθεια σοβαρή εθνική και διεθνής να απορροφηθεί ενάμισι εκατομμύριο περίπου προσφύγων από την παλιά και νέα Ελλάδα. Από τον θαλάσσιο δίαυλο του Αιγαίου, εκατοντάδες χιλιάδων ελλήνων της Ιωνίας στριμώχτηκαν σε πλοία και τελικά κατέληξαν στην Αθήνα, σε άθλιους συνοικισμούς από παράγκες με πισόχαρτο. Από την στενοπό της Ροδόπης, χιλιάδες πρόσφυγες του Πόντου και του βορείου τμήματος της Μικράς Ασίας και ολόκληρος ο πληθυσμός της Ανατολικής Θράκης, προωθήθηκε προς την Κεντρική και δυτική Μακεδονία για να στεγασθεί με επιτάξεις δημοσίων και ιδιωτικών ιδρυμάτων και πρόχειρα τσιμεντένια κατασκευάσματα. Μπροστά στην εκπαιδευτική ανεπάρκεια της Κομοτηνής η οικογένειά μου αποφάσισε το 1922 να με εισαγάγει σε μια ιδιωτική Ελληνογαλ- λική Εμπορική Σχολή οικότροφο στη Θεσσαλονίκη/Υστερα από μια ευδόκιμο τετραετή φοίτηση, υπηρέτησα την στρατιωτική μου θητεία στα γνώριμα από τα ...
107
παιδικά μου χρόνια Γιάννινα, για να συνεχίσω ανώτερες σπουδές στην Αθήνα αμέσως μετά (1930). Όλη αυτή η οκταετής φοίτησή μου στα μεγάλα κέντρα της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, καθώς και η ενδιάμεση διετής στρατιωτική μου θητεία στα ιστορικά και πνευματικά Γιάννινα, υπήρξε η πιο επιτυχής για μένα συγκυρία πνευματικής μου ανάπτυξης. Μεγάλες ευκαιρίες στα 10 αυτά χρόνια σπουδών και γνωριμιών με νέους μεγάλους Δασκάλους και πνευματικούς ανθρώπους μου παρουσιάστηκαν. Η εμφυτευμένη στην παιδική μου ψυχή πατρογονική λαϊκή παράδοση, τα πυκνά συνταρακτικά ιστορικά γεγονότα που έζησα μου δημιούργησαν μια πρόωρη εφηβική έφεση για ελεύθερες σπουδές και έρευνες, τελικά αντίθετες προς τις επιθυμίες, τις κατευθύνσεις και επιδιώξεις της οικογενείας μου. Έχω δώσει έως εδώ μέσα από την αχλύ των αναμνήσεών μου το οικογενειακό, κοινωνικό και ιστορικό περίγραμμα της παιδικής μου ζωής. Ωριμότερος τώρα και ελεύθερος, μακριά από το στενό συντηρητικό περιβάλλον της οικογενείας μου, αφήνω τον εαυτό μου στα ορμέμφυτα και στις αναγεννητικές ακτινοβολίες μιας αναφαινόμενης από το 1900 νεοελληνικής πολιτικής πραγματικότητας. Το δημοτικιστικό κίνημα με το «Ταξίδι» του Ψυχάρη, πρώτα σοσιαλιστικά σκιρτήματα με το Εργατικό Κέντρο του Πειραιά και Καλλέργη με το Θεσσαλικό αγροτικό κίνημα του Κιλελέρ και τον Αντύπο 1910, με τον Νουμά και τον Ταγκόπουλο, με την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση από την Επαναστατική Κυβέρνηση της τριανδρίας Βενιζέλου - Δαγκλή - Κου- ...
108
ντουριώτη στη Θεσσαλονίκη το 1916 και την συνέχιση της εκπαιδευτικής επανάστασης με την τριανδρία Γληνού - Δελμούζου - Τριανταφυλλίδη μέχρι το 1928 με την δημιουργία ενός προοδευτικού Πανεπιστημίου στη Θεσσαλονίκη στα χρόνια της εκεί μαθητείας μου, με την ακτινοβολία που δέχτηκα από τις δυο πλούσιες φιλολογικές Σχολές, την Επτανησιακή με τον Σολωμό και την Αθηναϊκή με τον Παλαμά και μια σειρά άλλων γεγονότων που λεπτομερέστερα θα αναφερθώ στην πορεία των αφηγήσεών μου. Αυτή η πνευματική ανθοφορία και η έρπουσα δημοκρατική αστική επανάσταση που συντελείται και κατακρεουργείται από αλλεπάλληλους πολέμους, νίκες και καταστροφές, πολιτικούς και ιδεολογικούς διχασμούς, κινήματα στρατιωτικά απανωτά, αποτελεί για μένα στο νέο ταξιδιάρικο δρόμο, Θράκη - Θεσσαλονίκη - Γιάννινα - Αθήνα, έναν παράξενο «γυάλινο κόσμο» γεμάτο αντιθέσεις και αντιφάσεις, καθώς βρίσκομαι στην ποιητική περίοδο της εφηβείας μου. Από την δευτέρα Γυμνασίου γράφω και δημοσιεύω ποιήματά μου, μετά πολλών επαίνων, στον επαρχιακό και αθηναϊκό τύπο. Στη Θεσσαλονίκη στο φιλολογικό «Ημερολόγιο» του Σφενδόνη, στα Γιάννινα στις εφημερίδες του ποιητή Γιώργου Χατζή-Πελερέν, του Διηγηματογράφου Χρ. Χρηστοβασίλη και του δημοσιογράφου Τζάλα. Στην Αθήνα στο περιοδικό «Εστία» του Ξενόπουλου και στο φιλολογικό παράρτημα της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» με αρχισυντάκτη τον Hp. Απο-στολίδη. Τα δημοσιευόμενα στην δεκαετία του «20» ποιήματά μου, βρήκαν ενθουσιώδη υποστηρικτή το φιλόλογο καθηγητή μου στη Σχολή, Γιώργο Κουσίδη. Στη Θεσσαλονίκη τότε είχε εκδοθεί το πολύκροτο βιβλίο του Γιάννη Αποστολάκη «Η ποίηση στη ζωή μας». Ήταν μια γενική κριτική θεώρηση της νέο- ελληνικής ποίησης, δημοτικής και έντεχνης. Εξεθείαζε την λαϊκή μούσα και κατακεραύνωνε την έντεχνη ποίηση με εξαίρεση μόνο τον Σολωμό. Την υπόλοιπη Επτανησιακή Σχολή και ολόκληρη την Αθηναϊκή με τον Παλαμά, τις είχε εξοβελίσει με μια μονοκονδυλιά από την νεοελληνική γραμματολογία. Ο Κουσίδης, πηγαίος δημοτικιστής από τα Ζαγόρια Ιωαννίνων, έζησε στα φοιτητικά του χρόνια τους δημοτικιστές στη μαχητική ακμή των αγώνων ενάντια στον Μυστριωτισμό της φιλοσοφικής Αθηνών. Ήθελε το νέο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης να γίνει προπύργιο του Νέο-ελληνισμού. Πίστευε γενικότερα στην γλωσσική, εκπαιδευτική, κοινωνική και πολιτιστική Αναγέννηση του κινήματος του 1909. Είχε γίνει σφοδρός τιμητής του Αποστολάκη, όταν ο Αποστολάκης μάλιστα προχειρίσθηκε και Καθηγητής του προοδευτικού θεωρούμενου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Ο «στείρος αυτός Καπαδόκης», όπως τον αποκαλούσε ο Κουσίδης, δεν ήταν μόνο ένας επικίνδυνος αρνητής της μεγάλης ιδέας του Νέο - ελληνισμού αλλά και στις θετικές αναλύσεις του Δημοτικού τραγουδιού
109
και της Σολωμικής ποίησης, ο Κουσίδης εύρισκε έναν επίπλαστο, χωρίς βά()< ενθουσιασμό, κουτοπόνηρο, με στόχο να καταλάβει την έδρα της Νέο-ελλη κής Φιλολογίας, με πλάγια μέσα. Ένας καθολικός, εμπαθής, αρνητής της Νέας ελληνικής Αναγέννησης, τι είχε να διδάξει στους νεαρούς φοιτητές του, της αναγεννόμενης - με το νέο Πανεπιστήμιο - Θεσσαλονίκης και γενικότερα τι Νέων Χωρών της Βόρειας Ελλάδας, που μόλις απελευθερώθηκαν; Ο Κουσιδης, σαν φιλόλογος εμπνευσμένος και πηγαίος δημοτικιστής, βουτηγμένος στην Ελληνική Παράδοση, είχε καταρτίσει ένα πρόγραμμα συνόλου, τετραετούς δασκαλίας στη σχολή μας, όχι από τα επίσημα αναγνώσματα του Υπουργεί Παιδείας, αλλά απ' ευθείας από τα λογοτεχνικά κείμενα της διαμορφούμενης στην δική του εποχή, Νέο-ελληνικής Γραμματείας. Σολωμός, Παλαμάς, Γρυπάρης, Πορφύρας, Δροσίνης, Παπαδιαμάντης, Καρκαβίτσας, Λασκαράτος, όλοι οι αποδιοπομπαίοι για τον καθηγητή Αποστολάκη λογοτέχνες, βρήκαν στη δασκαλία του Κουσίδη, τον πιο διαπρύσιο κήρυκα και υπερασπιστή. Χάρη στο λαμπρό αυτό Δάσκαλο μας, γίναμε κοινωνοί του Αρχαίου Ελληνικού Πνεύματος, μέσα από διαλεχτές δημοτικές μεταφράσεις, όπως των ομηρικών επών από τις μεταφράσεις του Πολυλά και του Πάλη. Μας μετέδωσε την εθνική και κοινωνική διάσταση της ενότητας του αρχαίου και νέο-ελληνικού πνεύματος που είχε πάρει ο Δημοτικισμός και η Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του 1909 και ιδιαίτερα του Κινήματος της Τριανδρίας της Θεσσαλονίκης του 1916. Δύο τριανδρίες παράλληλες, που έμειναν οριστικά στην Ιστορία του Έθνους μας. Κυβερνητική τριανδρία Βενιζέλου - Δαγκλή Κουντουριώτη και η Εκπαιδευ- κή Τριανδρία, Γληνός - Δελμούζος - Τριανταφυλλίδης. Η διδασκαλία του Κοσίδη δεν είχε τίποτα από τις αρχικές γλωσσικές ακρότητες του Ψυχαρισμού. Το «Ταξίδι» του Ψυχάρη, ήταν ένα βιβλίο ορόσημο όταν πρωτοεκδόθηκε το 1888 Ήταν μια βόμβα τότε που συντάραξε τον Λογιοτατισμό και τους κύκλους των Αττικιζόντων, που είχαν προπύργιο την Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Όταν το πρωτοδιάβασα με συγκλόνισε. Ο γλωσσικός αγώνας του Δημοτικισμού κράτησε πάνω από πενήντα χρόνια και πήρε μορφή οξύτατου κοινωνικού αγώνα. Πήρε ακόμα και συγκεκριμένη ιδεολογική και πολιτική χροιά, όταν ταυτίστηκε με την εμφάνιση στις αρχές του 20ου αιώνα του σοσιαλιστικού κινήματος και από την δεκαετία του 1920 του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος. Πρέπει να ομολογήσω ότι έπεσα στην ευτυχή αυτή περίπτωση του νέου μου εμπνευσμένου Δασκάλου μου, όχι χωρίς κάποια αλυσωτή προπαίδειά μου. Την ποιητική μου πορεία ο Κουσίδης, την διαισθάνθηκε στα πρόωρα για την ηλικία μου πρωτόλεια, τα δημοσιευμένα αρχικά στον επαρχιακό τύπο και εξελικτικά στα δημοσιευόμενα στα αθηναϊκά περιοδικά στο διάστημα της τετραετούς μαθητείας ...
110
μου κοντά του, το 1923-27. Κουβαλούσα την ίδια με αυτόν παράδοση μέσα μου. Είχα γερά θεμέλια από την οικογενειακή μου διαπαιδαγώγηση, από τον Πρωτοδάκαλό μου του Δημοτικού Σχολείου στο χωριό, με τους δασκάλους μου στο Σχολαρχείο, στα Γιάννινα με τον τοπικό ιστορικό πολιτισμό τους. Ήταν ακόμα ο τοπικός Θρακιώτικος πολιτισμός της Πόλης. Της Ανατολικής Ρωμυλίας, της Αδριανούπολης, των Δασκάλων του Γένους από τις πλούσιες παροικίες, που έζησα τρία χρόνια 1920-23 στην Κομοτηνή, την πρωτεύουσα της Θράκης, μετά την καταστροφή του 1922. Φοίτησα στην Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη τάξη του κλασικού εξαταξίου Γυμνασίου. Αξιόλογοι νέοι δάσκαλοι πρόσφυγες αναδιοργάνωσαν την παιδεία, μετά την πνευματική απονέκρωση από την βουλγαρική κατοχή 1912-20. Δυο Θρακιώτες ποιητές, ο Βιζυηνός και ο Βάρναλης, πανελλήνιας εμβέλειας, με επηρέασαν αφάνταστα.
Αυτοί οι τοπικοί χαρακτηριστικοί «επαρχιώτικοι» πολιτισμοί - Αλεξανδρούπολη, Γιάννινα, Κομοτηνή, Θεσσαλονίκη - δεν πρέπει να παραγνωρισθούν. Η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Μακεδονία, η Θράκη, οι Νέες αυτές απελευθερούμενες και αναδιοργανούμενες χώρες της Βόρειας Ελλάδας, αποτελούσαν, ένα ισχυρό επίκεντρο νέων ιστορικών δυνάμεων, στην εποχή της Πανεθνικής μας Αναγέννησης. Αυτή την Εθνική Αναγέννηση την έζησα στα γιομάτα στην ωραιότερη ηλικία της ζωής μου σαν γόνος μιας βορειοελλαδίτικης οικογένειας αλυτρώτων και μεγαλοϊδεατών. Όπως απεικονίζεται στην παλιά μας οικογενειακή φωτογραφία του 1908 που εδώ δημοσιεύω και περιγράφω τα καθέκαστα, μιλάει και από μόνη της, για το μεγαλείο των ελληνικών Ηγεμονιών και των «εν τη ξένη» παροικιών μας. Θα μπορούσα να αποφοιτήσω το διαμορφούμενο στις νέες εθνικές συνθήκες κλασικό εξατάξιο Γυμνάσιο της Κομοτηνής και να συνεχίσω τις κλασικές σπουδές μου στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης. Η πρακτική όμως νοοτροπία της οικογένειάς μου με ώθησε προς τις οικονομικές επιστήμες. Αυτό σήμαινε δυο χρόνια καθυστέρηση στις σπουδές μου γιατί μπορούσα να ακολουθήσω το νέο επιστημονικό στάδιο με το ενδεικτικό της δευτέρας Γυμνασίου. Υποθέτω ότι οι δικοί μου θέλησαν σκόπιμα να αντιστρέψουν τα έντονα πνευματικά μου ενδιαφέροντα από την Φιλολογία προς τις θετικές οικονομικές σπουδές. Είναι αλήθεια ότι αμέσως με την απελευθέρωση, η παιδεία άρχισε από το μηδέν. Με ένα αυτοσχέδιο ημιγυμνάσιο στην Κομοτηνή, όπου όχι μόνο διδακτικό προσωπικό κατάλληλο δεν υπήρχε, αλλά και οι προσελθόντες μαθητές ήταν ελάχιστοι. Μεσολάβησε ένα κενό παιδείας με την 8ετή βουλγαρική κατοχή, από το 1912-20. Γράφτηκα το 1923 στην πρώτη τάξη μιας ιδιωτικής Εμπορικής Σχολής στη Θεσσαλονίκη, οικότροφος. Πάντως τα τρία πρώτα δύσκολα γυμνασιακά χρόνια της Κομοτηνής, Δευτέρα τάξη, Τρίτη και ...............
Η συνέχεια αργότερα...