Ο Θεόδωρος Ζαμπογιάννης γεννήθηκε στην Αλεξανδρούπολη (ο ίδιος αναφέρει ως Ντεντέ Αγάτς, στις 20-02-1953 μ.Χ.). Αλλά ο τόπος όπου έζησε και μεγάλωσε με την οικογένειά του ήταν οι Σάπες. Μετά πέρασε στην Κομοτηνή, Θεσσαλονίκη, Αλεξ/πολη και το Φανό Παιονίας Κιλκίς. Σήμερα ζεί στο Σχηματάρι Βοιωτίας. Είναι γιατρός και συχνά δημοσιεύει κείμενά του, ιδίως ποιητικά σε περιοδικά και εφημερίδες. Το 2008 κυκλοφόρησε "τα προσφυγικά" και στο "κατώφλι της ποίησης". Επίσης έχω στα χέρια μου την ποιητική συλλογή του: "Επικηρυγμένοι Ιχνηλάτες " - έκδοση ΚΑΤΣΑΝΟΣ-1985.
Ο Θ. Ζ. είναι δύο χρόνια μικρότερος από εμένα. Τον θυμάμαι παιδί στις Σάπες, γιατί το σπίτι του δεν ήταν μακριά από το δικό μου. Καθόταν στην οδό Μπακάλμπαση. Το οίκημα αυτό δεν υπάρχει σήμερα αγοράστηκε από μουσουλμάνο γιατρό, ο οποίος έχτισε μια νέα σύγχρονη κατοικία και ιατρείο. Το 1962 με την οικογένειά του έφυγαν από τις Σάπες, αλλά όπως αποδεικνύεται δεν ξέχασε τη γενέτειρά του και τις ρίζες της καταγωγής του. Φρόντισε να αποτυπώσει γραπτά τις σκέψεις και τις ανησυχίες του με ποιητικό τρόπο, κάτι που δεν είναι και τόσο εύκολο!
Σάπες: Οικία Μιχαήλ Θ. Ζαμπογιάννη όπως ήταν το 1988. Το οικόπεδο αγοράστηκε από τον ίδιο και το κτίσιμό του άρχισε πριν από τον πόλεμο το '40. Ήταν η πρώτη οικοδομή που έγινε με μπετόν αρμέ (τσιμέντο και σίδερο). Στην αρχή ολοκληρώθηκε μόνο το ισόγειο και σταμάτησε λόγω του πολέμου. Συνεχίστηκε μετά την απελευθέρωση και ολοκληρώθηκε περίπου το 1957. Κάτω ήταν το σησαμελαιοτριβείο (γιαχανάς) του Μιχάλη. Αργότερα ο χώρος νοικιάστηκε σε άλλους πολίτες και χρησιμοποιήθηκε πότε ως φούρνος και πότε ως σφαιριστήρια και τόπος αναψυχής των νέων. Το κτίσμα αργότερα πωλήθηκε σε εργάτη που ήρθε από τη Γερμανία και αυτός μετά από λίγα χρόνια το μεταπώλησε σε μουσουλμάνο και έχει τη μορφή που βλέπουμε στην παρακάτω φωτογραφία.
Σάπες - Σεπτέμβριος 1956: Η παραπάνω φωτογραφία υπάρχει στο βιβλίο-ποιητική συλλογή "Τα προσφυγικά" του Θ. Ζαμπογιάννη (σελίδα 38), όπου σημειώνονται τα εξής: Καταλλαγή(;) Σεπτέμβριος 1956. Πρώτη γενιά προσφύγων. Ο ποιητής και η πρωτοξαδέρφη του Φεβρωνία (Νίτσα) Σκοπιανού στη νέα πατρίδα, τριάντα τέσσερα χρόνια μετά.
Σάπες 1957: Αποκριές στις Σάπες. Και οι δυο φωτογραφίες είναι τραβηγμένες την ίδια μέρα. Ο μικρός Θεόδωρος, ντυμένος πιερότος με την αδερφή του Σταματία κι αυτή ντυμένη καρναβάλι με ένα γνήσιο ηπειρώτικο παραδοσιακό φόρεμα της γιαγιάς Σταματίας κι έναν τσεβρέ επίσης ηλικίας πολλών χρόνων!
Στην πρώτη φωτογραφία αξίζει να παρατηρήσετε το φόντο της. Είναι τραβηγμένη στο μικρό παράλληλο δρόμο με τον κεντρικό που οδηγεί στην εκκλησία (φαίνεται στο βάθος). Δείτε πόσα λίγα σπίτια υπάρχουν! Το κεντρικό που φαίνεται είναι του Νίκου Τζανίδη που είχε το κρεοπωλείο. Στη δεύτερη φωτογραφία το οίκημα που βλέπουμε με τα τούβλα και την πέτρα ήταν τότε το ταχυδρομείο Σαπών (δείτε εδώ 6η φωτογραφία). Και μια πληροφορία... διευθυντής ήταν κάποιος Γαβριηλίδης, όπως το θυμάται ο Θεόδωρος.
Πόσο μικρός είναι ο κόσμος! Ψάχνοντας σ' ένα παλιό μου αρχείο βρήκα το Ενδεικτικό του Θεόδωρου Ζαμπογιάννη, όταν ήταν 7 ετών και τελείωσε την Α' τάξη με βαθμό Άριστα (10), στις 19 Ιουνίου 1960. Επειδή είμαι σίγουρος ότι ο ίδιος αγνοεί την ύπαρξη αυτού του Ενδεικτικού του το αφιερώνω και όταν τον δω θα του το χαρίσω.
2012: Καλοκαίρι στα Δίκελλα. Για πρώτη φορά συναντήθηκα με το Θεόδωρο Ζαμπογιάννη. Και γράφω για πρώτη φορά, γιατί αν και καταγόμαστε από το ίδιο μέρος, αν και πηγαίναμε μαζί στο ίδιο Δημοτικό Σχολείο, όχι στην ίδια τάξη, αν και ήμασταν γείτονες τη δεκαετία του '50 στις Σάπες, ποτέ δεν είχαμε μιλήσει και ποτέ δε συναντηθήκαμε πουθενά. Όμως τελικά με αφορμή τις Σάπες και την ιστοσελία αυτή, μιλήσαμε στο τηλέφωνο πολλές φορές και το καλοκαίρι συναντηθήκαμε και γνωριστήκαμε. Μπορώ να πω ότι βρήκα πολλά κοινά στοιχεία και ενδιαφέροντα με το Θεόδωρο. Εκείνο που μας ξεχωρίζει είναι ότι πρόκειται για ένα ανήσυχο πνεύμα, έναν οδοιπόρο και ταξιδευτή. Οι τρεις φορές που συναντηθήκαμε ήταν γεμάτες με αναμνήσεις από τα παλιά εκείνα παιδικά μας χρόνια στις Σάπες...
----------
Ο γιατρός Θεόδωρος Μ. Ζαμπογιάννης, που είναι σήμερα γιατρός στο Σχηματάρι Βοιωτίας, κοντά στο αεροδρόμιο της Τανάγρας, μου έστειλε ένα φωτοτυπημένο προσχέδιο του βιβλίου. Είναι μια ποιητική συλλογή με ποιήματα εμπνευσμένα από την προσφυγιά. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η ζωντανή ποίηση των θεμάτων, λες κι ο ίδιος έζησε τα θλιβερά εκείνα γεγονότα. Κι όμως απλά, τα άκουγε, όταν ήταν μικρό παιδί! Μαζί με το βιβλίο του μου έστειλε και το παρακάτω γράμμα:
[ Παρασκευή 10.02.2012
Φίλε Γιώργο Κεραμυδά Δικαιωματικά σου ανήκει ένα από τα δέκα φωτοαντίγραφα “των προσφυγικών” γιατί έκανες και κάνεις δουλειά για να κρατήσεις ζωντανές τις ρίζες της γεννέτειράς μας. Ακούω για σένα. Για την όμορφη τρέλα. Ακούω και θυμάμαι. Συγκινούμαι με τις πλούσιες πολιτιστικές και πολιτισμικές ζώσες εικόνες που μας χάρισε ο τόπος μας στα παιδικά μας χρόνια με την πλούσια πρόσφατη ιστορία του και όχι μόνο και χαίρομαι για σένα. Και λέω “εύγε το παιδί”, γιατί παιδί σε θυμάμαι με κοντά παντελόνια, στο γωνιακό μαγαζί του πατέρα σου με τις ξύλινες τζαμαρίες, εκεί παραδίπλα στο Παλλάδιο, στον πλάτανο και το πηγάδι. Τότε, που κάπου εκεί τελείωνε η άσφαλτος του κεντρικού δρόμου, κάπου στο περίπτερο του ανάπηρου. Έφυγα από το Σιαπτσί το καλοκαίρι του 1962. Ήμουν 10 χρονών.
Θεόδωρος Μ. Ζαμπογιάννης. ]
Στα "Προσφυγικά" έχει ένα συγκλονιστικό πρόλογο από το δράμα των προσφύγων της Μικράς Ασίας. Πρόλογος με μαρτυρίες από πρώτο χέρι, αληθινές, χωρίς υποκειμενικές παρεμβάσεις. Ο Ζαμπογιάννης μεγαλωμένος με τέτοιες εμπειρίες βρίσκεται αντιμέτωπος του πολέμου και υπέρμαχος της Ειρήνης. ...Το βιβλίο θα το προσδιόριζα σαν ποιητική ιστορία, εφού μετα-ποιεί γεγονότα σε έντεχνο λόγο. Ο Θ.Ζ. αποφεύγει τις πεζολογίες που συνήθως χαμηλώνουν την ουσία των μηνυμάτων. (απόσπασμα από την έκδοση "Πνευματική Ζωή"-Γενάρης 2009).
Να τι γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου.
ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ "ΤΑ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ"
ΤΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΜΙΧ. ΖΑΜΠΟΓΙΑΝΝΗ
Η προσφυγιά παντού και πάντοτε είναι ίδια. Δεν γνωρίζει έθνος, φύλο, φυλή, χρώμα και αιώνα. Ακούσια, απρογραμμάτιστη, βεβιασμένη ξενητειά, δρόμος χωρίς επιστροφή είναι η προσφυγιά. Γι’ αυτό παντού και πάντα κλείνει στην καρδιά της τον νόστο.
«Καλή Πατρίδα» έλεγαν, σα σήκωναν το ποτήρι να πιουν νερό, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες του είκοσι-δυό. Αιολείς, Ίωνες, Θράκες, Καππαδόκες, Πόντιοι...ακόμη και μέχρι τη δεκαετία του εβδομήντα (1970) οι γέροντες πίναν νερό και πίστευαν στο γυρισμό. Όλοι αυτοί οι άμεσα πρόσφυγες πέθαναν με τον καημό της επιστροφής.
Δεν είναι εύκολο (μάλλον αδύνατο) σε ένα πρόσφυγα πρώτης γενιάς να ξερριζώσει τις τραυματικές βιωματικές εμπειρίες του, όταν έχει ανδρωθεί μέσα στον κύκλο των άμεσα προσφύγων.
Μπροστά στα μάτια της 'σφάξαν οι Τούρκοι τον άντρα της γιαγιάς της Σμαραγδής (Σμαραγδή Μπακιρτζή-Βαφειάδου, αδελφή της γιαγιάς μου της Φεβρωνίας Μπακιρτζή-Αμπατζή). Το ίδιο και της γιαγιάς της Δάφνης (Δάφνη Αχμακίδου, αδελφή του παππού μου του Πέτρου Αμπατζή). Τον παππού μου τον έσφαξε ο παραγιός του ο Μπαϊαντίν, ο Κούρδος, το ορφανό που μάζεψε και ανάσταινε.
Δεν μου τά ‘λέγαν για να μου τα πουν. Βγαίναν μόνα τους. Μέσα στην κάψα του καλοκαιριού, συνήθως. Όταν μαζεύονταν στις αυλές. Εκεί πέρα στο μακρινό Σιαπτσί (Σάππες Ροδόπης), που τις ξέβρασε η μοίρα.
Ανοίγαν τα μαύρα μαντήλια, που μόνιμα σκέπαζαν τα κεφάλια τους. Τ’ ανοίγαν να πάρουν αέρα. Τα πέταγαν στους ώμους. Σκούπιζαν τον ιδρώτα και στο τέλος τα δάκρυα, πριν τα σφιχτοδέσουν πάλι.
Άνδρες δεν υπήρχαν. Εμένα δεν με λογάριαζαν. Ήμουν μικρό παιδάκι. Καθόμουν πάντα ήσυχα σε μια γωνιά και άκουγα. Δεν ενοχλούσα. Δεν υπήρχα. Δεν είχα και φίλους να παίξω. Έτσι η μάνα μου μ’ έπαιρνε πάντα σ’ αυτές τις περίεργες επισκέψεις. Συνήθως πηγαίναμε στη θεία Ελένη, την Φωκίναινα, που ‘κανε δέκα παιδιά. Ο άντρας της, ο Φωκίων Μπακιρτζής (αδελφός της γιαγιάς μου), ήταν ο μόνος μαζί με τον μπάρμπα Αντρέα που δραπέτευσαν και γλίτωσαν από τη σφαγή της Βήγας (Biga) Όμως κι αυτούς δεν τους γνώρισα. Πέθαναν πριν γεννηθώ.
Δεν γνώρισα παππούδες. Μόνο γιαγιάδες. Τις μέτραγα. Μια, δυο, τέσσερες και μια η βλάχα, η μάνα του πατέρα μου, πέντε. «Δυο γιαγιάδες έχεις. Τη Φεβρωνία και την Σταματία». Προσπαθούσε η μάνα μου να μου δώσει να καταλάβω. (Να καταλάβω τι; Το αίμα που, άθελα, μου μυρίζει ακόμα;).
Είναι βιώματα που όσο μελάνι και να χύσω δεν θα μπορέσω ποτέ να τα ζωγραφίσω. Εκείνη την καταραμένη φτώχεια μα και την αρχοντιά συνάμα, την νοικοκυροσύνη και την αξιοπρέπεια. Δεν είχαν τίποτα. Μήτε συντάξεις, μήτε ιατροφαρμακευτικές περιθάλψεις. Και όμως, έζησαν χωρίς ποτέ να καταδεχθούν την παραμικρή ελεημοσύνη. Μαυροφορεμένες τραγικές φιγούρες που κανένας Αισχύλος ποτέ του δεν φαντάστηκε. (Εκεί που σταματάει η φαντασία αρχίζει της προσφυγιάς η τραγωδία). Κι είχα τη μεγάλη ευλογία να βλαστήσω μέσα σ’ αυτή τη μοναδική τραγωδία.
Όσο κι αν θέλησα μετά να ξεχάσω, δεν τα κατάφερα. Όσο κι αν έζησα και ζω σ’ άλλους κόσμους, δεν μπορώ να ξεχάσω. Κι ήρθε η ώρα και βγήκαν «τα προσφυγικά». Έτσι στα καλά καθούμενα. Ανάκατα, χωρίς σειρά.
Δεν είναι Ερινύες που με κυνηγούν. Είναι μαυροφορεμένοι άγγελοι που μ’ αγκαλιάζουν και μ’ αγαπούν. Χαροκαμένες φιγούρες, σοβαρές, ταλαίπωρες. Βασάνια. Γλυκά βασάνια. Θεοφοβούμενα. Θεοσεβούμενα. Θεοστεκούμενα.
Άκουσα πολλές φορές τις ιστορίες τους. Του καθένα χωριστά. Κι είναι σαν να ξέρω τη Βήγα από παλιά. Σαν να γεννήθηκα και εγώ σ’ αυτόν τον τόπο.
Όταν την επισκέφθηκα το 2000 μου ήταν γνώριμη κι ας πάταγα για πρώτη φορά. «Να το σιντριβάνι. Αυτό πρέπει να ‘ναι το διοικητήριο. Πάμε πιoπάνω. Εκεί είναι ο Ρουμ-μαχαλάς».
Πάλι καλοκαίρι ήταν. Ένας γεροντάκος εργάτης καθάριζε κάποια θεμέλια. «Ρώτα τον τί ήταν εδώ», είπα στον ξεναγό. «Εκκλησία» είπε ο σταφιδιασμένος εργάτης με μια λάμψη χαράς στα μάτια, που ίσως μόνον εγώ να είδα. Ακριβώς απέναντι στεκόταν το παρθεναγωγείο. Πανέμορφοι πέτρινοι τοίχοι με τις περίτεχνες βαριές σιδεριές στα παράθυρα. Μέσα του, γύρω του, παντού είχαν φουντώσει συκιές. Μεγαλόπρεπο ερείπιο. Φάντασμα του νωπού παρελθόντος.
Εδώ ήταν που είχαν συγκεντρώσει τους πατριώτες, όσοι γλίτωσαν από το πρώτο κύμα...Ο μπαρμπα-Αντρέας μέσα στην αναμπουμπούλα κρύφτηκε στο καμπαναριό. Μετά τους πήγαν στο διοικητήριο, λίγο πιο κάτω. Τους βασάνιζαν. Κλαίγαν και παρακαλούσαν, οι έρμοι. Φιλήσυχοι νοικοκυραίοι. Τους ακούγαν. Μια γκαστρωμένη Τουρκάλα εκεί κοντά δεν άντεξε. Απέβαλε η φουκαριάρα. Ένας Τούρκος γέροντας δεν άντεξε τις γοερές κραυγές, ίσως είχε την καρδιά του, πέθανε. Ώσπου πήγαν κάποιοι στο διοικητή και του ‘παν: «Δεν αντέχουμε άλλο ν’ ακούμε. Το και το. Συχωριανοί μας είναι. Πάρ’ τους από ‘δω να μην ακούμε. Πάρ’ τους. Κάν’ τους ό,τι θέλεις. Να μη βλέπουμε. Μακριά από εμάς».
Την τρίτη μέρα τους πήγαν έξω από την κωμόπολη, κάτω στο ποτάμι. Τους είχαν δεμένους πισθάγκωνα δυο - δυο. «Αυτοί δεν έχουν καλό σκοπό. Θα μας σφάξουν» είπε ο Φωκίων το σούρουπο. «Να λυθούμε. Να δραπετεύσουμε». «Έλα, μπρε, τί θα μας κάνουν. Μπόρα είναι, θα περάσει. Θα πάμε στα σπίτια μας». «Εσένα Φωκίων, δεν σε στείλανε στα τάγματα εργασίας; Δεν έφτασες μέχρι το Χαλέπι; Δεν γύρισες με την Ελένη; Μας έφερες και νύφη. Θα τους δώσουμε παράδες, θα γλιτώσουμε». Ο Φωκίων λύθηκε, δραπέτευσε, γλίτωσε.
Την άλλη μέρα εκεί στα φλύαρα καβάκια (λεύκες) του Γρανικού ποταμού, δίπλα στο γεφύρι, τους έσφαξαν όλους.
Καλοκαίρι
ήταν του χίλια εννιακόσια είκοσι δύο. Καλοκαίρι πάλι του δύο χιλιάδες
οχτώ. Αύριο θα πάρω την ωραία μου γυναίκα να πάω διακοπές σε μέρος
‘ξωτικό. Μας περιμένει μια βίλα πάνω στον γιαλό. Θεωρητικά αυτή τη
στιγμή, ώρα βραδινή, έπρεπε να φτιάχνω τις αποσκευές μου. Πρακτικά γράφω
αυτές τις αράδες. Δεν ξέρω το γιατί. Ίσως είναι μια οφειλή. Ένα χρέος
που πρέπει να βγει. Μια υποχρέωση σ’ όλον εκείνο τον τραγικό χορό των
μαυροφορεμένων αγγέλων που μ’ ακολουθεί. Σχηματάρι, Τρίτη 29.07.2008 μ.Χ.
ΥΓ.
Τώρα δα 08-08-2008, Παρασκευή και ώρα εσπερινή, έδωσα μια απάντηση
γιατί μου βγήκαν «τα προσφυγικά». Τώρα, αυτή τη στιγμή που βλέπω στην
τηλεόραση ταυτόχρονα με την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων στο Πεκίνο και
την έναρξη του πολέμου στην Οσετία (Γεωργία). Τώρα που, ξαφνικά και από
το πουθενά, ήρθαν πάλι τριγύρω μου οι μαυροφορεμένοι αγγέλοι μου· οι
προσφυγοπούλες. Πώς να μη ραγίζεται η καρδιά μου, όταν οι πόλεμοι στον
ευλογημένο πλανήτη μας δεν σταμάτησαν και δεν σταματούν; Πώς να
σταματήσω τους μαυροφορεμένους αγγέλους μου που ξεπηδούν σε κάθε
ράγισμα; Πώς να ξεχάσω, όταν οι πόλεμοι ευδοκιμούν; Πώς να ξεχάσω την
προσφυγιά που κάθε τόσο παράγεται άφθονα και παστρικά;
Μπορώ.
Ναι. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Μπορώ να ξεχάσω. Μόνο όταν έρθει η ειρήνη
σ’ αυτόν τον πλανήτη. Η ειρήνη θέλει αγάπη. Η αγάπη είναι θυσία.
Δίνεις. Συνέχεια δίνεις. Μόνο δίνεις. Δίνεις στον άγνωστο. Ποιός απ’
όλους εμάς δίνει; Και τί έδωσα εγώ που τα λέω όλα αυτά; Μήπως έδωσα
τίποτα;
Πατρίδα μακρινή
Σ' άναστρης νύχτας φως, χωρίς φεγγάρι, μοναχός,
τον δρόμο τραβώ, στη μοναξιά μου περπατώ,
τες θύμισες σκαλίζω για να σε συναντήσω,
γλυκιά Πατρίδα μακρινή, αγάπη μου παντοτινή.
Kαλή Πατρίδα
Χιλιάδων χρόνων ιστορία, γιαγιά Φεβρωνία.
Τρεις χιλιάδες χρόνια μόνο
τα χαραγμένα στο χνάρι του χρόνου
πάνω στις λαξευμένες πέτρες της Τρωάδας,
στο ταλαίπωρο μέταλλο των νομισμάτων,
στο παιχνίδι του έγγονα,
στο χορό και το τραγούδι των πατριωτών,
στο μεταξωτό μαντήλι των κοριτσιών,
στη σιωπή των λουλουδιών του πανάρχαιου τάφου.
Πώς να τα μαζέψεις μέσα σ’ ένα μπόγο;
Τί πρώτα να μαζέψεις μεσ’ στο βουητό του ξερριζωμού;
Δεν μάζεψες τίποτα, γιαγιά Φεβρωνία.
Τ' άφησες εκεί.
‘Κείνη τη μέρα την καλοκαιριάτικη, την ερωτική.
Δεν είχες μάτια να ‘δεις εκείνο το πρωινό τον διψασμένο βασιλικό στο παραθύρι, την σβησμένη φλόγα στο καντήλι, το χάδι του ήλιου στα γλυκά χρώματα του κήπου.
Ακριβώς ο ήλιος όταν έβγαινε πάνω από τη Βήγα, ήρθαν πρώτα στο σπίτι της θειάς της Σμαραγδής πέντ’ έξι άτακτοι με τσαπράζια.
Ανάμεσά τους η Δέσποινα αναγνώρισε τον Μπάΐαντίν, το ορφανό που μαζέψατε στο σπιτικό σας για παραγιό κι έτρωγε κι έπινε. Ήταν Κούρδος.
«Στην άκρη γκιαούρ», ούρλιαξε,
«σεισμός να γίνει, ο Θεός να κατεβεί,
τίποτε δεν σας σώζει αυτή τη στιγμή».
Πήραν μαζί τους τον Αμπατζή Πέτρο, τον άντρα σου και πιο κάτω πέταξαν το κεφάλι του στο σκαλάκι του εμποροραφείου του.
Άρπαξες τότε τις τέσσερες κόρες σου και βρέθηκες μέσα σ’ ένα σαπιοκάικο, που σας έβγαλε στο Ντεντέ Αγάτς.
Εκεί σας τάισαν και σας πότισαν τρεις μέρες.
«Κάθε μέρα που περνάει
πρέπει να ξεχνάτε και χίλια χρόνια
από τον χορό της ιστορίας», είπαν το πρώτο πρωινό.
Ήταν μαζί σου πολλοί συγγενείς και πατριώτες.
Πολλά θηλυκά, λιγοστά αρσενικά.
Δεν τους πιστέψατε.
«Καλή Πατρίδα», λέγατε,
κάθε φορά που σηκώνατε το ποτήρι.
Την τέταρτη μέρα
σας φόρτωσαν σε βοϊδάμαξες
και σας πέταξαν στο Σιαπτσί.
Εκεί σε χώσανε σ’ ένα χαμόσπιτο.
Σου δώσανε ένα βόδι να οργώνεις τη μεγάλη αυλή
και σου βάλανε στο χέρι λίγα χρήματα να βγάλεις τον χειμώνα.
«Αυτή είναι η νέα σας πατρίδα», είπαν’ και φύγαν’.
Δεν τους πίστεψες.
Πέρασαν πολλοί χειμώνες.
«Καλή Πατρίδα», λέγατε, όλοι οι πατριώτες,
κάθε φορά που σηκώνατε το ποτήρι.
Και στην Πατρίδα ο βασιλικός μαράθηκε.
Το καντήλι δεν άναψε ποτέ.
Ο κήπος χορτάριασε.
Τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα έμειναν να τρίζουν νωχελικά• μοναδικές φωνές στη νεκρική σιωπή του χαλασμού.
Η μεγάλη αυλή στη νέα πατρίδα γέμισε καρποφόρα δέντρα, ζαρζαβατικά, λαχανικά, φρούτα, λουλούδια.
Το χαμόσπιτο άστραψε από καθαριότητα.
Κι ήταν όλα τόσο όμορφα, τόσο μαγικά, τόσο ψεύτικα, όταν τα γνώρισα,
ύστερα από πολλούς - πολλούς χειμώνες, που η μουντζούρα πάνω στο χαρτί του ποιητή ποτέ, μα ποτέ, δεν θα μπορέσει να τα ζωγραφίσει.
Με ποιά λόγια, γιαγιά, να σχεδιάσω
εκείνο το παραμυθένιο άρωμα στη μαγική σου αυλή,
που τίποτα δεν είχες και τίποτα δεν σου ‘λείπε.
Τί να πω για εκείνα τα γλυκύτατά σου μάτια εκείνη τη βραδιά που ‘βγαλες από την τσέπη σου εκείνο το υπέροχο δαμάσκηνο.
Μου το πρόσφερες με ‘κείνα τα μάτια σου, τα μάτια της Ανατολής, χωρίς να βγάλεις άχνα.
Μια παράξενη μελαγχολία είχε η γεύση του.
Γλυκιά ανάμνηση βουτηγμένη στο φαρμάκι.
Τότε ήμουν παλληκαράκι.
Τώρα πια γέρασα.
Όσες φορές προσπάθησα
και τότε και τώρα
δεν πίστεψαν το παραμύθι μας.
Τί να πιστέψουν από τον χαλασμό μας;
Από το μαύρο το είκοσι δυό.
Ότι γεννηθήκαμε στη νέα πατρίδα χωρίς Πατρίδα.
Ότι έχουμε μια χαμένη Πατρίδα.
Ότι τώρα πια πίνουμε το νερό χωρίς Ευχή.
Τί να πώ;
Ότι σε σκεπάζει το ξένο χώμα της φιλόξενης νέας πατρίδας...
Σαν πεθάνω, γιαγιά,
μην αφήσεις να με σκεπάσει το ξένο χώμα,
στείλε με στους ουρανούς να γίνω αεράκι,
να χαϊδεύω τον μαραμένο μας βασιλικό και το σβηστό καντήλι.
Φλώρα Ψηλή, γαλανομάτα και ξανθιά,
με μακριά μαλλιά η Φλώρα
πανέμορφη θεά
μέσα σ’ όλη την Μπήγα και σ’ όλα τα χωριά.
Τα είχε όλα έτοιμα για την εκκλησιά,
μα δεν πρόλαβε να βάλει στεφάνι.
Τον γαμπρό τον σφάξανε στο σιντριβάνι.
Μάνα, πατέρα κι αδελφό
τα ‘χασε όλα μεσ’ στον πανικό του είκοσι δυό.
Το μόνο που πρόλαβε να πάρει μαζί της
ήταν αυτό που φόραγε• το νυφικό.
Ένα ωραίο μακρύ, μεταξωτό νυφικό,
που μια ζωή φύλαγε σαν φυλαχτό.
Το φόραγε τα βράδια, πριν απ’ την προσευχή,
να λιβανίσει σπίτι και αυλή.
Εκεί πέρα στο μακρινό Σιαπτσί,
όταν τη γνώρισα παιδί, γριά τρελή,
όχι ζητιάνα, όμως, μήτε παρακατιανή.
Μάζευε βουνιές από το δρόμο για να ζεσταθεί.
Περίμενε να παντρευτεί.
Στο βιβλίο περιλαμβάνονται τα ποιήματα: "Πατρίδα μακρινή'' - "Προσφυγια" - "Φλώρα" - "Καλή Πατρίδα" - "Όχι κι έτσι" - "Εμείς οι πρόσφυγες απ' τη Μικρά Ασία" - "Ηρωίδα Μικρασιάτισσα μάνα" - "Ο πρόσφυγας" - "Το κουτάλι της προσφυγιάς" - "Ανταλλαγή Πληθυσμών" - "Νέος Ρωμηός" - "Εγώ ο Ελληνισμός" - "Ξεκίνα πάλι" - "Δεν μπορώ ν'απαρνηθώ" - "Με τον Τούρκο γίνεται φιλία;" - "Δακρυσμένη Μικρασία" - "Προσκύνημα στις αλησμόνητες Πατρίδες" - "Κιβωτός" - "Μαγιά" - "Οι άγριοι της στέπας" - "Άνοιξη του 1204 μ.Χ. Απριλίου δεκατρείς" - "Ευϋπόληπτος κύριος" - "Πού ξεχαστήκαμε όλοι μας;" - "Ζήτω η νέα χιλιετία" - "Κλαίω για το αύριο" - "Χωρίς πατρίδα κι από δυο χωριά".