Ο πατήρ Ιωάννης Ουρεϊλίδης δεν έζησε ποτέ στις Σάπες, αλλά πρόκειται για μια μορφή που σήκωσε πάνω του μια ολόκληρη ιστορία. Θα το διαπιστώσετε στη συνέχεια.  Το υλικο που δημοσιεύω προέρχεται από το μπλοκ Γαράσαρη με τη συνεργασία του Ουρεϊλίδη Αντώνη, τον οποίο και ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου. Ο Αντώνης στην επικοινωνία μας μου έγραψε: "τα απομνημονεύματα του παππού, γράφτηκαν κατόπιν "πιέσεως" από τον ξάδελφό μου Αναστάσιο Ουρεϊλίδη, υιό του Ευθυμίου, για τον οποίο είχαμε ξαναγράψει παλαιότερα. Του έκανε παρέα και του έδινε το κίνητρο, ως εγγόνι, για τη συγγραφή αυτή, διότι όπως διαπιστώσαμε, δεν είναι εύκολες αυτές οι θύμησες...  Βέβαια σε κάποια σημεία έχω συνδυάσει και κάποια στοιχεία από την ιστορία που είχε πει και σε μένα.

[Δημοσίευση κειμένου: 30 Νοεμβρίου 2015]

Ο πατήρ Ιωάννης Ουρεϊλίδης

   Το παρόν κείμενο είναι μία κατάθεση ψυχής, ως «μνημόσυνον αιώνιον» σε όλους αυτούς που άφησαν την τελευταία τους πνοή στα χώματα του πολυβασανισμένου και αγαπημένου Πόντου, εν μέσω διωγμών, εκτοπισμών, σφαγών, αλλά και κατά τη διάρκεια της πολύπαθης επιστροφής τους στην μητέρα Πατρίδα. 

   Ιδιαιτέρως δε, εκτυλίσσεται η ιστορία του Ιερέως π. Ιωάννου Ουρεϊλίδη (+1930), μέσα από τη γραφίδα του υιού του, Αλεξάνδρου (1906-1992).

  Εύχομαι και παρακαλώ τον Άγιο Θεό, ολοψύχως, να τους αναπαύσει στην αιώνια Πατρίδα, «ένθα οι δίκαιοι αναπαύονται».

   Ας πραγματοποιήσουμε λοιπόν, ένα ταξίδι, στο όχι μακρινό παρελθόν, για να γνωρίσουμε την μαρτυρική ζωή των προγόνων μας…

Αντώνιος Ουρεϊλίδης

Κυριακή, 16 Ιουνίου 2013

Των 318 Αγίων Θεοφόρων Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου.






  Ο Πόντος

  Ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο «καλόν λίαν», κόσμημα, πραγματικό στολίδι. Στην κατάλληλη δε, θέση, φύτεψε τον υπέροχο και πανέμορφο, από κάθε άποψη, πλανήτη μας, τη Γη. Δημιούργησε ιδανικό περιβάλλον για να ανθίσει η ζωή και τον παρέδωσε στα χέρια μας!
  Κάθε γωνιά της Γης, κάθε τόπος της, έχει τις δικές του ομορφιές, πριν τουλάχιστον τις καταστρέψει ο άνθρωπος, τις δικές του ιδιαιτερότητες. Όλοι δε οι τόποι είναι αξιαγάπητοι, αποτελούν χάρμα οφθαλμών.
Ιδιαίτερη θέση έχει όμως, για τον κάθε ένα κάτοικό της, ο δικός του τόπος, ο τόπος που γεννήθηκε αυτός, ο πατέρας του κι ο πατέρας του πατέρα του, ο τόπος που κείτονται οι κεκοιμημένοι του, κι είναι αυτός που δένει τις καρδιές των γενεών και τις κρατά φυτεμένες στα αγνά χώματά του. Και αυτός ο κραταιός δεσμός είναι πλέον διαρρηγμένος για τους Πόντιους πρόσφυγες, οι οποίοι άφησαν πίσω κεκοιμημένους συγγενείς ενενήντα γενεών!
  Παρά ταύτα, ξεχωριστή θέση κατέχει στην καρδιά, στο νου και στην ψυχή τους «η Πατρίδα», η γλυκιά Πατρίδα όπου ζούσαν οι προηγούμενες γενιές στο κοντινό ή απώτερο παρελθόν, η γη των προγόνων τους, και ας μη την γνώρισαν ποτέ, και ας μη πάτησαν τα χώματά της, τα ποτισμένα με αίμα αγίων και ηρώων, και ας μην είδαν ούτε μια εικόνα της. Μόνο με το άκουσμά της, κάτι σκιρτά στην καρδιά τους και εξαπλώνεται γλυκά σε όλους τους νευρώνες του σώματός τους.
  Έτσι είμαστε κι εμείς οι «τραντέλληνες», οι Πόντιοι, οι νεώτεροι Πόντιοι. Νοσταλγούμε την Πατρίδα, τα άγιά της χώματα, τα παρχάρια, τα γάργαρα νερά και τα ακούσματά της. Και τη νοσταλγούμε παραδόξως, οι περισσότεροι, χωρίς να την έχουμε καν επισκεφτεί!
  Μόλις το τοξάρι χαϊδεύει τις χορδές τού κεμετζέ, αυτός αρχίζει το κλάμα, κλαίει και θρηνεί, κλαίει και η καρδιά μας. Γλυκιά Πατρίδα! Πονεμένη και παραπονιάρα λύρα. Οι δοξαριές σου, αγγίζουν τις χορδές της καρδιάς μας και αναδύονται η ευσέβεια, η ασκητικότητα, η λεβεντιά κι η γενναιότητα των προγόνων μας· και έπειτα, διαχέονται έως το πιο απομακρυσμένο σημείο της ψυχής.
  Κι όταν ο κεμεντζές κλαίει και θρηνεί, τότε, όλες οι ταλαιπωρίες, τα βάσανα, οι εκτοπισμοί, οι σφαγές, η γενοκτονία πλημμυρίζουν τις καρδιακές μας αρτηρίες και ξεχειλίζουν, βρίσκοντας διέξοδο, απ΄ τους οφθαλμούς μας.
  Γλυκιά μας πατρίδα, χώματα ιερά και αγαπημένα! Ματωμένα χώματα! Χώματα αγίων! Ποιος κραταιός σύνδεσμος μάς δένει και μας έλκει διαρκώς σιμά σου;
  Πατρίδα μας αλησμόνητη! Περιπλανιόμαστε νοερώς στην απειρόκαλλή σου ομορφιά! Εισερχόμαστε στις ζεστές ψυχές των αδελφών μας, όπου σιγοκαίει η φλόγα της Χριστιανοσύνης και του Ελληνισμού!


Οι κρυπτοχριστιανοί

Ο Ποντιακός λαός, είναι ένας λαός λιτός, ασκητικός και ευλαβής. Ξεριζώθηκε βιαίως από τις πατρογονικές του εστίες και μεταφυτεύτηκε σε εδάφη της Μητέρας Πατρίδας και αλλαχού.
Όσοι συμπατριώτες μας έμειναν πίσω, εξισλαμίστηκαν βιαίως. Έμειναν όμως, βαθιά Έλληνες στην καρδιά και Χριστιανοί στην ψυχή, προσκαρτερώντας την μεγάλη μέρα, που θα μπορούν να λατρεύουν φανερά τον μόνο αληθινό Θεό και Σωτήρα, τον γλυκύτατο Ιησού. Ομιλούν την ποντιακή γλώσσα, χορεύουν, παίζουν και τραγουδούν ποντιακά «τραγωδίας», πιστεύουν κρυφά στον Χριστό και στην Παναγία Μητέρα Του!
Αυτό άλλωστε μαρτυρεί και η κάτωθι διήγηση του Αρχιμανδρίτου Γαβριήλ Διονυσιάτου:
«Σε μία Εκκλησία του Γαλατά στην Πόλη, όπου συχνάζουν οι ναυτικοί και ταξιδιώται ν’ ανάψουν τό κεράκι τους γιά τούς δικούς τους καί τό καλό ταξείδι πρός τίς φουρτουνιασμένες θάλασσες του Πόντου. Εκεί τη Μεγάλη Σαρακοστή του 1954 πήγε να λειτουργήση και να ξομολογήση τους Χριστιανούς κάποιος Γέρων Πνευματικός (σημ.: πρόκειται για τον ίδιο τον πατέρα Γαβριήλ), για πρώτη φορά επισκεπτόμενος τήν Πόλη.
Ο τακτικός εφημέριος, εξυπηρετών και άλλην Εκκλησίαν εις γειτονικόν Αγίασμα, αφού τον κατετόπισε εις τα του Ιερού Βήματος, του έδωσε και μερικές δεκάδες ονομάτων «ζώντων καί τεθνεώτων», τον ωδήγησε εις συνεχόμενον σκοτεινόν Παρεκκλήσιον, και αφού του έδειξε μικράν κλίμακα ανερχομένην ελικοειδώς τα κατηχούμενα του Ναού, του είπεν εμπιστευτικώς, ότι τον περιμένουν επάνω καμμιά δεκαριά άνθρωποι για να εξομολογηθούν και είναι ανάγκη ν’ ανεβή να τους εξομολογήση και μεταλάβουν είτα εις την Λειτουργίαν, διότι επείγονται να φύγουν το βράδυ με το πλοίον της γραμμής, είναι ξένοι από μακρυά.
Ανέβαινε ο Γέρων συλλογιζόμενος το δύσκολον ζήτημα της συνεννοήσεως μετ’ αυτών, εφ’ όσον ήσαν ξένοι από μακρυά αυτός δε πλην της Ελληνικής δεν εγνώριζεν άλλην γλώσσαν. Εκεί εις το ημίφως του υπερώου διέκρινε δεκάδα ανδρῶν χωρικών μεγάλης ηλικίας, οίτινες εις το αντίκρυσμα του έβαλον όλοι μετάνοιαν και ο γεροντότερος του είπεν εις ποντιακήν διάλεκτον:
«Ημείς Χριστιανοί, πάτερ, α σον Πόντον, και λαλεύομεν (φιλούμεν) τα πόδα σου, να ξαγουρεύουμεν και μεταλάβομεν σήμερον και απές να λέομεν στην αγιωσύνην σου ντο θέλομεν ένα κι άλλον».
Ευτυχώς ότι ο Γέρων συναναστραφείς προ ετών μετά Ποντίων προσφύγων εν Μακεδονία ενεθυμείτο αρκετά της απηρχαιωμένης αυτής ελληνικής διαλέκτου και εννόησε τι ήθελον, και τι θα του έλεγον εξομολογούμενοι.
Έμαθε λοιπόν παρ’ αυτών ότι ολόκληρον το χωρίον των είναι κρυπτοχριστιανοί από πολλών ετών, και εις την ανταλλαγήν δεν τους επετράπη να φύγουν εις την Ελλάδα, διότι τα «νεφούζια» τους (ταυτότητες) ήσαν με τουρκικά ονόματα, ότι στο φανερό είναι Οθωμανοί και Τούρκοι, και στο κρυφό είναι Χριστιανοί και Έλληνες και περιμένουν να τους γλυτώσει ο Θεός από την σκλαβιά. Στα φανερά λέγονται Χασάνηδες και Μεμέτηδες, και τα πραγματικά
ονόματά τους είναι Γεώργιος, Παναγιώτης κ.λ.π. Έχουν ένα δικό τους δήθεν Χότζα, αλλά ούτε περιτομή κάνουν, ούτε ραμαζάνια και Μπαϊράμια τουναντίον, μυστικά σε υπόγειες Εκκλησίες εορτάζουν Χριστιανικά το Πάσχα, τα Χριστούγεννα, της Παναγίας.
Πριν της «ανταλλαγής» έπαιρναν Παπά από γειτονικά χωριά και τους βάπτιζε, τους στεφάνωνε, τους λειτουργούσε τις μεγάλες εορτές και μετελάμβανον.
Αλλά τώρα δεν υπάρχει πουθενά Παπάς και αναγκαστικώς έρχονται στην Πόλη εκ περιτροπής για δουλειές δήθεν και γίνονται Χριστιανοί.
Ο Γέρων Πνευματικός τα ήκουσε σαστισμένος, του εφαίνετο ότι διάβαζε συναξάρι της εποχής του Διοκλητιανού και δεν ημπορούσε να συγκρατήση τα δάκρυα από την συγκίνηση.
Εξωμολογήθηκαν βιαστικά, και όλοι μαζί κατέβηκαν αθόρυβα εις το σκοτεινό Παρεκκλήσι, απ’ όπου θα ήκουον την Λειτουργίαν των Προηγιασμένων, χωρίς κανείς να τους βλέπη. Και όταν μετά την λήξιν εμετάλαβον οι άλλοι εκκλησιαζόμενοι, εγένετο η απόλυσις και έφυγε και ο κανδηλάπτης, έμεινε δε μόνος ο λειτουργός Πνευματικός με τον γνωστόν σκοπόν της εξομολογήσεως, τότε κλείσας έσωθεν τας θύρας και λαβών τα Άγια εισήλθεν εις το Βήμα του Παρεκκλησίου και εκάλεσε τους μαρτυρικούς Κρυπτοχριστιανούς, ίνα «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθωσι». […]
Πώς να λησμονήσω τα βάσανα της εκλεκτής αυτής Φυλής, που βρέθηκε γεωγραφικώς μεταξύ λαών βαρβάρων την ψυχήν, λαών ανεπίδεκτων πραγματικού πολιτισμού, λαών με θηριώδη ένστικτα!….. ». (ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΠΑΠΠΟΥ, Αγιορειτικές Διηγήσεις Αρχιμ. Γαβριήλ Διονυσιάτου (+), http://fdathanasiou.wordpress.com/2013/03/26).

Η πατρίδα
   Όλος ο Πόντος, από την μία ως την άλλη άκρη του, είναι αγαπημένος. Ξεχωριστή όμως, θέση έχει στην καρδιά μου, η περιοχή της Γαράσαρης.
Γαράσαρη έλεγαν οι Πόντιοι την Νικόπολη, η δε λέξη προέρχεται από την τουρκική Καρά –Χισάρ που σημαίνει Μαύρο Φρούριο, είναι δε μετάφραση της βυζαντινής ονομασίας Μαυρόκαστρο, διότι αποτελούσε φρούριο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στο Θέμα της Κολωνίας.
Όταν ο Ρωμαίος στρατηγός Πομπήιος νίκησε τούς στρατιώτες του Μιθριδάτη, επ’ ευκαιρία της νίκης του, έκτισε την Νικόπολη, όπου μετέφερε τούς τραυματίες του. Αυτό άλλωστε, σημαίνει και η ετυμολογία της λέξεως: πόλη της νίκης.
Γεωγραφικώς, η Νικόπολις περιλαμβάνονταν μεταξύ της Αργυρουπόλεως στα ανατολικά της, της Νεοκαισάρειας και Τοκάτης στα δυτικά της, της Κερασούντας στα βόρεια και της Σεβάστειας νοτίως. Η εκκλησιαστική επαρχία και η πολιτική διοίκηση της Νικοπόλεως είχαν πρωτεύουσα τη Νικόπολη, η οποία υπήρξε το τελευταίο οχυρό του Βυζαντίου διότι σ’ αυτήν υπεστάλη το έτος 1473 η Βυζαντινή σημαία, δηλαδή είκοσι χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, και δώδεκα χρόνια μετά την κατάλυση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντος, το έτος 1461…
Οι κάτοικοι της Νικοπόλεως ήταν οι τελευταίοι που εγκατέλειψαν τα άγια χώματα του Πόντου, όταν υπογράφηκε, περί τα μέσα του 1924, η Συμφωνία της Λωζάνης, περί ανταλλαγής πληθυσμών.
Καθ’όλη την διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας της, η Νικόπολις υπήρξε προπύργιο του Έθνους, κέντρο της Ορθοδοξίας και του Ελληνισμού, παρά το γεγονός ότι ο πληθυσμός της αποτελούσε μειοψηφία έναντι του τουρκικού και του αρμενικού στοιχείου. (2)
Αξίζει επίσης, ν’αναφερθεί, ότι η επαρχία της Νικοπόλεως είναι ίσως η ιστορικότερη και με τη μεγαλύτερη στρατηγική σημασία για τη Ρωμαϊκή και μετέπειτα Ελληνική μεσαιωνική αυτοκρατορία, όπως επίσης και για το χριστιανισμό, που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορικής μας διαδρομής και της μακραίωνης διαδικασίας διαμόρφωσης της σημερινής μας συνείδησης, καταγωγής και αυτοπροσδιορισμού.
Στην περιοχή της Νικόπολης έγιναν οι μεγάλες συγκρούσεις με τους Αρειανούς και τους Παυλικιανούς. Οι Νικοπολίτες αντιστάθηκαν στον Άρειο, με αποτέλεσμα να παραδώσουν ανόθευτη την Ορθοδοξία στις επόμενες γενιές και τιμήθηκαν ιδιαίτερα γι’ αυτό από το Μέγα Βασίλειο (http://garasari.blogspot.gr), ο οποίος τους γράφει: «Τέκνα ομολογητών και τέκνα μαρτύρων εστέ των μέχρις αίματος αντικαταστάντων προς την αμαρτίαν… Ει δε ότι ο δείνα τον οίκον κατέχει της προσευχής, υμείς δε εν τω υπαίθρω προσκυνείτε τον ουρανού και γης Δεσπότην, τούτο υμάς ανιά, ενθυμήθητε ότι οι μεν ένδεκα μαθηταί εν τω υπερώω ήσαν αποκεκλεισμένοι, οι δε σταυρώσαντες τον Κύριον εν τω περιβοήτω ναώ την Ιουδαϊκήν λατρείαν επλήρουν» (Επιστολή 240, προς τους «ΝΙΚΟΠΟΛΙΤΑΙΣ ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΙΣ». Η επιστολή αυτή γράφτηκε από τον Μέγα Βασίλειο τό 376 μ.Χ. Απευθύνεται στον νεοεγκατεστημένο Μητροπολίτη Νικοπόλεως Ευφρόνιο και μέσω αυτού σε όλους τους πρεσβύτερους της πόλεως. Αιτία του γράμματος ήταν ότι ο έπαρχος Δημοσθένης, με τη συνεργασία κακοδόξων, εγκατέστησε στη Νικόπολη τον ομοιουσιανό επίσκοπο Φρόντωνα. (Οι ομοιουσιανοί ήταν παρακλάδι του Αρειανισμού). Αυτός, έχοντας τη βοήθεια των πολιτικών αρχόντων, εκδίωξε τους ορθοδόξους και κατέλαβε τους ναούς, με αποτέλεσμα οι ορθόδοξοι να λειτουργούνται οπουδήποτε, ακόμα και στο ύπαιθρο. «Τέκνα ομολογητών και τέκνα μαρτύρων είστε, που αντιστάθηκαν στην αμαρτία μέχρις αίματος… Κι αν σας σφίγγει την καρδιά το ότι ο δείνα κατέχει τον οίκο της προσευχής, ενώ σεις λατρεύετε στο ύπαιθρο το Δεσπότη του ουρανού και της γης, θυμηθείτε: Οι μεν ένδεκα μαθητές ήταν αποκλεισμένοι στο υπερώο, ενώ εκείνοι που σταύρωσαν τον Κύριο, στον περιβόητο ναό τελούσαν την ιουδαϊκή λατρεία».Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, ΕΚΔ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, 1980. (ΑΠΟΔΟΣΗ: ΒΑΣ. ΜΟΥΣΤΑΚΗΣ).)
Τέλος, στη Νικόπολη προετοίμασαν τους στρατούς τους ο Ηράκλειος για τις εκστρατείες του, ο Ρωμανός πριν το Ματζικέρτ και όλοι οι αυτοκράτορες εδώ διατηρούσαν ικανές δυνάμεις για να ελέγχουν και να έχουν γρήγορη πρόσβαση σε όλη την αχανή αυτοκρατορία. (http://garasari.blogspot.gr)


   Το χωρίον

 
  Το χωρίον Λίτσασα, ένα από τα χωριά της Γαράσαρης και η ιδιαίτερη πατρίδα μου, κούρνιασε στην φιλόξενη φωλιά της Ποντιακής γης. Βρίσκεται δώδεκα χιλιόμετρα βόρεια της Νικόπολης. Στα βόρειά του, υψώνεται το όρος Καζάν-καγια, νότια ήταν το Καταχώρ, ανατολικά τα δάση του Καταχώρ και δυτικά – βορειοδυτικά το Ασαρτζούκ.
  Ήταν, καί συνεχίζει να είναι, το αγαπημένο μου χωριό, αγκαλιασμένο από βουνά με καταπράσινα δάση και διάφορα είδη δέντρων.
  Το θώπευαν τα καθάρια και γάργαρα νερά του μικρού ποταμιού, που πηγάζει από το Καζάν-καγια και στον κεντρικό δρόμο ενώνεται με τον ποταμίσκο του Ασαρτζούκ και σχηματίζουν το ποτάμι της Τάμζαρας, που, μέσα από το Αγουτμούς τελικά καταλήγει στο Λύκο.
  Η Λίτσασα είχε περίπου πεντακόσιους κατοίκους και οι περισσότεροι ήταν συγκεντρωμένοι σε έναν πυκνοκατοικημένο συνοικισμό, που τον χώριζε ο ομώνυμος ποταμίσκος. Μερικοί κάτοικοι είχαν εγκαταστάσεις στίς δύο εξοχικές συνοικίες του χωριού, Κοτίλε και Καρύτε, γύρω στα πέντε χιλιόμετρα βορειοανατολικά. (http://garasari.blogspot.gr)
  Σε αυτήν λοιπόν, την γλυκιά αγκάλη της ποντιακής γης, ζούσε ο πατήρ Ιωάννης Ουρεϊλίδης με την οικογένειά του, την πρεσβυτέρα Σεβαστιανή ή Σεβλή, όπως την αποκαλούσαν στα ποντιακά, και τα εννιά παιδιά που τούς χάρισε ο Θεός. Οι Ουρεηλάντ ήταν μεγάλο σόι της Λίτσασας και ο παπα-Γιάννης ήταν γιός του Αντωνίου Ουρεήλ. Το πατρικό του παπα-Γιάννη ήταν στο μαχαλά Καρύτε της Λίτσασας, όπου ήταν και τα περισσότερα χωράφια του. Επίσης, είχε μια αγελάδα, δέκα πρόβατα και οκτώ μελίσσια.     (Πληροφορίες από Houperin Asarcikli)
  Ο πατήρ Ιωάννης, ήταν επιβλητική και σεβάσμια μορφή. Δεν θα ήταν ίσως, υπερβολή, εάν λέγαμε ότι προκαλούσε δέος και σεβασμό, ακόμη και σε αιμοβόρους Τούρκους.
Έσπευδε πάντοτε σε βοήθεια των κινδυνευόντων και κατά γενική ομολογία, είχε σώσει πολλούς από τα χέρια των Τούρκων. «Εάν δεν υπήρχε ο παπα Γιάννης, δε θα ζούσαμε σήμερα», έλεγαν κλαίγοντας οι πρόσφυγες στην Ελλάδα. (Μαρτυρία από συγγενή του).

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι

  Βρισκόμαστε στα δύσκολα χρόνια των Βαλκανικών πολέμων. Μαύρα σύννεφα άρχισαν να σκοτεινιάζουν και τον ποντιακό ουρανό.
  Στα χρόνια αυτά ο Αλέξανδρος Ουρεϊλίδης, υιός του πατρός Ιωάννου Ουρεϊλίδη, ήταν έξι χρονών. Διηγείται ο ίδιος:

  Στον Βαλκανικό Πόλεμο ήμουν έξι χρονών. Τότε έπεσε κι η Θεσσαλονίκη και ύστερα σκότωσαν τον βασιλιά Γεώργιο τον Α΄. Στον πατέρα μου έφεραν μία φωτογραφία του βασιλιά και το έμαθαν οι προύχοντες του χωριού και ήλθαν για να τη δουν. Κάθισαν και παρατηρούσαν την φωτογραφία που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο. Ήταν απαθανατισμένος ο βασιλιάς ξαπλωμένος και πέντε άτομα όρθιοι, ο ένας με μακριά μαλλιά σαν γυναικεία, και οι χωριανοί αναμεταξύ τους έλεγαν: «αυτός τον σκότωσε» και εγώ ήμουν έξι χρονών παιδί κοντά τους και άκουγα και μάλιστα θυμάμαι αρκετά καλά όσα διαδραματίστηκαν, όπως ότι οι Τούρκοι άρχισαν να αγριεύουν.
  Όταν άρχισε το βαλκανικό, άρχισε και η επιστράτευση. Στο σπίτι είχαμε πέντε μουλάρια, τα οποία δούλευε ο μεγαλύτερος αδελφός μου ο Αντώνης. Αυτά τα πήραν όλα· και ενώ άξιζε πενήντα λίρες το ένα, δεν μας έδωσαν ούτε μία λίρα αποζημίωση.
   Εάν υπολογίσουμε και τον εξοπλισμό τους, τότε η αξία τους ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Το κάθε κουδούνι για παράδειγμα, ζύγιζε περίπου πέντε οκάδες και κόστιζε είκοσι πέντε λίρες, ήταν όλα μπρούτζινα. Χτυπούσαν και ακούγονταν μισή ώρα μακριά. Όποτε άκουγαν τα κουδούνια οι χωριανοί, είτε Έλληνες είτε Τούρκοι, από τον δημόσιο δρόμο, έλεγαν ο ένας τον άλλον «Αντών Αγανίν κερβανί κελιόρ», «έρχεται το καραβάνι του Αντών αγά».
  Όταν έγινε η επιστράτευση, γύριζε στα χωριά κάποιος καραγιούζπασης, λοχαγός, ο οποίος ήρθε και στο χωριό μας. Μαζί με άλλα παλικάρια, πήραν και τα δυο αδέλφια μου, τον Αντώνη και τον Χρίστον. Ο κόσμος για να τους αποχαιρετίσει, κατέβηκε είκοσι λεπτά δρόμο έως τον δημόσιο, όπου υπήρχαν και χάνια για τους ταξιδιώτες. Θυμάμαι ότι η μάνα μου η συγχωρεμένη, βαστούσε το χέρι μου και σιγά – σιγά, μαζί και με τον πατέρα μου, πήγαμε για τον αποχαιρετισμό. Και ενώ ο πολύς κόσμος που συγκεντρώθηκε, αποχαιρετούσε τα επιστρατευμένα παιδιά του, ο λοχαγός φωνάζει τον πατέρα μου:
- Παπαζ εφεντι κελ πουρτα. Παπαζ ολτου γουν πιρ τσοστουγου παχσλιορουμ στουνκη παπαζλαρ ησλεμιορ.
  Από τότε κι ύστερα, κάθε ημέρα έρχονταν στο χωριό μας οι χωροφύλακες κι έδερναν τον κόσμο. Μία μέρα, επήγαμε βόλτα μαζί με τον πατέρα μου, έξω από το χωριό. Γυρίσαμε στο σπίτι και κάποια στιγμή, ο πατέρας μου αντιλήφθηκε πλήθος κόσμου στον επάνω μαχαλά. Η εικόνα και ο ήχος που εξέπεμπε προμήνυαν άσχημες εξελίξεις. Λέγει λοιπόν στην μάνα μου:
  - Εκεί επάνω στον Μαχαλά, τι κόσμος έχει μαζευτεί σαν μυρμήγκι; Για να πάω να δω τι συμβαίνει.
Πήγα και εγώ μαζί με τον πατέρα μου, και εκεί βρεθήκαμε αντιμέτωποι με μία βίαιη σκηνή. Βλέπουμε έναν άνδρα, του οποίου τα χέρια είχαν δέσει πίσω του οι Τούρκοι, και αλύπητα τον χτυπούσαν όπου τύχει. Ο πατέρας μου, μη αντέχοντας τη βία, τους έβαλε μία κατσάδα:
  - Αθεόφοβοι, άπιστοι, χτυπάτε αυτόν τον αθώον τον άνθρωπο αλύπητα…

  Αυτά όλα γίνονταν τον καιρό του Βαλκανικού Πολέμου. Η κατάσταση γίνονταν ολοένα και πιο βαριά. Ορισμένοι κάτοικοι, αποφασισμένοι να πάρουν τον δρόμο της ξενιτιάς, περνούσαν τα βράδια, πριν αναχωρήσουν, από το σπίτι μας, για να αποχαιρετήσουν τον πατέρα, και την μάνα μου, και να πάρουν την ευχή του. Έφευγαν έτσι, πικραμένοι, μη γνωρίζοντας εάν θα καταφέρουν να γυρίσουν κάποτε στην γλυκιά Πατρίδα. Εγώ, μικρό παιδί, ρωτούσα:
- Μάνα που πηγαίνουν αυτοί;
- Παιδί μου, φεύγουν πηγαίνουν σε άλλα κράτη, άλλος στην Ελλάδα, άλλος στην Ρωσία και άλλος στην Αμερική».

  Όταν τελείωσε το Βαλκανικό, επήλθε ηρεμία και τότε επήγα στο σχολείο, όπου έμαθα να διαβάζω το αλφαβητάριο· έμαθα πόσα είναι τα γράμματα της ελληνικής γλώσσας, έμαθα επίσης, πόσα είναι τα φωνήεντα, πόσα τα δίφθογγα και ούτω καθεξής. Στις μεγάλες τάξεις είχαμε γερούς δασκάλους, οι οποίοι έβαζαν κατά τριάδες τους μαθητές και τους γύμναζαν· έψελναν τα άσματα: «Ω, λυγερόν και κοφτερόν σπαθί μου, πώς βαστάζης υπομονή, για να βλέπεις τα παιδιά σου μέρα νύκτα στην σφαγή». Αυτό κράτησε ενάμιση – δύο χρόνια…
  Ο πατέρας μου ήτανε πολύ φιλόξενος. Η πόρτα του σπιτιού μας, ήταν πάντα ανοιχτή για κάθε επισκέπτη, κάθε μεσόκοπο ή πονεμένο, χωρίς διακρίσεις. Κάθε βράδι είχαμε μουσαφίρηδες·(επισκέπτες) είτε ήταν Έλληνες είτε Τούρκοι, είτε μικροί είτε μεγάλοι, όλοι σε μας έρχονταν. Η φιλοξενία ήταν απλόχερη, οι μουσαφίρηδες έβρισκαν ένα ζεστό πιάτο φαΐ και μια φιλόξενη γωνιά να ξαποστάσουν.
  Έρχονταν από την Κερασούντα στο δικό μας το παζάρι (σημ.: εννοεί της Νικοπόλεως) και στον γυρισμό έρχονταν στο χωριό μας στην Λίτσασα και πλάγιαζαν σε μας. Δεκαπέντε λεπτά έξω από το χωριό μας ήτανε ο δημόσιος δρόμος και υπήρχαν χάνια εκεί στα οποία πλάγιαζαν οι αγωγιάτες. Γέμιζαν μουλάρια τα χάνια. Όσοι ήταν πρωτοπόροι (σύμφωνα με τον Νικόλαο Πετρίδη, εννοεί τους προύχοντες - πρόκριτους) ερχόντουσαν και πλάγιαζαν σε μας. Αυτοί είχαν και τα άλογα τους με τις σέλες, τα οποία περιποιούμασταν.
  Η συγχωρεμένη η μάνα μου, διακονούσε ακούραστα την οικογένειά της και τους μουσαφίρηδες, χωρίς τον παραμικρό γογγυσμό.
  Μία βραδιά ήρθε ένας καβαλάρης και ρώτησε που είναι του Παπα-Ιωάννη το σπίτι. Του είπανε κι ήρθε καβάλα σε μας. Κατέβηκε από το άλογό του και αφού τον καλωσόρισε ο πατέρας μου, πήγαμε το άλογο στο στάβλο. Όταν μπήκε στο σπίτι ο μουσαφίρης και κάθισαν με τον πατέρα μου, πήγαμε όλοι και τον καλωσορίσαμε. Έπειτα, η μάνα μου μαγείρεψε και έφαγαν ήπιαν και έκαναν παρακάθ’ (νυχτερινή συνάθροιση). Τότε, ακούστηκε το κλάμα ενός μωρού, που προκάλεσε το ενδιαφέρον του επισκέπτη, ο οποίος όταν έμαθε ότι το μικρό παιδί του πατρός Ιωάννη ήταν αβάπτιστο, το θεώρησε «τυχερό» του να το βαπτίσει. Έτσι, έγινε και η βάπτιση. Δύο μέρες γλεντούσαν και κατόπιν, ο ανάδοχος έφυγε για την Πατρίδα του την Κερασούντα. Το όνομά του ήταν Ταραλής Χατζίκας. Αυτόν, τον αφήνουμε προς το παρόν, διότι η ιστορία του, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, είναι ενδιαφέρουσα και θα την πούμε παρακάτω.

Ο χρόνος κύλησε σχετικά ήσυχα, τα τύμπανα του πολέμου όμως, δεν άργησαν να ταράξουν την ησυχία αυτή.

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος  -  και η σφαγή των Αρμενίων


  Μετά από ένα χρόνο, άρχισε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Το ‘14 κηρύχτηκε γενική επιστράτευση. Κάλεσαν τους άνδρες από δεκαοχτώ μέχρι σαράντα πέντε ετών, να παρουσιασθούν σε προκαθορισμένα σημεία. Ορισμένοι πλήρωναν πετέλι (badal, αντισήκωμα, εξαγορά θητείας,  όσοι δηλαδή, ήταν ηλικίας σαράντα – σαράντα πέντε χρονών, είχαν δυνατότητα εξαγοράς της θητείας και την αντάλλασαν με 40 χρυσές λίρες, για να αποφύγουν την στράτευση.
  Βέβαια, αυτό ήταν μόνο για τα «μάτια», διότι δεν άργησαν να φανούν οι προθέσεις των κρατικών οργάνων που εκμεταλλεύονταν την κατάσταση εκβιάζοντας τον κόσμο· μόλις περνούσε ένας μήνας ή σαράντα ημέρες, ερχόντουσαν οι χωροφύλακες να τους επιστρατεύσουν πάλι. Οι επιστρατευμένοι πλήρωναν και πάλι το αντίτιμο των σαράντα χρυσών λιρών, και πάλι τους άφηναν, μέχρι να τους εξουθενώσουν. Υπήρχαν κάτι γέροι πενήντα – εξήντα χρόνων, οι οποίοι δεν έβγαιναν έξω· κρύβονταν από το φόβο τους γιατί συνεχώς μάζευαν για αγγαρεία.
  Εν τω μεταξύ, καθημερινά έφευγαν από τον Τουρκικό Στρατό, είκοσι με τριάντα ανυπότακτοι Έλληνες, οι οποίοι κατέφευγαν κάθε βράδι σε μας. Το σπίτι μας ήταν γεμάτο μ’ αυτούς. Όλοι έφευγαν με τα όπλα τους και πιθανόν ήθελαν να τ’ ανταλλάξουν με ψωμί. Ένα όπλο με ένα ψωμί. Ο πατέρας μου όμως, τους συμβούλευε να μη δίνουν τα όπλα τους, διότι απείχαν από την πατρίδα τους ένα μήνα δρόμο, και θα τα χρειάζονταν για τις κακοτοπιές, μιας και ήταν όλοι από την περιφέρεια της Κωνσταντινουπόλεως.

  Ο πόλεμος συνεχίζονταν. Περάσαμε στο ’15. Ήταν ένας πλανόδιος Αρμένης, τον έλεγαν Καραστόζη Μαρτός. Έρχονταν το Σάββατο το βράδι έως και την Κυριακή, και γύριζε το χωριό πουλώντας υφάσματα. Την Κυριακή το απόγευμα έφευγε και πάντα περνούσε να αποχαιρετίσει τον πατέρα μου. Εκείνο το κυριακάτικο βράδι, φεύγοντας, του είπε:
- Παπάζ εφέντη, δεν πάμε καλά, θα μας σφάξουν.
  Την Κυριακή έφυγε, την Δευτέρα (2 Ιουνίου 1915, http://garasari.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html#more) άρχισε η σφαγή, όμως δεν θυμάμαι την ημέρα, ούτε και τον μήνα. Πιθανότατα ήταν ή τέλος Μαΐου ή Ιούνιος. Σε μας, στην Νικόπολη, υπήρχαν τέσσερις χιλιάδες Αρμένιοι. Είχαν δύο αρχηγούς, τον Κούκαση και τον Σύσογλη. Η Νικόπολη είχε ένα βυζαντινό φρούριο, για το οποίο οι δύο αρχηγοί διαφώνησαν, για το αν θα έπρεπε να οχυρωθούν εκεί. Ο Κούκασης ήταν της άποψης να μην ανέβουν στο φρούριο. Ο Σίσογλης επέμενε ν’ ανέβουν. Τελικά, ο Κούκασης δεν άκουσε τον Σίσογλη και έφυγε μαζί με τριακόσια άτομα. Οι άλλοι όλοι άκουσαν τον Σίσογλη. Γυναίκες, παιδιά, άνδρες, όλοι ανέβηκαν στο φρούριο, το οποίο είχε μόνο μία πύλη, από την μεριά της αγοράς, και το υπόλοιπο περιτριγυρίζονταν από γκρεμό. Οι Αρμένιοι έμειναν στο φρούριο ένα μήνα, χωρίς ψωμί και νερό, διότι είχαν σωθεί οι προμήθειές τους.
  Μετά ήρθε ο στρατός με τα κανόνια και τους σκόρπισαν (η απελπισμένη έξοδος των Αρμενίων έγινε στις 29 Ιουνίου 1915, μετά από έναν ολόκληρο μήνα πολιορκίας, http://garasari.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html#more)· έφυγαν προς το χωριό μας. Τα βουνά γέμισαν Αρμένιους. Τα γυναικόπαιδα τα άφησαν στο έλεος του θεού· τα έσφαξαν, όλα, σαν τα αρνιά. Μάζευαν από παντού, από κάθε περιφέρεια τα γυναικόπαιδα και τα πήγαιναν στο Κουρπαγά ιρμάκ (μάλλον εννοεί το ποτάμι που διασχίζει τη νότια περιοχή του Απές. Από εκεί, έξω από το ρωμαίικο χωριό Κούρπαγη, περνούσε ο δρόμος προς τη Σεβάστεια και τα καραβάνια των εκτοπισμένων, http://garasari.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html#more). Τα συγκέντρωναν πάνω σε μια μεγάλη γέφυρα του ποταμού, και εκεί επάνω τους έσφαζαν· τους έσφαζαν και τους πετούσαν στο ποτάμι. Ένα μήνα το ποτάμι ήταν κόκκινο από το αίμα! Δεν έμεινε ούτε ίχνος Αρμενίων. Για να μη ξοδέψουν πολεμοφόδια, έπιαναν τα νήπια από τα πόδια και τα χτυπούσαν στον τοίχο, όπως επίσης, και άλλες τέτοιες κτηνωδίες!!!

   Με την διαφυγή των Αρμενίων στα βουνά μας, ήλθε στο χωριό μας ο στρατός, το πεζικό και το πυροβολικό. Οι αξιωματικοί κάθονταν σε μας. Τις ημέρες έβγαιναν έξω με τα κανόνια. Είχαμε ένα Μοναστήρι, του Αγίου Παύλου, όπου εκεί πάνω έστηναν τα κανόνια. Ο λοχαγός μία ημέρα είπε στον πατέρα μου:
  - Να μου δώσεις το παιδί να έρθει μαζί μου και εσύ να έλθεις ύστερα, καβάλα σε αυτό το άλογο, το άλογο  του ιπποκόμου.
  Έτσι, μαζί με τον λοχαγό ανεβήκαμε επάνω στο Μοναστήρι. Οι στρατιώτες άρχισαν να στήνουν τα πυροβόλα και ο λοχαγός, έβαλε τα κιάλια του στα μάτια μου και μου είπε:
  -Κοίτα εκεί απέναντι στο βουνό, σε εκείνο το υψωματάκι.
  Αφού ρύθμισα τα κιάλια, με ρώτησε:
- Τι βλέπεις;
- Βλέπω κάτι να κουνιέται, του απαντώ.
- Είναι Αρμένιοι. Ο στρατός μας, μου λέγει, από εδώ θα ρίχνει με τα κανόνια και θα καθαρίσει όσους Αρμένιους βγουν από εκεί.
  Μία εβδομάδα αυτό γίνονταν συνέχεια. Στις επιχειρήσεις λάμβαναν μέρος και οι χωροφύλακες, οι οποίοι δρούσαν σε άλλη περιφέρεια. Τα δε βράδια, στρατός και χωροφυλακή, διανυκτέρευαν στο χωριό και τα πρωινά πάλι εφορμούσαν στα βουνά· έτσι τους εξόντωσαν.
  Ένα απόγευμα, ο ήλιος βασίλευε και οι χωροφύλακες, επιστρέφοντας από την περιοδεία τους στο βουνό, έφεραν μία γυναίκα στο χωριό· βέβαια την έφεραν επίτηδες για να βλέπουμε εμείς οι Έλληνες τα βασανιστήρια που θα της έκαναν, και να δειλιάσουμε. Οι χωροφύλακες ήταν τρεις, ο ένας την καβαλούσε σαν άλογο, και οι δύο την σούβλιζαν με τα δίστομα μαχαίρια στους μηρούς. Η καημένη η γυναίκα έκλαιγε και φώναζε, και από πίσω την σούβλιζαν με τα μαχαίρια, την έβριζαν και της έλεγαν:
- Παλαιοπ…, τι κλαις, τόσο καλό σε κάνουμε και αντί να γελάς, κλαις;

  Το σπίτι μας ήταν ψηλά, ήταν ευάερο και ψηλό. Απ’ αυτό φαίνονταν όλο το χωριό. Ήταν άνοιξη, θυμάμαι. Μάιος μήνας. Ο πατέρας μου κάθονταν με το λοχαγό και τον ανθυπολοχαγό στην πόρτα, και εμείς μαζί τους, η μάνα μου, η Χριστιανή, ο Γιώργον και η Φωτεινή, κοιτάζαμε πώς τυραννούσαν την καημένη την Αρμένισσα, όμως κανένας δεν έβγαζε τσιμουδιά, ούτε οι αξιωματικοί, ούτε εμείς.
  Τότε έφυγα από το σπίτι μου και τους ακολούθησα κρυφά. Πήγαν τη δύστυχη γυναίκα στο σπίτι του προέδρου του χωριού. Όταν πλησίασα, την είδα καθισμένη σε μια καρέκλα κι οι Τούρκοι της έκαναν αίσχη μεγάλα. Τρομαγμένος επέστρεψα στο σπίτι μου.
  Ήλθε η ώρα του φαγητού και αφού φάγαμε, κάναμε δύο ώρες παρακάθ’. Κατόπιν οι αξιωματικοί πλάγιασαν στην κάμαρη και εμείς στην άλλη, όμως εκείνη την βραδιά δεν κοιμηθήκαμε καθόλου από τον φόβο μας. Τα βασανιστήρια που υπέστη εκείνη η γυναίκα, δεν μπορούσαν να σβήσουν από την ματιά και το μυαλό μας. Ολόκληρη νύχτα μείναμε άγρυπνοι και ο Θεός με το καλό μας ξημέρωσε.
  Το πρωί, πλύθηκε ο λοχαγός κι ο ανθυπολοχαγός και κάθισαν έξω. Έπειτα, βγήκαμε κι εμείς, και η συγχωρεμένη μάνα μου μίλησε στο λοχαγό, στα τούρκικα. Ήθελε να του παραπονεθεί για τις βαναυσότητες των Τούρκων χωροφυλάκων στην Αρμένισσα και γενικότερα στον αρμενικό λαό.   Απέναντι από το σπίτι μας υπήρχε ένα πευκόδασος. Στο κέντρο του βρίσκονταν ένα ξερό πεύκο.
  Του είπε λοιπόν:
- Βλέπεις αφέντη, εκείνο το δάσος με τα πεύκα; Βλέπεις τα καταπράσινα δέντρα που έχουν τα φύλλα τους, τα κλαδιά τους, πώς γελούν και πώς χαίρονται; Βλέπεις κι εκείνο το ξερό δέντρο; Ούτε κλαδιά έχει, ούτε πρασινάδα και είναι σκυθρωπό. Και το κράτος τέτοιο είναι. Δεν έχει χέρια, ούτε πόδια και ούτε γελάει. Τι έκαναν αυτά τα γυναικόπαιδα και τα τυραννούν έτσι;
- Μάνα μου, απάντησε ο λοχαγός, έχεις μεγάλο δίκαιο. Αλλά κι εμείς δε φταίμε, μας διατάζει το κράτος. Μάνα θα περάσει κι αυτό.
- Θα περάσει, συνέχισε η μάνα μου, αλλά πώς περνάει; Σφάζεται ο λαός και τότε ησυχάζει.

  Αυτή η σφαγή τελείωσε· ο στρατός έφυγε για το Μέτωπο· ο πόλεμος συνέχιζε, έφυγε το ’15 και γυρίσαμε στο ’16. Ο μεγάλος αδελφός μου ήταν στρατιώτης, όμως είχαμε τον Δήμαρχο της Νικοπόλεως πολύ καλό φίλο, τον έλεγαν Ριζά Πεϊ, και τον τοποθέτησε στην διαχείριση του Στρατού, στην Αποθήκη. Τα μεταγωγικά κουβαλούσαν τα διάφορα φορτία, και ο αδελφός μου τα ζύγιζε και τα παραλάμβανε, και άλλα μεταγωγικά παραλάμβαναν εφόδια από τον αδελφό μου και τα πήγαιναν στο Μέτωπο. Στην ίδια διαχείριση του Στρατού με τον αδελφό μου αλλά στην περιοχή Κουλάκ-καγια της περιφέρειας Κερασούντας, εργάζονταν και ο Χατζίκας Τάραλης, που ανέφερα πριν ότι φιλοξενήσαμε μια βραδιά, τον κάναμε κουμπάρο και ήταν από την Κερασούντα.
  Εκεί λοιπόν, γίνονταν πόλεμος, οπότε οι άνδρες του χωριού μας, δεν πολυκυκλοφορούσαν έξω. Μόνο οι γυναίκες και φυσικά ο πατέρας μου που ήταν παπάς. Το σπίτι μας έγινε κέντρο διερχομένων. Όλοι σε μας έρχονταν, είτε χωροφύλακες, είτε κρατικοί υπάλληλοι ή οποιοιδήποτε άλλοι. Έτσι, ο κόσμος απέφευγε το σπίτι μας, και γενικότερα κρύβονταν από τον φόβο του. Μία μέρα ήρθαν σε μας, ένας εισπράκτορας με έναν χωροφύλακα. Έφαγαν, ήπιαν και λέγει ο ένας στον πατέρα μου:
- Συγκέντρωσε τους άντρες του χωριού, για να μεταφέρουν στη ράχη τους κάποια τρόφιμα.
  Ο πατέρας μου του απαντά:
- Άνδρες δεν υπάρχουν, μόνο οι γυναίκες και τα παιδιά έμειναν.
- Ας μην υπάρχουν, λέει αυτός, ας είναι γυναίκες και παιδιά, όσοι μπορούν να φορτωθούν, και εσύ να είσαι επικεφαλής. Εμείς φεύγουμε· αύριο μάζεψε τα άτομα, όσα μπορείς, και να πας από το Σαρτσόκη (Ασαρτζούχ) να παραλάβεις τα τρόφιμα και να τα πας στην Νικόπολη.
  Μαζέψαμε λοιπόν, εκατό άτομα και μας έδωσαν το φορτίο που ήταν καθαρή φουντουκόψιχα. Ξεκινήσαμε για το χωριό και ο πατέρας λέγει σ’ εμένα και τον αδελφό μου τον Γεώργον:
- Να προσέχετε στο δρόμο, να μην τα κλέψουν.

  Ο κόσμος όμως, δεν μπορούσε να κρατηθεί. Με τα χέρια τρυπούσαν τα τσουβάλια και άλλοι έτρωγαν, άλλοι τα έβαζαν στα ζωνάρια τους, κι εγώ με τον αδελφό μου φωνάζαμε:
- Παπά, όλοι κλέβουνε, δεν μπορούμε να τους ελέγξουμε… όμως με τον κόσμο μπορείς να τα βάλεις;
Την άλλη ημέρα, τα πήγαμε στην Νικόπολη για να τα παραδώσουμε. Όταν τα ζύγισαν, βρέθηκε έλλειμμα χιλίων οκάδων. Ενοχλημένος ο λοχαγός, λέγει στον πατέρα μου:
- Παπάζ αφέντη, έλα εδώ, πως είναι δυνατόν, τόσο μεγάλο έλλειμμα γίνεται;
- Εξούκ μπέη αφέντη, και εσύ να ήσουν, τι θα έκανες; Ο κόσμος είναι τόσο πεινασμένος, που δεν ακούει ούτε φωνές ούτε τσιρίδες. Λιμοκτονά τόσο, που είτε έφαγε είτε δεν έφαγε, πάλι πεινασμένος είναι. Πες μου, τι να τους πω, τι να τους κάνω;
Και ο λοχαγός του λέγει:
- Παπαζ εφέντη, έχεις το δικαίωμα, όλοι έχουν το δικαίωμα να ζήσουν, είτε είναι εκατό χρονών είτε είναι δέκα.
Ευτυχώς, ο λοχαγός ήταν φίλος του πατέρα μου, και έτσι πέρασε η μπόρα.


Ο παράνομος Τόμογλης

 Τώρα, για να συνεχίσουμε, θα γυρίσουμε στο 1915. Όταν τελείωσε η σφαγή τον Αρμενίων, κατά το καλοκαίρι, τον Αύγουστο μήνα, βγήκε ένας, άγνωστος σε μας, κλέφτης από της Κερασούντας την περιφέρεια, και ήλθε προς τα δικά μας τα μέρη, της Νικοπόλεως. Το λημέρι του ήταν στην περιφέρεια του χωριού μας. Όταν ήλθε στα μέρη μας, ρώτησε σε κάθε χωριό για να μάθει ποιος είναι πλούσιος. Πήρε τις πληροφορίες του, όμως εκείνοι που παλαιότερα ήταν πλούσιοι, είχαν πλέον πτωχεύσει.
  Μια μέρα πήγα για ξύλα με το γαϊδουράκι, είκοσι λεπτά δρόμο έξω από το χωριό. Έκοψα τα ξύλα, τα φόρτωσα στο γαϊδουράκι και ξεκίνησα τον δρόμο της επιστροφής. Στα μισά του δρόμου, είδα έναν γέρο με το μπαστούνι του, να φεύγει μες το δάσος. Με είδε και με ρώτησε:
- Που κυκλοφορείς μόνος σου, δεν φοβάσαι; Δεν άκουσες ότι ήλθε κάποιος κλέφτης σε αυτά τα μέρη;
- Ας ήλθε, τι θα μου κάνει; του απαντώ. Ο πατέρας και η μάνα μου με περιμένουν στο σπίτι.
  Έφτασα στο σπίτι, ξεφορτώσαμε τα ξύλα από το γαϊδούρι και αφού το έβαλα στον στάβλο, ενημέρωσα τον πατέρα μου για τον ξένο, και αυτός ξεκίνησε για να τον βρει· πήγα κι εγώ μαζί του.
  Τα σπίτια μας ήτανε δώματα, οπότε όταν πήγαμε κοντά του, τον είδαμε στο δώμα να κάθεται πάνω σ’ ένα στρώμα «παχταση πουζεμε», και είχε κάποιον μαζί του, γονατιστό, από εκείνους τους πλουσίους που είχε γραμμένους στον κατάλογό του. Ο πατέρας τον καλωσόρισε:
- Χοσκελτήν σεφά κελτήν, καλώς ήλθατε, χαρά μας φέρατε.
- Χος πουλτούκ, καλώς σας βρήκα, και συνέχισε:
-Παπάζ εφέντη πουγιουρούν οτουρούν, ορίστε, κάθισε παπάζ εφέντη.
  Κάθισε o πατέρας μου και λέγει στον ξένο:
- Ησμινι παγσλε ατσαξην, μπορείτε να μου πείτε το όνομά σας;.
- Ισμαήλ αγά, με λένε, όμως το παρατσούκλι μου είναι Τόμογλη του απαντά εκείνος. (Προφανώς, πρόκειται για έναν από τους τέσσερις αρχισυμμορίτες, Τόμογλου, ο οποίος μαζί με τον Τοπάλ Οσμάν, τον Ταπάνογλου και τον Καρά Αχμέτ, «αλώνιζαν» εντελώς ασύδοτα ως απόλυτοι κυρίαρχοι πάνω σε περιουσίες και ανθρώπινες ζωές, σε ένα καθεστώς αναρχίας που δημιουργήθηκε μετά την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων, την ανακωχή και τη συνθηκολόγηση της Τουρκίας. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ.: Οσμάν Φεριτίνογλου (Τοπάλ Οσμάν) - Ένας εγκληματίας ως «εθνικός ήρωας», Νικολάου Πετρίδη - http://garasari.blogspot.gr/2014/05/blog-post_29.html#more )
- Αφ ετερσην Ισμαήλ αγά, που αταμ νε γιαπτη, γοϊτούν τηζλερην υστουτετά τα οτουριουρ πουνουν τσανι γιωκ μου, δηλαδή, συγνώμη Ισμαήλ αγά, τι έκανε αυτός ο άνθρωπος και τον έβαλες να κάθεται στα γόνατα, ψυχή δεν έχει; του λέει ο πατέρας μου, κι αυτός του απαντά:
- Παπάζ εφέντη, αμα ζαμαρ βουρ τουν πενη. Αυτός ο άνθρωπος πολύ με στεναχώρησε, και του πρόσταξε να σηκωθεί και να καθίσει όπως κι εκείνοι.
  Εν τω μεταξύ, ο ήλιος βασίλευσε και σιγά - σιγά ο κόσμος έρχονταν κοντά του. Ήλθαν κάμποσοι, δέκα με είκοσι άτομα. Άρχισε να σκοτεινιάζει και ορισμένοι τον κάλεσαν στο σπίτι τους.
- Μόνον στο σπίτι του Παπά πηγαίνω, πουθενά αλλού, απάντησε ο Τόμογλης.
Όταν φτάσαμε στο σπίτι μας, είπε ο πατέρας μου στον αδελφό μου:
- Αντώνη, πήγαινε να σφάξεις ένα αρνί. Πάρε και τον Αλέξανδρο να σε βοηθήσει.
Ο Τόμογλης ειδοποίησε και τους συντρόφους του, και κατέβηκαν από τα υψώματα και όλοι μαζί ήλθαν στο σπίτι. Καθίσανε· η φιλοξενία ήταν αβραμιαία. Τα τραπέζια ήταν όλα στολισμένα με τα φαγητά, και επειδή πάντοτε είχαμε κάποιον μουσαφίρη, ο πατέρας μου φρόντιζε να βρίσκονται στο σπίτι, έξι οκάδες (παλιά μονάδα μέτρησης βάρους, ίση με 1282 γραμμάρια) ούζο. Έφαγαν, ήπιαν, γλέντησαν και συζήτησαν.
- Παπάζ αφέντη, εγώ κλέφτης δεν είμαι, έκανα κάτι και το κράτος με έχει επικηρύξει, για αυτό βγήκα στο κλαρί και από αυτούς που γυρεύω τα λεφτά το κάνω για να ζήσω, και αν δεν μου τα δίνουν, τότε θα τους κάνω κακό.
Ο πατέρας μου του περιέγραψε την δύσκολη κατάσταση που βρίσκονταν οι συγχωριανοί, και δεν είχαν τα λεφτά που ζητούσε. Θα έδινε όμως, άλλος μία λίρα και άλλος δύο, ανάλογα με τις δυνατότητες του ο καθένας «κι έτσι ας ησυχάσει το πράγμα».
Έτσι, τον κατάφερε και δέχθηκε. Κατόπιν, ειδοποίησε κάμποσους και ήλθαν σε μας και του έδωσαν εκείνα που συμφώνησαν· δύο άτομα όμως, όλο ξέφευγαν· ο Τελπίζην και ο Χατζη-Ηλίαν (ο Τελπίζην από την οικογένεια των Ποτουράντων, και ο Χατζη-Ηλίαν από την οικογένεια των Αλεξανδράντων, http://garasari.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html#more)· όλο πήγαιναν στο παζάρι για να μην πληρώσουν ή κρύβονταν. Όμως, λέγει ο κλέφτης:
- Που θα πάνε, μια μέρα θα τους πιάσω. Θα έρθω στο χωριό, χωρίς να το καταλάβει κανείς, και τότε θα τους πιάσω...

  Οι Γαρασαρέτες αγαπούσαν την Ορθόδοξη Πίστη μας, αγαπούσαν τον Θεό και εκκλησιάζονταν συχνά. Ιδιαίτερη ευλάβεια είχαν στον Άγιο Γεώργιο. Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται και από τους πολλούς ναούς και τα παρεκκλήσια που ήταν αφιερωμένα στο όνομά του, αλλά και από τις θαυμαστές ιστορίες των συμπατριωτών μας.
  Η Λίτσασα είχε δύο εκκλησίες προς τιμή του Αγίου, τον οποίο ευλαβούνταν ακόμη και πολλοί μουσουλμάνοι και τιμούν έως σήμερα!
  Η παλιά εκκλησία της Λίτσασας βρίσκονταν στον μαχαλά των Ταμουράντων, ενώ η νέα και μεγαλοπρεπής εκκλησία του αη-Γιώργη, κατασκευάστηκε το 1874, στην περιοχή Ναύλε, στην είσοδο του χωριού, δίπλα στον τότε δημόσιο δρόμο (http://garasari.blogspot.gr). Ορθώνεται μέχρι σήμερα, μαρτυρώντας σιωπηλά, τις ματωμένες ρίζες των προγόνων μας, τις οποίες, ότι και να κάνουν, δεν μπορούν να ξεριζώσουν, διότι βρίσκονται γερά φυτεμένες στην καρδιά μας...
  Ο Άγιος Γεώργιος, ήταν λιθόκτιστος και μεγαλοπρεπής ναός, με θολωτή στέγη, μεγαλοπρεπές εικονοστάσιο και περικαλλές τέμπλο, το οποίο κατασκευάστηκε από νικοπολίτη τεχνίτη.
  Όταν ολοκληρώθηκε, οι χωριανοί εκκλησιάζονταν πλέον σ’ αυτόν το ναό, αλλά μια φορά το χρόνο λειτουργούσε και ο παλιός Αη-γιώργης, που σωζόταν μέχρι το 1924.
  Στο χωριό υπήρχαν και τα παρεκκλήσια Πέτρου και Παύλου, του Αγίου Πνεύματος, της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και της Αναλήψεως (http://garasari.blogspot.gr).
  Στον Άγιο Γεώργιο λοιπόν, μία ημέρα γιορτινή,… αλλά ας αφήσουμε τον Αλέξανδρο:
   Μία ημέρα ήταν μεγάλη εορτή και ο κόσμος βρίσκονταν στην εκκλησία. Όταν τελείωσε η Θεία Λειτουργία και αφού οι πιστοί έπαιρναν το αντίδωρο, κατευθύνονταν στην πόρτα για να εξέλθουν.
Η πόρτα όμως, δεν άνοιγε και ο πατέρας μου φώναζε από το Άγιον Βήμα:
- Γιατί δεν βγαίνετε έξω και μαζευτήκατε στην πόρτα;
- Η πόρτα δεν ανοίγει παπα-Γιάννη, είναι κλειδωμένη απ’ έξω, λέγει ο κόσμος.
  Η συγχωρεμένη η μάνα μου κοιτάζει από την κλειδαρότρυπα, βλέπει τον Ισμαήλη και του φωνάζει:
- Ισμαήλ, άνοιξε, τι κάνεις έτσι! Γιατί μας κλείδωσες;
- Μάνα, λέγει ο Ισμαήλ, εσύ είσαι; Έλα βγες εσύ και να πας να μαγειρέψεις.
Κατόπιν, ο κόσμος έβγαινε έξω, και ο Ισμαήλ ρωτούσε:
- Του Τελπίζ η γυναίκα ποια είναι; και του Χατζη- Ηλία;
Ο κόσμος του έδειξε τις γυναίκες που έψαχνε, και εκείνη την ώρα τελείωσε και ο πατέρας την Κατάλυση και βγήκε έξω. Ο Ισμαήλ πήρε τις γυναίκες και τις έφερε σε μας· αγρίεψε όμως, πολύ επειδή τον κορόιδευαν λέγοντας «να σήμερα θα φέρουμε τα λεφτά, να αύριο θα τα φέρουμε» και δεν του τα έφερναν, και αποφάσισε να τις σκοτώσει.
  Μέσα στην κάμαρή μας, οι γυναίκες παρακαλούν τον πατέρα μου:
- Παπα-Γιάννε, γλύτωσέ μας.
  Ο πατέρας μου στάθηκε μπροστά στο όπλο και του λέγει:
- Αν είναι να σκοτώσεις κάποιον, Ισμαήλ, σκότωσε εμένα».
- Πρέπει να σκοτώσω πρώτα εμένα και μετά εσένα, είπε ο Ισμαήλ στον πατέρα μου, και ο πατέρας μου λέγει στις γυναίκες:
- Να πάτε να γυρίσετε στην γειτονιά, όπου ελπίζετε ότι θα σας δώσουν χρήματα, και να μαζέψετε κάμποσα για να τα δώσουμε στον Ισμαήλ.
  Έτσι και έκαναν· συγκέντρωσαν κάμποσα χρήματα, τα έδωσαν στον κλέφτη και σταμάτησε το κακό. Κάθε μια εβδομάδα έρχονταν σε μας· έτρωγε, έπινε και γλεντούσε. Κάθε τόσο, έκανε τις περιοδείες του στα χωριά, και συγκέντρωνε χρήματα όμως, κατά τα άλλα, ήταν καλός κυρίως προς το χωριό μας. Μπορούσαμε να κυκλοφορήσουμε στην Περιφέρεια, όπου θέλαμε, ελεύθερα, διότι τα χρόνια ήτανε πολύ δύσκολα και το όνομά του ήτανε μεγάλο και ξακουστό. Όποτε άκουγαν «Τόμογλη Ισμαήλ», άνοιγαν οι δρόμοι.

Οι άρπαγες πρόσφυγες

  Αυτά γίνονταν το 1916· τώρα είναι Ιούλιος, πέρασε και αυτή η μπόρα· άρχισαν όμως, να έρχονται οι πρόσφυγες από την Τραπεζούντα, οι λεγόμενοι Λαζοί (οι Λαζοί καμμία σχέση δεν έχουν με τους Ποντίους· Λαζός ήταν και ο σφαγέας Τοπάλ Οσμάν. Γιά περισσότερα, βλ.: Κ. Φωτιάδης, Πόντιοι ή Λαζοί, ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΤΥΟ 2010 μ.Χ.). Είχε ανοίξει το μέτωπο του πολέμου.
  Ξεσηκώθηκαν λοιπόν, οι Λαζοί από την Περιφέρεια της Τραπεζούντας και ήλθαν προς τα μέρη μας. Η Ρωσία προχωρούσε. Ορισμένοι προύχοντες και ευκατάστατοι, από τον Ιούνιο άρχισαν να φεύγουν.
Ο Δήμαρχος της Νικοπόλεως, που ήταν φίλος του πατέρα μου, μία μέρα του στέλνει χαιρετισμούς, με την παράκληση την επόμενη ημέρα να κατέβει στην Νικόπολη. Όταν συναντήθηκαν, ήμουν κι εγώ μαζί του, του είπε:
- Ε, παπάζ αφέντη, σου παραδίδω τήν περιουσία μου για να την προσέχεις μέχρι νά γυρίσω. Εάν μου συμβεί κάτι και δεν γυρίσω, όλη αυτή η περιουσία θα γίνει δική σου.
Έπειτα πήγαμε στο σπίτι του. Το θέαμα με ἐντυπωσίασε. Η αυλή του ήταν πέντε στρέμματα και περιτρυγιρίζονταν από ντουβάρι που είχε δύο μέτρα ύψος. Όταν είδα την αυλή, τα μάτια μου θάμβωσαν. Είχε μέσα του κόσμου τα καλά· τι φρούτα ήθελες, όλα εκεί μέσα ήταν! Κατόπιν μπήκαμε στο σπίτι· μας έδειξε ό,τι είχε μέσα· και τι δεν είχε! Βγήκαμε έξω, κλείδωσε τις πόρτες και τα κλειδιά τα παράδωσε στον πατέρα μου. Είχε όμως και, περίπου, είκοσι μελίσσια, τα οποία ήθελαν την φροντίδα τους. Έτσι ο Δήμαρχος, παρακάλεσε τον πατέρα μου, να τα πάρει στο χωριό και εμείς, αναγκαστικά, τα πήραμε. Ήταν Ιούλιος μήνας, ζέστη· πήραμε κάμποσα μουλάρια και τα φέραμε στο χωριό.

 Αυτό τώρα, ας το αφήσουμε και να έλθουμε πάλι στους πρόσφυγες.
  Ερχόντουσαν από την Τραπεζούντα μεγάλα κύματα προσφύγων. Ορισμένοι από αυτούς δεν μας πείραζαν. Όλοι περνούσαν μέσα από το κέντρο του χωριού μας με τις αγελάδες τους, με τα βόδια τους και ό,τι είχανε: στρώματα, τροφές, και είδη πρώτης ανάγκης. Τα είχανε φορτώσει στις αγελάδες και στα βόδια. Οι πρώτες παρτίδες, ήλθαν, πέρασαν, τίποτα δεν μας πείραξαν. Οι τελευταίες παρτίδες που ήλθανε, έμειναν στους γιαϊλέδες (βοσκοτόπια) μας, είκοσι πέντε λεπτά έξω από το χωριό.
  Αυτοί μας κατάστρεψαν τα γεννήματα, τα τάισαν όλα, τα κατάστρεψαν όλα· ούτε ζώα μάς άφησαν, ούτε τίποτα.
  Τελικά, αναγκαστήκαμε και εγκαταλείψαμε το χωριό και πήγαμε σε ένα πυκνό δάσος. Πέρασαν δεκαπέντε ημέρες σ’ αυτό το δάσος, απ’ όπου παρακολουθούσαμε, κάθε ημέρα, τις κινήσεις τους εντός του χωριού. Άνοιγαν τις πόρτες των σπιτιών, και άρπαζαν ό,τι έβρισκαν. Αγανακτήσαμε, και ο πατέρας μου έδωσε εντολή στον αδελφό μου:
- Αντώνη, μαζί με τον Σάββαν και τον Γιάνκον, να πάτε να βρείτε τον Τόμογλη, να του δώσετε χαιρετισμούς και να του πείτε τι πάθαμε από τους «μουγαζσίριδες», τους πρόσφυγες δηλαδή, ότι δεν μας άφησαν τίποτα, μας τα πήραν όλα και είμαστε κρυμμένοι στο δάσος. Αυτός αμέσως πήρε τα παλικάρια του και ξεκίνησε.
  Εν τω μεταξύ, μια ώρα μακριά από το χωριό μας, είχαμε κάτι μάνδρες. Το λημέρι του Τόμογλη ήταν μιάμιση ώρα μακριά, όμως ο δρόμος του ήταν να περάσει από τα καλύβια (που βρίσκονταν εντός των μανδρών), οπότε είδε τους πρόσφυγες που τα είχαν κατακλείσει, και άρπαζαν ό,τι έβρισκαν. Τότε, άρχισε να πυροβολεί και σκότωσε δεκαπέντε άτομα. Οι άλλοι τρόμαξαν κι έγιναν άφαντοι από το φόβο τους. Αφού τελείωσε η μικρή πολεμική επιχείρηση, ο αδελφός μου, οι δύο συντροφοί του και ο Τόμογλης, ήλθαν στο χωριό και μας ειδοποίησαν να κατεβούμε από το δάσος.
Ο Τόμογλης πρότεινε να κυνηγήσουν όσους πήραν ζώα:
- Να έλθετε μαζί μου και να πάμε να πάρουμε τα ζώα σας.
- Ισμαήλ αγά, ό,τι έγινε έγινε. Είναι επικίνδυνο για εμάς, να τους κυνηγήσουμε. Εσύ έχεις την καλή πρόθεση, αλλά σήμερα είσαι, αύριο δεν είσαι· αυτοί μπορεί να μας κάνουν κακό, του λέγει ο πατέρας μου.
- Παπάζ αφέντη, νε τερσην σεν ονλαρην ανασινλαρη Σηκερημ τομογλου ολτουγου γερε κημσε Πυρσε γιπαμαζλαρ. Τι λες Παπά αφέντη, τίποτε δε μπορούν να μας κάνουν.
Τελικά, πήγαν κάμποσα άτομα μαζί του, και κατάφεραν να πάρουν πίσω, άλλος δέκα κατσίκια, άλλος είκοσι και άλλος πέντε. Σε μας έφερε ένα άλογο, ένα γαϊδούρι και ένα όπλο. Ο πατέρας μου τον μάλωσε:
- Γιατί τα έφερες αυτά ξένα πράγματα, αύριο μεθαύριο αν έρθει ο νοικοκύρης τους, τι να του πω;
- Μήπως τα έκλεψες εσύ; Να πεις ότι σου τα έδωσα εγώ, και κανένας δεν μπορεί να σου κάνει τίποτα.   Άφησε που αυτά τα χρόνια είναι κακά. Το όπλο κράτα το, αφού είναι εδώ ο Αντώνης. Ας το παίρνει μαζί του, όπου πηγαίνει.
  Έτσι απέδειξε ο Τόμογλης, αυτό που είχε εξομολογηθεί από την αρχή στον πατέρα μου, ότι δεν είναι κλέφτης, απλώς ζητούσε μόνο τα προς το ζειν.

Ο Χατζίκας Ταραλής

  Τελείωσε και αυτή η φασαρία, ο πόλεμος όμως, συνεχίζεται. Τώρα λοιπόν, ας έρθουμε στον Ταραλή τον Χατζίκα, για τον οποίο έγραψα προηγουμένως ότι είχε έρθει μουσαφίρης και βάπτισε τον μικρό αδελφό μου και ότι ήταν στην διαχείριση του Στρατού. Ήταν τότε που είχε γίνει η σφαγή των Αρμενίων, το 1915, και αυτός είχε κρύψει είκοσι Αρμένιους. Κάποιος Τούρκος όμως, τους ανακάλυψε και ειδοποίησε τις Αρχές.
- Πώς έχετε αυτόν τον άνθρωπο στην διαχείριση του Στρατού, αυτός είναι προδότης της Πατρίδος, τους είπε.
  Μετά από αυτό, άρον άρον τον άρπαξαν από εκεί και διέταξαν να εκτελεστεί με απαγχονισμό ή όπως λέγουν αυτοί την αγχόνη: «τιβανη χαρπ». Όταν έμαθε αυτός για την αγχόνη στέλνει μυστικά είδηση σε κάποιον λοχαγό που γνώριζε:
- Να σου στείλω τριακόσιες λίρες χρυσές για να με γλυτώσεις;
  Ο λοχαγός του απάντησε πως από αυτό γλυτωμονή (γλιτωμό) δεν έχει.
- Θα σου στείλω άλλες τριακόσιες λίρες και κάνε ό,τι μπορείς, βρες κάποιο τρόπο.

  Ήρθε η ώρα και τον περίλαβαν δύο χωροφύλακες, για να τον οδηγήσουν στην κρεμάλα. Οι εκτελέσεις γίνονταν στη δική μας περιφέρεια, στη Σεβάστεια. Η διαδρομή από την Κερασούντα ως την περιφέρειά μας, διαρκούσε τέσσερις ημέρες με τα πόδια. Ξεκίνησε λοιπόν, η πομπή, άλλοι με τα πόδια και άλλοι με τα μουλάρια. Όλη την ημέρα βάδιζαν και το βράδι πλάγιαζαν στα χάνια· ήταν δεκάξι άτομα, μαζί με τον αδελφό του, τα παιδιά τους και τις γυναίκες τους· όλοι για την κρεμάλα.
  Φθάσανε στο τρίτο χάνι, το δικό μας, της περιοχής μας δηλαδή· το τέταρτο χάνι ήταν και το τελευταίο, όπου βρίσκονταν η αγχόνη. Στο δικό μας το χάνι, ο Τάραλης αγόρασε ένα αρνί, το έσφαξε και τους έκανε το τραπέζι· τους πότισε και μπόλικο ούζο και τελικά τους μέθυσε. Έγιναν οι χωροφύλακες σαν ναρκωμένοι, σαν πτώματα. Όταν ξημέρωσε και συνήλθαν λίγο οι χωροφύλακες, δε βρήκαν κανέναν από τους δεκάξι· όλοι άφαντοι.
Οι δραπέτες ήρθαν σε μας τη νύχτα· το χωριό μας απέχει είκοσι λεπτά από τα χάνια. Το πρωί οι χωροφύλακες άρχισαν τις έρευνες ψάχνοντας για τους προδότες. Οι καλοθελητές, που πάντα υπάρχουν, τους είπαν:
- Αφού έφυγαν, θα πήγαν στην Λίτσασα, στου παπα-Γιάννη…
  Οι χωροφύλακες ειδοποίησαν την αστυνομία της Νικοπόλεως και έδρασαν γρήγορα. Ήλθαν στο χωριό, πήραν τον πατέρα μου από το σπίτι, τον πήγαν επάνω στον μαχαλά, τον ξάπλωσαν στο χώμα και τον έδειραν αλύπητα. Εγώ τότε ήμουν δέκα χρονών· έκλαιγα, φώναζα και τσίριζα. Ο πατέρας μου όμως, δεν τους πρόδωσε. Κατόπιν, έφεραν καρφιά, για να τον καρφώσουν όπως τον Ιησού Χριστό. Έπειτα αποφάσισε ο πατέρας μου και λέγει στα τούρκικα:
- Ε, ανλαχήμ τινζης οημανλαρι κερμίοσον αλερινη αγιαχλαρήν ζταλουχ γιαπασή σεϊτανλαρη. Ε, δεν έχεις ψυχή μέσα σου; άνθρωπος δεν είσαι; τον διάβολο ακούς;
Τότε, λέγει ο ένας χωροφύλακας στον άλλο:
- Εμείς τυραννούμε αυτόν τον ρουχάνη, όμως να δούμε, ξέρει τίποτα; και τον άφησαν.
  Η κατάσταση ήταν τραγική· το κορμί του είχε γίνει μαύρο, όπως η πίσσα. Τον πήγαμε στο σπίτι μας, σφάξαμε μία προβατίνα, φορέσαμε το δέρμα της στο σώμα του και πλάγιασε στο κρεβάτι. Όταν έφθασε η αστυνομία ήταν ήδη αργά. Είδαν τον πατέρα μου σε αυτά τα χάλια και στεναχωρήθηκαν πάρα πολύ. Ο Σαπρή πέης, που ήταν ο αρχηγός των χωροφυλάκων που τυράννησαν τον πατέρα μου, τους παρήγγειλε να έρθουν στο σπίτι και τους ζήτησε τον λόγο· ζήτησε να του δώσουν εξηγήσεις:
- Από που πήρατε διαταγή να έλθετε από άλλη περιφέρεια και να καταντήσετε σε αυτά τα χάλια τον δικό μας τον παπά; Εμείς έναν παπά έχουμε στην περιφέρεια ξακουστό και έρχεστε εσείς τα γαϊδούρια να τον τυραννάτε;
  Λέγοντας αυτά ο Σαπρή πέης, σηκώθηκε όρθιος, και τους δίνει από τέσσερα γερά σκαμπίλια και τους είπε:
- Να γονατίσετε γρήγορα μπροστά στον παπά, να του φιλήσετε τα πόδια και να σας δώσει την ευχή του, όπως και έκαναν.

   Πέρασαν δύο ημέρες από τότε και ο αδελφός μου ο Αντώνης δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Συλλογίζονταν τον τρόπο που θα φυγάδευε τους δεκάξι συμπατριώτες. Είχε έναν έμπιστο Τούρκο, στον οποίο τελικά ανέθεσε να τους πάει στα ρωσικά σύνορα και να τους περάσει στη Ρωσία· τον πλήρωσαν είκοσι χρυσές λίρες. Εν τω μεταξύ, οι χωροφύλακες ήταν στο χωριό· αφού έδιωξε τους άλλους δύο, που ήταν από την περιφέρεια της Κερασούντας, ο Σαπρή πέης λέγει στην μάνα μου:
- Που θα πάνε; εγώ θα τους βρω.
- Μακάρι να τους βρεις. Ο Θεός βοηθός είναι, τι να του έλεγε η μάνα μου, για να του δώσει θάρρος.
Την άλλη μέρα, πήρε ο Σαπρή πέης τους χωροφύλακες και τραβήξανε προς αναζήτηση των δραπετών.
Οδοιπορώντας, οι κυνηγημένοι πατριώτες, προς την Ρωσία κουράστηκαν και με την υπόδειξη του οδηγού κάθισαν να ξεκουραστούν για λίγο. Ήταν νύχτα και η ομίχλη κάλυπτε την περιοχή. Ξύπνησαν και συνέχισαν τον δρόμο τους. Είχε αρχίσει να χαράζει· το πρώτο φως άρχισε να φωτίζει τα σκοτεινά τους πρόσωπα. Τότε συνέβη και το ανέλπιστο· τότε αντιλήφθηκαν ότι το ένα το παιδί, ο δεκαοχτάχρονος Μήτρος, δεν ήταν μαζί τους. Τώρα, τι γίνεται; Ο Τούρκος οδηγός λέγει στον πατέρα του παιδιού:
- Εσύ πρέπει να γυρίσεις πίσω, για να βρεις το παιδί· εγώ αυτούς θα τους περάσω στη Ρωσία.
  Ο πατέρας του παιδιού αναγκαστικά έπρεπε να γυρίσει πίσω. Μπορούσε να αφήσει το παιδί του;

  Ο Σαπρή πέης, με τους δικούς του, είχε φύγει νωρίς το πρωί για να συλλάβει τους δραπέτες. Βράδιασε και τον είδαμε να επιστρέφει μέσα στο σκοτάδι. Δεν ήταν όμως μόνος. Κοιτάξαμε καλύτερα και είδαμε το παιδί, τον Μήτρο. Όταν τον είδαμε, οι καρδιές μας χτυπούσαν σαν το ρολόι. Κατέβηκαν από τα άλογα, τα βάλαμε στο στάβλο, και οι χωροφύλακες πήγαν στην κάμαρη να ξαποστάσουν. Ο πατέρας μου, κοιτάει στα μάτια τον Σαπρή πέη και του λέει:
- Το παιδί άφησέ το· ας πάει μαζί με τα παιδιά.
- Ας πάει, μήπως δεν έχω εμπιστοσύνη στον Παπαγιάννη;
  Με την πρώτη ευκαιρία, ρώτησε ο πατέρας μου τον Μήτρο:
- Μήπως τους είπες ότι σας βοηθήσαμε να φύγετε;
- Όχι νουνέ, απαντά το παιδί, μήπως τρελάθηκα; Τίποτα δεν τους είπα.
Την επόμενη μέρα τον πήγαν στην Νικόπολη και τον έβαλαν στη φυλακή.
  Μετά από μία εβδομάδα, κάποιος πήγε στο παράθυρο της φυλακής και ψιθύρισε:
- Ο Δημητρός Ταραλής ποιος είναι; Αύριο τον έχουν για κρεμάλα…
Εκείνη την νύχτα, από εκείνο το μικρό παράθυρο, ο Δημητρός δραπέτευσε, μιας και δεν είχε τίποτε να χάσει…

  Ήταν μεσάνυχτα· κάποιος χτυπά το παράθυρο μας, και φωνάζει:
- Νουνέ…νουνέ…
Τα χρόνια ήταν φοβερά και επικίνδυνα, ωστόσο ο πατέρας μου ξύπνησε, πήγε στο παράθυρο και ρώτησε:
- Ποιος είσαι;.
- Νουνέ.. Νουνέ… εγώ είμαι, άνοιξε.
Μετά άνοιξαν την πόρτα και είδαμε έκπληκτοι τον Δημητρό. Του λέει ο πατέρας μου:
- Βρε παιδί μου, πώς ήρθες, πώς τα κατάφερες και ήρθες;!
- Χθες το απόγευμα ήρθε ένα άτομο στο μικρό παράθυρο της φυλακής, και ψιθύρισε "ο Δημητρός ο Ταραλής ποιος είναι· αύριο τον έχουν για κρεμάλα’’, κι έτσι βγήκα από το παράθυρο και έφυγα". Όμως, όταν τον είχαν συλλάβει φορούσε ωραία ρούχα και τον ρώτησε ο πατέρας μου:
- Τι έγιναν τα ρούχα σου και φοράς κουρέλια;.
- Νουνέ, έτυχε την νύχτα να συναντήσω κάποιον άγνωστο και τα έδωσα σε κείνον και εγώ πήρα τα δικά του, τα κουρελιασμένα, για να μην με γνωρίσουν.

Αυτή η ιστορία είχε αίσιο τέλος, διότι παραδώσαμε τον Δημητρό στον πατέρα του, και έφυγαν για την Ρωσία.


Εκτοπισμοί και η μεγάλη πείνα

  

  Το Δεκέμβριο μήνα του 1916 έγιναν οι εξορίες, από όλη την περιφέρεια της Κερασούντας, της Σαμψούντας, της Τραπεζούντας. Επίσης, από την Ορντού, την Τρίπολη, την Πουλαντζάκη, και γενικότερα από όλες αυτές τις περιφέρειες, οι χριστιανοί υπέστησαν τρομερούς διωγμούς και εξορίες μέσα στο δριμύ ψύχος του χειμώνα.


  Σαράντα ημερόνυχτα τους υποχρέωναν να κάνουν τροχάδην. Οι Τούρκοι ήταν καβάλα στα άλογα και οι Έλληνες έτρεχαν πεζοί. Στη διαδρομή τους μαστίγωναν και τους ύβριζαν:
- Γέροι! Περπατάτε… τρέξτε, τους φώναζαν, εξαπολύοντας διάφορες βρισιές και βουρδουλιές. Άλλοι πάλι, τους χτυπούσαν με τους υποκόπανους.
  Οι πορείες πραγματοποιούνταν με το χιόνι να φθάνει στα δυόμιση μέτρα, διασχίζοντας υψηλά βουνά, το κρύο ήταν τσουχτερό και ο βούρδουλας συνέχεια ανεβοκατέβαινε στα τυραννισμένα και παγωμένα πρόσωπά τους, στα κεφάλια τους και όπου αλλού τύχαινε· και τους έλεγαν:
- Χηντζηρ κιαβουρλαρ τηνσηζ ημανσζη τετεηζ κελιωρ Σεβινηορσουνουζ γερούν κεραταλαρ ζιζι. Άπιστα γουρούνια, ούτε θρησκεία έχετε, ούτε πίστη. Γιατί δε χαίρεστε; Κερατάδες…
  Και συνέχεια τους χτυπούσαν και τους κορόιδευαν!

  Περνούσαν από τα δικά μας τα μέρη, τους βλέπαμε με τα μάτια μας, και τους πήγαιναν άλλους στην Νιξάριν, άλλους στην Τοχάτην, άλλους στο Εντρεάσην (Νεοκαισάρεια, Τοκάτη και Σούσεχρη, http://garasari.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html#more).
  Φυσικό, αναμενόμενο αλλά και προσδωκόμενο ήταν, ότι όταν έφθαναν στο τέλος της διαδρομής, από τα εκατό άτομα, που είχε κάποια ομάδα, έμεναν οι τριάντα πέντε. Ορισμένοι δε, από αυτούς τους πρόσφυγες, διέφυγαν και έμειναν στα χωριά μας.
  Βέβαια, όταν βρίσκεται σε κίνδυνο ο γείτονάς σου, κάποια στιγμή θα κινδυνέψεις κι εσύ. Έτσι συνέβη και σε μας· ήλθε και η σειρά μας. Η διαφορά ήταν ότι οι δικοί μας οι Τούρκοι, αυτοί που είχαν υψηλές θέσεις, μας υποστήριξαν και δεν μας εξόρισαν (εννοεί το Μουτεσαφίρη και άλλους προύχοντες της Νικοπόλεως, http://garasari.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html#more)· αυτό το καλό μας έκαναν. Όμως, ποιο το όφελος;

  Το 1917 άρχισε η μεγάλη πείνα. Εξ αρχής γράψαμε ότι οι πρόσφυγες της Τραπεζούντας, οι Λαζοί, δεν μας είχαν αφήσει, ούτε ζώα, ούτε σπόρους, τα πήραν όλα. Επομένως, χωρίς σπόρους, χωρίς ζώα, χωρίς τις πρώτες και απαραίτητες πηγές ζωής, άρχισε η πείνα κι έκανε την εμφάνισή του ο θάνατος….
Ο κόσμος πέθαινε· όσοι μπορούσαν να σταθούν στα πόδια τους, έπαιρναν μια κατσαρόλα και λίγο αλάτι, και ανέβαιναν στο βουνό, μάζευαν χόρτα, τα ζεμάτιζαν λίγο, έριχναν λίγο αλάτι και τα έτρωγαν.
Όσο περνούσε ο καιρός, η πείνα περίσσευε. Ο κόσμος άρχισε να τρώγει τις γάτες και τα σκυλιά· παλιά τσαρούχια, τα έβαζαν στην φωτιά, φούσκωναν, και μετά, κρατώντας τα με τα δυο χέρια, από τη μια μεριά, και με το στόμα από την άλλη τραβούσαν και κόβονταν κομμάτια τα οποία και έτρωγαν, κι ας ήταν σκληρά σαν ξύλο!
  Η κατάσταση όλο και χειροτέρευε. Η εξάντληση ήταν εμφανής και στην οικογένειά μας. Ήμασταν εννιά αδέλφια, οι τέσσερις ήμασταν κοντά στον πατέρα μου και στην μάνα μου.

   Κάποια μέρα, ο πατέρας μου απελπίσθηκε και λέγει στην μάνα μου:
- Να πάρω τον Αλέξανδρο και να πάω στο Σαρτσούκη· εκεί βρίσκεται ένα τάγμα του στρατού, θα πάω στον αξιωματικό να του γυρέψω τροφή (Όντως, στο διπλανό ρωμαίικο χωριό Ασαρτζούχ, εκείνη την περίοδο είχε την έδρα της μια στρατιωτική μονάδα μεταφορών και εφοδιασμού, http://garasari.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html#more).
Πήγαμε λοιπόν, στο γραφείο του, ο πατέρας μου κτύπησε την πόρτα, και αφού φώναξε κάποιος από μέσα «εμπρός», μπήκαμε μέσα. Μόλις είδε ο αξιωματικός τον πατέρα, σηκώθηκε και τον καλωσόρισε στα τουρκικά:
- Χος κελτήν παπάζ εφέντη, πούγιουρουμ, οτούρ: καλώς ήρθες, παπάζ εφέντη, πέρασε, κάθισε».
  Καθίσαμε και ρώτησε τον πατέρα:
- Πώς είσαι, πώς τα περνάς;
- Η κατάσταση, Τσεμάλ Πέη, είναι πολύ δύσκολη, υποφέρουμε από μεγάλη πείνα. Ήλθα να με βοηθήσεις· ό,τι σου βρίσκεται είναι ευπρόσδεκτο.
- Πόσα άτομα είστε;
- Τσεμάλ Πέη, είμαστε έξι άτομα.
- Να έρχεσαι κάθε δύο μέρες, να σου δίνω από έξι ταγίνια, κουραμάνες δηλαδή.

  Όμως η κάθε κουραμάνα ήταν σαν τη γροθιά μου και καλαμποκίσια, αλλά τι να κάνουμε, και ‘κείνο καλό ήταν, αναλόγως την περίσταση.
  Αυτό κράτησε μία εβδομάδα, διότι αυτός ο αξιωματικός, λόγω της φύσεως του επαγγέλματός του, μετατέθηκε κάπου μακριά. Οι ελπίδες μας κόπηκαν, κάθε μέρα ήταν και χειρότερα, η εξάντληση περίσσευε.
  Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου λέγει στην μάνα μου:
- Εσύ μείνε στο σπίτι με τον Γεώργιο και την Φωτεινή, κι εγώ ας πάρω την Χριστιανήν και τον Αλέξανδρον και ας πάω στην Νικόπολην. Στην πολιτεία μπορεί να βρω μια δυο οκάδες αλεύρι.
Από το χωριό μας στην Νικόπολην είναι, με τα πόδια, τρεις ώρες δρόμος.
  Ξεκινήσαμε εμείς οι τρεις, και σιγά σιγά βαδίζαμε. Κάναμε τον μισό δρόμο και η καημένη η αδελφούλα μου, δεν μπορούσε πλέον να συνεχίσει. Έμεινε κάτω στον χωματόδρομο. Τι θα κάναμε τώρα; Ούτε εμπρός ούτε πίσω μπορούσαμε να κάνουμε. Οπότε, λέγει ο πατέρας μου:
- Χριστιανή κορίτσι μου, εσύ μείνε εδώ κι εμείς ας πάμε στην Νικόπολη και στον γυρισμό σε παίρνουμε.
Εκείνη η καημένη, απάντησε με σιγανή φωνή:
- Πατέρα καλά…

  Ήταν μία κούκλα δέκα επτά χρονών.
  Εμένα με πήρε το παράπονο· άρχισα να κλαίγω· η καρδιά μου δεν άντεχε καθόλου.
- Μην κλαις παιδί μου, Αλέξανδρε, μου έλεγε ο πατέρας, στον γυρισμό θα την πάρουμε και θα πάμε στο σπίτι.
  Προχωρήσαμε λοιπόν, προς την Νικόπολη, όπου και τρέξαμε δεξιά, τρέξαμε αριστερά, ώσπου βρήκαμε τρεις οκάδες αλεύρι. Γυρνώντας και μέχρι να φτάσουμε στην αδελφούλα μου, ο ήλιος εβασίλεψε. Η καημένη η αδελφούλα μου ήταν ξαπλωμένη δίπλα στον δημόσιο· καθίσαμε κοντά της και ο πατέρας μου της είπε:
- Κορίτσι μου Χριστιανή, σ’ έφερα ψωμάκι να φας.
  Μια ψιλή φωνή βγήκε από το στόμα της:
- Πατέρα, δεν μπορώ να φάω…
  Την σηκώσαμε, την πιάσαμε, από την μια μεριά εγώ και από την άλλη ο πατέρας, και σιγά σιγά, φτάσαμε στο χωριό στις δώδεκα η ώρα, τα μεσάνυχτα. Έστρωσε η συγχωρεμένη η μάνα μου το κρεβάτι και βοήθησε την Χριστιανή να πλαγιάσει.
  Το πρωί, ο πατέρας σηκώθηκε νωρίς, σηκώθηκα κι εγώ μαζί του, για να πάει στην εκκλησία να κάνει το εωθινόν. Είπε ένα δυο τροπάρια και μία θεία μου του έφερε την δυσάρεστη είδηση:
- Η Χριστιανή πέθανε…
  Τι να κάνουμε, η ζωή λιγοστή ήταν. Σχολάσαμε από την εκκλησία και κατόπιν κάναμε την κηδεία.

    Στο χωριό μας ζούσαν εκατόν είκοσι οικογένειες. Η κάθε οικογένεια αποτελούνταν από δέκα και είκοσι άτομα. Εγώ ήμουν τότε δέκα χρονών. Κοίταζα το χωριό μας, όσο περνούσε ο καιρός έσβηνε, αγρίευε. Συνέχεια πέθαιναν από την πείνα, η εξάντληση ήταν μεγάλη· δεν υπήρχε τίποτα, ούτε σκυλιά έμειναν, ούτε γάτες, ούτε γαϊδούρια. Όμως, αυτά όσοι τα έφαγαν πέθαναν. Κανένας δεν έμεινε· όλοι πεινούσαν, όμως όλοι δεν τα τρώγανε· η καρδιά τους δεν το άντεχε. Παρόλη την μεγάλη εξάντληση, ο πατέρας ο συγχωρεμένος, την εκκλησία δεν την άφηνε. Ήταν φιλακόλουθος, λειτουργούσε συνέχεια κι εγώ πάντοτε πήγαινα μαζί του.
  Κάποιο πρωϊνό, πριν αρχίσει τήν Θεία Λειτουργία, τελώντας ακόμη την ακολουθία του όρθρου, είπε κάμποσα τροπάρια και ήλθε η σειρά να αναγνώσει το εωθινόν Ευαγγέλιο. Δύο σειρές είπε και μετά έπεσε, δεν άντεξε άλλο. Εγώ έκλαιγα, τσίριζα και έτρεξα στον ψάλτη, Γεώργιος Ταμουρίδης τ’ όνομά του, και του είπα:
- Πασά Γιωρίκα, ο πατέρας μου έπεσε…
  Αυτός έτρεξε στο Άγιο Βήμα, τον βοήθησα κι εγώ, και τον πήγαμε στο σπίτι. Τον βάλαμε στο κρεβάτι εξαντλημένο κι η μάνα μου, μου είπε:
- Αλέξανδρε, πήγαινε γρήγορα στου Χατζή Ηλία ή στον Κυριάκον (μάλλον εννοεί τον Κυριάκο Παπαδόπουλο, τον Χουπούτζ ή τον Κυριάκο Μεϊτενίδη, τον Κιοσκογέτα, http://garasari.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html#more), κοίταξε αν έχουν να σου δώσουν λίγο αλεύρι.
  Αυτοί ήταν οι πιο ευκατάστατοι του χωριού, όμως εκείνον τον καιρό όλοι βρίσκονταν σε δύσκολη κατάσταση, δεν υπήρχε κανείς πρωτοπόρος· αναγκαστικά όμως πήγα. Από τα δύο σπίτια, έφερα εκατό δράμια (τό δράμι είναι παλιά μονάδα βάρους· ισοδυναμεί με το ένα τετρακοσιοστό της οκάς) αλεύρι. Αυτό είχαν οι άνθρωποι, αυτό έδωσαν. Όταν τους είπα ότι ο πατέρας έπεσε κατά την ώρα που έλεγε το Ευαγγέλιο, δάκρυσαν και είπαν:
- Θεέ και Κύριε τι κακό πάθαμε...

  Την ίδια ημέρα που έπαθε αυτό το κακό ο πατέρας μου, κάποιος, ονόματι Σάββας, πήγαινε στο παζάρι. Στο δρόμο, αντάμωσε τον Τόμογλη τον ληστή· του είχαν δώσει αμνηστία και ασχολιόταν με το ζωεμπόριο. Έπαιρνε τα ζώα από την Νικόπολη, τα κατέβαζε στην Κερασούντα και τα έστελνε στην Κωνσταντινούπολη. Είπε λοιπόν, στον Σάββα:
- Να πας πολλούς χαιρετισμούς στον παπά μου, και να του πεις ότι μόλις τελειώσω την δουλειά μου, στον γυρισμό, θα περάσω να τον δω.
  Ο Σάββας του εξιστόρησε τα καθέκαστα σχετικά με τον πατέρα Ιωάννη, και ο Τόμογλης του απάντησε:
- Αφού έπαθε αυτό το κακό, δεν θα περάσω να τον δω για να μην τον ενοχλήσω. Μόνο θα σε παρακαλέσω, να του δώσεις το γραμματάκι που θα γράψω.
- Ευχαρίστως.
  Το βράδυ, κατά τις εννιά με δέκα, ήλθε ο Σάββας και τους παρέδωσε το γράμμα. Μας παράγγελνε ο Τόμογλης, να φύγουμε οικογενειακώς για την Κερασούντα. Έτσι και κάναμε.
 Ξεκινήσαμε το πρωί και το σπίτι το αφήσαμε στον Γεώργιον τον Ταμουρίδην, χωρίς να πάρουμε τίποτα.

  Σε τρεις μέρες κατεβήκαμε στην Κερασούντα. Διαμείναμε σε κάποιο σπίτι με ενοίκιο. Η Κερασούντα επειδή ήταν Σκάλα, εμπορικό λιμάνι, είχε μεγάλη εμπορική κίνηση. Αυτός ήταν ο λόγος ότι στην πόλη αυτή δεν υπήρξε τόσο μεγάλη πείνα. Έπειτα οι πλούσιοι έκαναν ορφανοτροφείο (Εννοεί το νεόκτιστο Ημιγυμνάσιο Κερασούντος, όπου οργανώθηκαν συσσίτια, http://garasari.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html#more)· μάζευαν τα ορφανά, μικρά και μεγάλα, παιδιά. Σε κάθε κολατσιό τούς έδιναν από μία φέτα ψωμί και ένα κουτάλι φαί και με εκείνο ζούσε ο κόσμος.

Σε αυτό το σπίτι, καθίσαμε ένα μήνα. Μία μέρα έγραψε ο πατέρας μου ένα γράμμα και μου παρήγγειλε να το δώσω στον Νεόφυτο (Εννοεί τον πρόκριτο Αριστοτέλη Νεοφύτου, http://garasari.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html#more). Έφθασα στο σπίτι του, στην πόρτα του οποίου υπήρχε ένα σχοινί· τραβούσες το σχοινί, χτυπούσε από μέσα ένα κουδούνι, και κατόπιν άνοιγε η πόρτα. Μου έκανε εντύπωση αυτό, καθώς δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Παρέδωσα το γράμμα στο Νεόφυτο, το κοίταξε και μου λέγει:
- Παιδάκι μου, να πας να το δώσεις στον Ιορδάνην τον Σουρμελήν.

   Ο Κερασούντιος Ιορδάνης Σουρμελής, ήταν μεγαλέμπορος και αρωγός των κατατρεγμένων Ελλήνων. Σε αυτά, τα δύσκολα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, προσέφερε και την καρδιά του, διοργανώνοντας συσσίτια, ιδρύοντας το Ορφανοτροφείο και λαμβάνοντας μέρος, όχι μόνο σε φιλανθρωπικές, αλλά και σε εθνικές κινήσεις (Εγκυκλοπαίδεια του Ποντιακού Ελληνισμού, τόμος 9, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΙΔΕΙΑ/ΜΑΛΛΙΑΡΗΣ-ΠΑΙΔΕΙΑ Α.Ε., σελ. 294).
Έτσι λοιπόν, ο μικρός Αλέξανδρος, με την ελπίδα να φτερουγίζει στην ψυχή και να δίδει ώθηση στα πόδια του, έσπευσε να βρει το σπίτι του ευεργέτη του.
Γράφει ο ίδιος:
  Μετά πήγα στο σπίτι του Σουρμελή, ο ίδιος όμως έλειπε. Με υποδέχτηκαν δυο νεαρές γυναίκες· ήταν ντυμένες από πάνω έως κάτω με ολομέταξα φορέματα. Με διαβεβαίωσαν ότι θα δώσουν το γράμμα στον Ιορδάνην τον Σουρμελήν κι έφυγα. Τι έγραφε αυτό το γράμμα, δεν ξέρω.
Μετά από δύο μέρες, ανταμώσαμε στο Σοχάχ-παση, τον Ιωάννην Πασμαχτσή. Ήταν γνωστός μας· χαιρέτισε τον πατέρα μου και άρχισαν την κουβέντα:
- Παπαγιάννη, τι γράμμα ήταν εκείνο που έστειλες. Όταν το διαβάσαμε νιώσαμε μεγάλη συγκίνηση. Όλοι δάκρυσαν.
Τελικά παρήγγειλαν στον πατέρα μου να πάει στο γραφείο για να συναντηθεί με την επιτροπή του Ορφανοτροφείου. Όπου πήγαινε ο πατέρας, έπαιρνε και μένα μαζί του. Η επιτροπή πρότεινε να τον τοποθετήσουν στο ορφανοτροφείο, ως ιερέα και διαχειριστή, για να γλυτώσει έτσι και η οικογένειά μας. Ο πατέρας μου δέχτηκε.
  Ήταν μια καλή περίοδος. Γλυτώσαμε από τον θάνατο και περάσαμε καλά. Το ορφανοτροφείο βρίσκονταν στο κέντρο του Σοχάχ-παση. Ένα πρωί λοιπόν, καθώς έπαιζα εκεί, την ημέρα του Αγίου Παύλου, παρατήρησα δυο νεαρούς, ντυμένους με τα καλά τους τα κουστούμια, να πηγαίνουν προς το Σάι-ταση. Άρχισα να τους παρακολουθώ· στα χέρια τους κρατούσαν από ένα πιστόλι και από ένα δίστομο μαχαίρι.
  Συνέχισα να τους ακολουθώ· φθάσανε στον συνοικισμό του Σάι-ταση και μπήκαν στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος. Εκείνη την ώρα έντυναν τον Δεσπότη με τα άμφιά του, τον οποίο και πυροβόλησαν οι δυο νεαροί για να τον σκοτώσουν μέσα στην εκκλησία! (Ήταν ο Μητροπολίτης Χαλδίας και Κερασούντος, Λαυρέντιος Παπαδόπουλος - Χαριτάντης και ο λόγος της απόπειρας ήταν η διχόνοια που είχε προκύψει για το μέλλον του Πόντου, http://garasari.blogspot.gr/2015/06/blog-post.html#more) Ο κόσμος από τον πανικό που προκλήθηκε, ανακατεύτηκε σαν κουβάρι και αμέσως ειδοποιήθηκαν οι αρχές.
   Δήμαρχος της Κερασούντας ήταν τότε ο Τοπάλ Οσμάνης, ο οποίος κατέφθασε στην εκκλησία, συνέλαβε τους νεαρούς και τους οδήγησε στο κρατητήριο. Αυτός λέγονταν Σάββας Κιρτηνλής.
  Ο Δεσπότης, μετά την αποτυχημένη απόπειρα, δεν έμεινε στην Κερασούντα. Ο Τοπάλ Οσμάν ξεπροβόδισε στο πλοίο τον Δεσπότη, τον αποχαιρέτησε και ο Δεσπότης του ευχήθηκε. Αυτό εγινε το 1919.

  Η Κερασούντα είχε χωριστεί σε δύο κόμματα, το ένα με επικεφαλής τον Μαυρίδη (πρόκειται για τον Μιχαήλ Μαυρίδη, ο οποίος ήταν μεγαλοκτηματίας και εξαγωγέας φουντουκιών, ο οποίος ήταν αντίθετος με τον Δεσπότη και το άλλο με επικεφαλής τον Χατζη-πάνο (πρόκειται για τον Χατζή- Παναγιώτη Συμεωνίδη, ο οποίος είχε εργοστάσιο βυρσοδεψίας,  που ήταν υπέρ του.
Μία ημέρα ο Χατζη-Πάνος λέγει στον πατέρα μου:
- Παπα-Γιάννη, έλα να σε βάλω αντιπρόσωπο του Δεσπότη.
- Εγώ είμαι ξένος παπάς, δεν ανακατεύομαι σε τέτοια.

.............................

Σελιδομετρητής επισκέψεων

Σελιδομετρητής

Web Hits

O ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ

 Λόγω του όγκου της ύλης, υπήρχαν προβλήματα διαχ/σης της μνήμης από το Η/Υ. Για το λόγο αυτό η σελίδα χωρίστηκε σε 2 μέρη. 
  Στο Β' μέρος υπάρχουν τα θέματα: (ΣΕΛΙΔΕΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ) - (ΑΣΧΟΛΙΕΣ) - (ΠΡΟΣΩΠΑ) - (ΕΝΤΥΠΑ).  
  Πατήστε εδώ για το Β' ΜΕΡΟΣ

ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ

    Για την πιο εύκολη αναζήτηση  προσώπων που έζησαν στον τόπο μας με αλφαβητική σειρά.

Αγγελίδης Σταύρ./Αδαμίδης Μ./Αχμέτ Σιαμπάν

Βαλασιάδης Θ./Βασιλειάδης Ηλίας/Βογδανίδης Ι. / Βραδέλης Κ.

Γιαννόπουλος Η./Γιουφτσιάδης Κ./Γουναροπούλου Βεν./

Εξηντάρης Θεολόγος/Ευσταθόπουλος Νικ./ Ευσταθόπουλος Καλ./

Ζαμπογιάννης Θεοδ./

Καραλέξης Σ/Καραμουσαλίδης  Χρ./Καφετζής Α./  Καραβασίλης Βασ/ Κεραμυδάς Γ/Κεχαγιάς Άγγελος/ Κιασήφ Μεμέτ/Κιρκινέζης Ιωάν/Κουσίδης Νικ./ Κυριαζίδης Βασ./

Μπεκιαρίδης Γ./Μπερμπέρ Μεμ/

Λιπορδέζης Γ./

Μαλλίδης Δημ./Μαυρίδης Χαρ./Μπακιρτζής Δημ./  Μπακιρτζής Φωκίων/Μπεκίρ Χουσεΐν/

Νάνος Αλέξιος/

Ουρεϊλίδης Ι./Ουστά Αλή Μουστ/

Παγώνης Κ/Παπαδόπουλος Μιχ./Πάππος Δημήτριος/ Πασχαλιδής Κων./Παυλίδης Ιωάννης/Πέτρογλου Ι./  Πίνιος Ι./Ποάλας Κ./Ποτουρίδης Γαβ./Πρασίδης Αθ.

Ρεφειάδης Παναγ/ Ρούφος Αντ/ Ρωμαΐδης Θωμάς/

Σιδεράς ΓεώργιοςΣκαμνός Χρ/ Σκοπιανός Δημ./ Σταυρίδης Αλεξ./

Τσανίδης Στ./Τραμπίδης Πασχ./ Τσιάκος Θ./

Χαρισιάδης Παν./ Χασάν Αλή Γκ./ Χαφούζ Αλή Μεχ


ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ


ΔΗΜΑΡΧΟΙ ΣΑΠΩΝ

Καραθανάσης Δημήτριος - Τσιτσώνης Χρήσ.


ΜΕΤΟΝΟΜΑΣΙΑ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΡΟΔΟΠΗΣ

============================

ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΙΚΙΣΜΟΥΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ

-ΑΕΤΟΚΟΡΥΦΗ/ΑΕΤΟΛΟΦΟΣ

-ΑΜΦΙΑ/ΑΡΑΤΟΣ/ΑΡΙΣΒΗ

-ΑΡΣΑΚΕΙΟ/ΑΣΚΗΤΕΣ

-ΔΙΩΝΗ/ΣΤΡΥΜΗ

-ΕΒΡΕΝΟΣ/ΙΑΣΙΟ

-ΚΑΣΣΙΤΕΡΕΣ/ΚΙΖΑΡΙ

-ΚΡΩΒΥΛΗ/ΛΟΦΑΡΙΟ

-ΛΥΚΕΙΟ/ΝΕΑ ΣΑΝΤΑ

-ΠΡΩΤΑΤΟ/ΧΑΜΗΛΟ

-ΣΑΠΕΣ

Κάλεσμα για συνεργασία

Όσοι από εσάς, που διαβάζετε αυτές τις γραμμές και έχετε στη διάθεσή σας πληροφοριακό ή φωτογραφικό υλικό, μπορείτε να μου το στείλετε για να δημοσιευτεί με τα στοιχεία που εσείς επιθυμείτε...
Αυτό μπορεί να γίνει με τους εξής τρόπους:
Στο όνομα Γιώργος Κεραμυδάς.
Ταχυδρομικά: Δαβάκη 2 - 
Αλεξ/πολη. Τ.Κ. 68100
Τηλεφωνικά:
 2551020230 - 6976233934

Ηλεκτρονικά: 
geokeram@gmail.com